durchleben
 Verb

περνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie wird Jahrhunderte durchleben, wie ich es tue.Θα ζήσει στους αιώνες των αιώνων... όπως εγώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Dieses Geflüster ist schlimmer als die Stille. Diese Tage sind schlimmer als der Tod, den wir hier Seite an Seite durchleben, wie zwei Särge, die man in einem gefrorenen Garten vergräbt.Αυτές οι μέρες, χειρότερες κι από τον θάνατο, που ζούμε δίπλα δίπλα... σαν δυο φέρετρα θαμμένα μαζί... σ' έναν πετρωμένο κήπο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ein weiterer Tag, den es zu durchleben gilt. Ich sollte aufstehen.Ακόμη μια μέρα που πρέπει να περάσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Versuch, noch mal zu durchleben, wie du deinem Schwager Vorwürfe machtest.Κάνε πάλι τη σκηνή όπου μέμφεσαι τον γαμπρό σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Hier kann man von der Wiege bis zum Grab sein Leben nochmals durchleben.Σ΄αυτό... μπορείτε να ξαναζήσετε... από το λίκνο... ως τον τάφο.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περνάω, περνώπερνάμε, περνούμεπερνιέμαιπερνιόμαστε
περνάςπερνάτεπερνιέσαιπερνιέστε, περνιόσαστε
περνάει, περνάπερνάν(ε), περνούν(ε)περνιέταιπερνιούνται, περνιόνται
Imper
fekt
περνούσα, πέρναγαπερνούσαμε, περνάγαμεπερνιόμουν(α)περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνούσες, πέρναγεςπερνούσατε, περνάγατεπερνιόσουν(α)περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνούσε, πέρναγεπερνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανεπερνιόταν(ε)περνιόνταν(ε), περνιούνταν, περνιόντουσαν
Aoristπέρασαπεράσαμεπεράστηκαπεραστήκαμε
πέρασεςπεράσατεπεράστηκεςπεραστήκατε
πέρασεπέρασαν, περάσαν(ε)περάστηκεπεράστηκαν, περαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περάσει
έχω περασμένο
έχουμε περάσει
έχουμε περασμένο
έχω περαστεί
είμαι περασμένος, -η
έχουμε περαστεί
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περάσει
έχεις περασμένο
έχετε περάσει
έχετε περασμένο
έχεις περαστεί
είσαι περασμένος, -η
έχετε περαστεί
είστε περασμένοι, -ες
έχει περάσει
έχει περασμένο
έχουν περάσει
έχουν περασμένο
έχει περαστεί
είναι περασμένος, -η, -ο
έχουν περαστεί
είναι περασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα περάσει
είχα περασμένο
είχαμε περάσει
είχαμε περασμένο
είχα περαστεί
ήμουν περασμένος, -η
είχαμε περαστεί
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περάσει
είχες περασμένο
είχατε περάσει
είχατε περασμένο
είχες περαστεί
ήσουν περασμένος, -η
είχατε περαστεί
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περάσει
είχε περασμένο
είχαν περάσει
είχαν περασμένο
είχε περαστεί
ήταν περνημενος, -η, -ο
είχαν περαστεί
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περνάω, θα περνώθα περνάμε, θα περνούμεθα περνιέμαιθα περνιόμαστε
θα περνάςθα περνάτεθα περνιέσαιθα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνάει, θα περνάθα περνάν(ε), θα περνούν(ε)θα περνιέταιθα περνιούνται, θα περνιόνται
Fut
ur
θα περάσωθα περάσουμε, θα περάσομεθα περαστώθα περαστούμε
θα περάσειςθα περάσετεθα περαστείςθα περαστείτε
θα περάσειθα περάσουν(ε)θα περαστείθα περαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περάσει
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει
θα έχουμε περασμένο
θα έχω περαστεί
θα είμαι περασμένος, -η
θα έχουμε περαστεί
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περάσει
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει
θα έχετε περασμένο
θα έχεις περαστεί
θα είσαι περασμένος, -η
θα έχετε περαστεί
θα είστε περνημενοι, -ες
θα έχει περάσει
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει
θα έχουν περασμένο
θα έχει περαστεί
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περνάω, να περνώνα περνάμε, να περνούμενα περνιέμαινα περνιόμαστε
να περνάςνα περνάτενα περνιέσαινα περνιέστε
να περνάει, να περνάνα περνάν(ε), να περνούν(ε)να περνιέταινα περνιούνται, να περνιόνται
Aoristνα περάσωνα περάσουμε, να περάσομενα περαστώνα περαστούμε
να περάσειςνα περάσετενα περαστείςνα περαστείτε
να περάσεινα περάσουν(ε)να περαστείνα περαστούν(ε)
Perfνα έχω περάσει
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει
να έχουμε περασμένο
να έχω περαστεί
να είμαι περασμένος, -η
να έχουμε περαστεί
να είμαστε περνημενοι, -ες
να έχεις περάσει
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει
να έχετε περασμένο
να έχεις περαστεί
να είσαι περασμένος, -η
να έχετε περαστεί
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περάσει
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει
να έχουν περασμένο
να έχει περαστεί
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέρνα, πέρναγεπερνάτεπερνιέστε
Aoristπέρασε, πέρναπεράστεπεράσουπεραστείτε
Part
izip
Presπερνώντας
Perfέχοντας περάσει, έχοντας περασμένοπερασμένος, -η, -οπερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεράσειπεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback