probieren
 Verb

δοκιμάζω Verb
(7)
γεύομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich gab das denselben Teenagern, da sie fantastisch sind. Sie probieren Dinge, die ich nicht ausprobieren würde.Πήγα αυτό σε εκείνους τους εφήβους, επειδή αυτοί οι έφηβοι είναι πραγματικά φοβεροί και θα δοκιμάσουν πράγματα που εγώ δεν δοκιμάζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte sie immer probieren. Bin ich unnormal?Θέλω πάντα να τα δοκιμάζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δοκιμάζωδοκιμάζουμε, δοκιμάζομεδοκιμάζομαιδοκιμαζόμαστε
δοκιμάζειςδοκιμάζετεδοκιμάζεσαιδοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε
δοκιμάζειδοκιμάζουν(ε)δοκιμάζεταιδοκιμάζονται
Imper
fekt
δοκίμαζαδοκιμάζαμεδοκιμαζόμουναδοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν
δοκίμαζεςδοκιμάζατεδοκιμαζόσουναδοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν
δοκίμαζεδοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε)δοκιμαζότανεδοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν
Aoristδοκίμασαδοκιμάσαμεδοκιμάστηκαδοκιμαστήκαμε
δοκίμασεςδοκιμάσατεδοκιμάστηκεςδοκιμαστήκατε
δοκίμασεδοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε)δοκιμάστηκεδοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε
Per
fekt
έχω δοκιμάσει
έχω δοκιμασμένο
έχουμε δοκιμάσει
έχουμε δοκιμασμένο
έχω δοκιμαστεί
είμαι δοκιμασμένος, -η
έχουμε δοκιμαστεί
είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
έχεις δοκιμάσει
έχεις δοκιμασμένο
έχετε δοκιμάσει
έχετε δοκιμασμένο
έχεις δοκιμαστεί
είσαι δοκιμασμένος, -η
έχετε δοκιμαστεί
είστε δοκιμασμένοι, -ες
έχει δοκιμάσει
έχει δοκιμασμένο
έχουν δοκιμάσει
έχουν δοκιμασμένο
έχει δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
έχουν δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δοκιμάσει
είχα δοκιμασμένο
είχαμε δοκιμάσει
είχαμε δοκιμασμένο
είχα δοκιμαστεί
ήμουν δοκιμασμένος, -η
είχαμε δοκιμαστεί
ήμαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχες δοκιμάσει
είχες δοκιμασμένο
είχατε δοκιμάσει
είχατε δοκιμασμένο
είχες δοκιμαστεί
ήσουν δοκιμασμένος, -η
είχατε δοκιμαστεί
ήσαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχε δοκιμάσει
είχε δοκιμασμένο
είχαν δοκιμάσει
είχαν δοκιμασμένο
είχε δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένος, -η, -ο
είχαν δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δοκιμάζωθα δοκιμάζουμε, θα δοκιμάζομεθα δοκιμάζομαιθα δοκιμαζόμαστε
θα δοκιμάζειςθα δοκιμάζετεθα δοκιμάζεσαιθα δοκιμάζεστε, θα δοκιμαζόσαστε
θα δοκιμάζειθα δοκιμάζουν(ε)θα δοκιμάζεταιθα δοκιμάζονται
Fut
ur
θα δοκιμάσωθα δοκιμάσουμε, θα δοκιμάσομεθα δοκιμαστώθα δοκιμαστούμε
θα δοκιμάσειςθα δοκιμάσετεθα δοκιμαστείςθα δοκιμαστείτε
θα δοκιμάσειθα δοκιμάσουν(ε)θα δοκιμαστείθα δοκιμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δοκιμάσει
θα έχω δοκιμασμένο
θα έχουμε δοκιμάσει
θα έχουμε δοκιμασμένο
θα έχω δοκιμαστεί
θα είμαι δοκιμασμένος, -η
θα έχουμε δοκιμαστεί
θα είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχεις δοκιμάσει
θα έχεις δοκιμασμένο
θα έχετε δοκιμάσει
θα έχετε δοκιμασμένο
θα έχεις δοκιμαστεί
θα είσαι δοκιμασμένος, -η
θα έχετε δοκιμαστεί
θα είστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχει δοκιμάσει
θα έχει δοκιμασμένο
θα έχουν δοκιμάσει
θα έχουν δοκιμασμένο
θα έχει δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δοκιμάζωνα δοκιμάζουμε, να δοκιμάζομενα δοκιμάζομαινα δοκιμαζόμαστε
να δοκιμάζειςνα δοκιμάζετενα δοκιμάζεσαινα δοκιμάζεστε, να δοκιμαζόσαστε
να δοκιμάζεινα δοκιμάζουν(ε)να δοκιμάζεταινα δοκιμάζονται
Aoristνα δοκιμάσωνα δοκιμάσουμε, να δοκιμάσομενα δοκιμαστώνα δοκιμαστούμε
να δοκιμάσειςνα δοκιμάσετενα δοκιμαστείςνα δοκιμαστείτε
να δοκιμάσεινα δοκιμάσουννα δοκιμαστείνα δοκιμαστούν(ε)
Perfνα έχω δοκιμάσει
να έχω δοκιμασμένο
να έχουμε δοκιμάσει
να έχουμε δοκιμασμένο
να έχω δοκιμαστεί
να είμαι δοκιμασμένος, -η
να έχουμε δοκιμαστεί
να είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχεις δοκιμάσει
να έχεις δοκιμασμένο
να έχετε δοκιμάσει
να έχετε δοκιμασμένο
να έχεις δοκιμαστεί
να είσαι δοκιμασμένος, -η
να έχετε δοκιμαστεί
να είστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχει δοκιμάσει
να έχει δοκιμασμένο
να έχουν δοκιμάσει
να έχουν δοκιμασμένο
να έχει δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
να έχουν δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδοκίμαζεδοκιμάζετεδοκιμάζεστε
Aoristδοκίμασεδοκιμάστεδοκιμάσουδοκιμαστείτε
Part
izip
Presδοκιμάζονταςδοκιμαζόμενος
Perfέχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένοδοκιμασμένος, -η, -οδοκιμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδοκιμάσειδοκιμαστεί



Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεύομαιγευόμαστε
γεύεσαιγεύεστε, γευόσαστε
γεύεταιγεύονται
Imper
fekt
γευόμουν(α)γευόμαστε, γευόμασταν
γευόσουν(α)γευόσαστε, γευόσασταν
γευόταν(ε)γεύονταν, γευόντανε, γευόντουσαν
Aoristγεύτηκαγευτήκαμε
γεύτηκεςγευτήκατε
γεύτηκεγεύτηκαν, γευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γευτείέχουμε γευτεί
έχεις γευτείέχετε γευτεί
έχει γευτείέχουν γευτεί
Plu
per
fekt
είχα γευτείείχαμε γευτεί
είχες γευτείείχατε γευτεί
είχε γευτείείχαν γευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεύομαιθα γευόμαστε
θα γεύεσαιθα γεύεστε, θα γευόσαστε
θα γεύεταιθα γεύονται
Fut
ur
θα γευτώθα γευτούμε
θα γευτείςθα γευτείτε
θα γευτείθα γευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γευτείθα έχουμε γευτεί
θα έχεις γευτείθα έχετε γευτεί
θα έχει γευτείθα έχουν γευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεύομαινα γευόμαστε
να γεύεσαινα γεύεστε, να γευόσαστε
να γεύεταινα γεύονται
Aoristνα γευτώνα γευτούμε
να γευτείςνα γευτείτε
να γευτείνα γευτούν(ε)
Perfνα έχω γευτείνα έχουμε γευτεί
να έχεις γευτείνα έχετε γευτεί
να έχει γευτείνα έχουν γευτεί
Imper
ativ
Presγεύεστε
Aoristγέψουγευτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristγευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback