erleben
 Verb

βιώνω Verb
(4)
ζω Verb
(0)
δοκιμάζω Verb
(0)
περνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die Ayahuasca wurde meinen Bewältigungsmechanismen zu befreien in einem Blitz. Dann wurde ich etwas erleben. Da wusste ich, dass dies etwas zu mit zu arbeiten.Το αγιαχουάσκα με απάλλαξε στο λεπτό από τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που είχα, και να"μαι, λοιπόν, να βιώνω αυτήν την εμπειρία, που ήξερα, ήδη από τότε, ότι ήταν μια εμπειρία με την οποία μπορούσα να δουλέψω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik





Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζωζούμε
ζειςζείτε
ζειζούν(ε)
Imper
fekt
ζούσαζούσαμε
ζούσεςζούσατε
ζούσεζούσαν(ε)
Aoristέζησαζήσαμε
έζησεςζήσατε
έζησεέζησαν, ζήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ζήσειέχουμε ζήσει
έχεις ζήσειέχετε ζήσει
έχει ζήσειέχουν ζήσει
Plu
perf
ekt
είχα ζήσειείχαμε ζήσει
είχες ζήσειείχατε ζήσει
είχε ζήσειείχαν ζήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζωθα ζούμε
θα ζειςθα ζείτε
θα ζειθα ζούν(ε)
Fut
ur
θα ζήσωθα ζήσουμε
θα ζήσειςθα ζήσετε
θα ζήσειθα ζήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζήσειθα έχουμε ζήσει
θα έχεις ζήσειθα έχετε ζήσει
θα έχει ζήσειθα έχουν ζήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζωνα ζούμε
να ζειςνα ζείτε
να ζεινα ζούν(ε)
Aoristνα ζήσωνα ζήσουμε, να ζήσομε
να ζήσειςνα ζήσετε
να ζήσεινα ζήσουν(ε)
Perfνα έχω ζήσεινα έχουμε ζήσει
να έχεις ζήσεινα έχετε ζήσει
να έχει ζήσεινα έχουν ζήσει
Imper
ativ
Presζείτε
Aoristζήσεζήστε, ζήσετε
Part
izip
Presζώντας
Perfέχοντας ζήσει
InfinAoristζήσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δοκιμάζωδοκιμάζουμε, δοκιμάζομεδοκιμάζομαιδοκιμαζόμαστε
δοκιμάζειςδοκιμάζετεδοκιμάζεσαιδοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε
δοκιμάζειδοκιμάζουν(ε)δοκιμάζεταιδοκιμάζονται
Imper
fekt
δοκίμαζαδοκιμάζαμεδοκιμαζόμουναδοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν
δοκίμαζεςδοκιμάζατεδοκιμαζόσουναδοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν
δοκίμαζεδοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε)δοκιμαζότανεδοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν
Aoristδοκίμασαδοκιμάσαμεδοκιμάστηκαδοκιμαστήκαμε
δοκίμασεςδοκιμάσατεδοκιμάστηκεςδοκιμαστήκατε
δοκίμασεδοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε)δοκιμάστηκεδοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε
Per
fekt
έχω δοκιμάσει
έχω δοκιμασμένο
έχουμε δοκιμάσει
έχουμε δοκιμασμένο
έχω δοκιμαστεί
είμαι δοκιμασμένος, -η
έχουμε δοκιμαστεί
είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
έχεις δοκιμάσει
έχεις δοκιμασμένο
έχετε δοκιμάσει
έχετε δοκιμασμένο
έχεις δοκιμαστεί
είσαι δοκιμασμένος, -η
έχετε δοκιμαστεί
είστε δοκιμασμένοι, -ες
έχει δοκιμάσει
έχει δοκιμασμένο
έχουν δοκιμάσει
έχουν δοκιμασμένο
έχει δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
έχουν δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δοκιμάσει
είχα δοκιμασμένο
είχαμε δοκιμάσει
είχαμε δοκιμασμένο
είχα δοκιμαστεί
ήμουν δοκιμασμένος, -η
είχαμε δοκιμαστεί
ήμαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχες δοκιμάσει
είχες δοκιμασμένο
είχατε δοκιμάσει
είχατε δοκιμασμένο
είχες δοκιμαστεί
ήσουν δοκιμασμένος, -η
είχατε δοκιμαστεί
ήσαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχε δοκιμάσει
είχε δοκιμασμένο
είχαν δοκιμάσει
είχαν δοκιμασμένο
είχε δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένος, -η, -ο
είχαν δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δοκιμάζωθα δοκιμάζουμε, θα δοκιμάζομεθα δοκιμάζομαιθα δοκιμαζόμαστε
θα δοκιμάζειςθα δοκιμάζετεθα δοκιμάζεσαιθα δοκιμάζεστε, θα δοκιμαζόσαστε
θα δοκιμάζειθα δοκιμάζουν(ε)θα δοκιμάζεταιθα δοκιμάζονται
Fut
ur
θα δοκιμάσωθα δοκιμάσουμε, θα δοκιμάσομεθα δοκιμαστώθα δοκιμαστούμε
θα δοκιμάσειςθα δοκιμάσετεθα δοκιμαστείςθα δοκιμαστείτε
θα δοκιμάσειθα δοκιμάσουν(ε)θα δοκιμαστείθα δοκιμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δοκιμάσει
θα έχω δοκιμασμένο
θα έχουμε δοκιμάσει
θα έχουμε δοκιμασμένο
θα έχω δοκιμαστεί
θα είμαι δοκιμασμένος, -η
θα έχουμε δοκιμαστεί
θα είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχεις δοκιμάσει
θα έχεις δοκιμασμένο
θα έχετε δοκιμάσει
θα έχετε δοκιμασμένο
θα έχεις δοκιμαστεί
θα είσαι δοκιμασμένος, -η
θα έχετε δοκιμαστεί
θα είστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχει δοκιμάσει
θα έχει δοκιμασμένο
θα έχουν δοκιμάσει
θα έχουν δοκιμασμένο
θα έχει δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δοκιμάζωνα δοκιμάζουμε, να δοκιμάζομενα δοκιμάζομαινα δοκιμαζόμαστε
να δοκιμάζειςνα δοκιμάζετενα δοκιμάζεσαινα δοκιμάζεστε, να δοκιμαζόσαστε
να δοκιμάζεινα δοκιμάζουν(ε)να δοκιμάζεταινα δοκιμάζονται
Aoristνα δοκιμάσωνα δοκιμάσουμε, να δοκιμάσομενα δοκιμαστώνα δοκιμαστούμε
να δοκιμάσειςνα δοκιμάσετενα δοκιμαστείςνα δοκιμαστείτε
να δοκιμάσεινα δοκιμάσουννα δοκιμαστείνα δοκιμαστούν(ε)
Perfνα έχω δοκιμάσει
να έχω δοκιμασμένο
να έχουμε δοκιμάσει
να έχουμε δοκιμασμένο
να έχω δοκιμαστεί
να είμαι δοκιμασμένος, -η
να έχουμε δοκιμαστεί
να είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχεις δοκιμάσει
να έχεις δοκιμασμένο
να έχετε δοκιμάσει
να έχετε δοκιμασμένο
να έχεις δοκιμαστεί
να είσαι δοκιμασμένος, -η
να έχετε δοκιμαστεί
να είστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχει δοκιμάσει
να έχει δοκιμασμένο
να έχουν δοκιμάσει
να έχουν δοκιμασμένο
να έχει δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
να έχουν δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδοκίμαζεδοκιμάζετεδοκιμάζεστε
Aoristδοκίμασεδοκιμάστεδοκιμάσουδοκιμαστείτε
Part
izip
Presδοκιμάζονταςδοκιμαζόμενος
Perfέχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένοδοκιμασμένος, -η, -οδοκιμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδοκιμάσειδοκιμαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περνάω, περνώπερνάμε, περνούμεπερνιέμαιπερνιόμαστε
περνάςπερνάτεπερνιέσαιπερνιέστε, περνιόσαστε
περνάει, περνάπερνάν(ε), περνούν(ε)περνιέταιπερνιούνται, περνιόνται
Imper
fekt
περνούσα, πέρναγαπερνούσαμε, περνάγαμεπερνιόμουν(α)περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνούσες, πέρναγεςπερνούσατε, περνάγατεπερνιόσουν(α)περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνούσε, πέρναγεπερνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανεπερνιόταν(ε)περνιόνταν(ε), περνιούνταν, περνιόντουσαν
Aoristπέρασαπεράσαμεπεράστηκαπεραστήκαμε
πέρασεςπεράσατεπεράστηκεςπεραστήκατε
πέρασεπέρασαν, περάσαν(ε)περάστηκεπεράστηκαν, περαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περάσει
έχω περασμένο
έχουμε περάσει
έχουμε περασμένο
έχω περαστεί
είμαι περασμένος, -η
έχουμε περαστεί
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περάσει
έχεις περασμένο
έχετε περάσει
έχετε περασμένο
έχεις περαστεί
είσαι περασμένος, -η
έχετε περαστεί
είστε περασμένοι, -ες
έχει περάσει
έχει περασμένο
έχουν περάσει
έχουν περασμένο
έχει περαστεί
είναι περασμένος, -η, -ο
έχουν περαστεί
είναι περασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα περάσει
είχα περασμένο
είχαμε περάσει
είχαμε περασμένο
είχα περαστεί
ήμουν περασμένος, -η
είχαμε περαστεί
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περάσει
είχες περασμένο
είχατε περάσει
είχατε περασμένο
είχες περαστεί
ήσουν περασμένος, -η
είχατε περαστεί
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περάσει
είχε περασμένο
είχαν περάσει
είχαν περασμένο
είχε περαστεί
ήταν περνημενος, -η, -ο
είχαν περαστεί
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περνάω, θα περνώθα περνάμε, θα περνούμεθα περνιέμαιθα περνιόμαστε
θα περνάςθα περνάτεθα περνιέσαιθα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνάει, θα περνάθα περνάν(ε), θα περνούν(ε)θα περνιέταιθα περνιούνται, θα περνιόνται
Fut
ur
θα περάσωθα περάσουμε, θα περάσομεθα περαστώθα περαστούμε
θα περάσειςθα περάσετεθα περαστείςθα περαστείτε
θα περάσειθα περάσουν(ε)θα περαστείθα περαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περάσει
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει
θα έχουμε περασμένο
θα έχω περαστεί
θα είμαι περασμένος, -η
θα έχουμε περαστεί
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περάσει
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει
θα έχετε περασμένο
θα έχεις περαστεί
θα είσαι περασμένος, -η
θα έχετε περαστεί
θα είστε περνημενοι, -ες
θα έχει περάσει
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει
θα έχουν περασμένο
θα έχει περαστεί
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περνάω, να περνώνα περνάμε, να περνούμενα περνιέμαινα περνιόμαστε
να περνάςνα περνάτενα περνιέσαινα περνιέστε
να περνάει, να περνάνα περνάν(ε), να περνούν(ε)να περνιέταινα περνιούνται, να περνιόνται
Aoristνα περάσωνα περάσουμε, να περάσομενα περαστώνα περαστούμε
να περάσειςνα περάσετενα περαστείςνα περαστείτε
να περάσεινα περάσουν(ε)να περαστείνα περαστούν(ε)
Perfνα έχω περάσει
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει
να έχουμε περασμένο
να έχω περαστεί
να είμαι περασμένος, -η
να έχουμε περαστεί
να είμαστε περνημενοι, -ες
να έχεις περάσει
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει
να έχετε περασμένο
να έχεις περαστεί
να είσαι περασμένος, -η
να έχετε περαστεί
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περάσει
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει
να έχουν περασμένο
να έχει περαστεί
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέρνα, πέρναγεπερνάτεπερνιέστε
Aoristπέρασε, πέρναπεράστεπεράσουπεραστείτε
Part
izip
Presπερνώντας
Perfέχοντας περάσει, έχοντας περασμένοπερασμένος, -η, -οπερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεράσειπεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback