Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es ist nicht wie beim anprobieren von ein paar Jeans, Will. | Δεν δοκιμάζω ζευγάρια τζιν, Γουίλ. Übersetzung nicht bestätigt |
Kitch, du hast gesagt, du kommst mit mir nach Hause und schaust mir zu, beim Klamotten anprobieren. | Κιτς, είπες ότι θα έλθεις σπίτι μου... να με δεις να δοκιμάζω ρούχα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anprobieren |
hineinschlüpfen |
reinschlüpfen |
(eine) Anprobe machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | probiere an | ||
du | probierst an | |||
er, sie, es | probiert an | |||
Präteritum | ich | probierte an | ||
Konjunktiv II | ich | probierte an | ||
Imperativ | Singular | probier an! probiere an! | ||
Plural | probiert an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
anprobiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anprobieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δοκιμάζω | δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | δοκιμάζομαι | δοκιμαζόμαστε |
δοκιμάζεις | δοκιμάζετε | δοκιμάζεσαι | δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε | ||
δοκιμάζει | δοκιμάζουν(ε) | δοκιμάζεται | δοκιμάζονται | ||
Imper fekt | δοκίμαζα | δοκιμάζαμε | δοκιμαζόμουνα | δοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν | |
δοκίμαζες | δοκιμάζατε | δοκιμαζόσουνα | δοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν | ||
δοκίμαζε | δοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε) | δοκιμαζότανε | δοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν | ||
Aorist | δοκίμασα | δοκιμάσαμε | δοκιμάστηκα | δοκιμαστήκαμε | |
δοκίμασες | δοκιμάσατε | δοκιμάστηκες | δοκιμαστήκατε | ||
δοκίμασε | δοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε) | δοκιμάστηκε | δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε | ||
Per fekt | έχω δοκιμάσει | έχουμε δοκιμάσει | έχω δοκιμαστεί | έχουμε δοκιμαστεί | |
έχεις δοκιμάσει | έχετε δοκιμάσει | έχεις δοκιμαστεί | έχετε δοκιμαστεί | ||
έχει δοκιμάσει | έχουν δοκιμάσει | έχει δοκιμαστεί είναι δοκιμασμένος, -η, -ο | έχουν δοκιμαστεί | ||
Plu per fekt | είχα δοκιμάσει | είχαμε δοκιμάσει | είχα δοκιμαστεί | είχαμε δοκιμαστεί | |
είχες δοκιμάσει | είχατε δοκιμάσει | είχες δοκιμαστεί | είχατε δοκιμαστεί | ||
είχε δοκιμάσει | είχαν δοκιμάσει | είχε δοκιμαστεί | είχαν δοκιμαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δοκιμάζω | θα δοκιμάζουμε, | θα δοκιμάζομαι | θα δοκιμαζόμαστε | |
θα δοκιμάζεις | θα δοκιμάζετε | θα δοκιμάζεσαι | θα δοκιμάζεστε, | ||
θα δοκιμάζει | θα δοκιμάζουν(ε) | θα δοκιμάζεται | θα δοκιμάζονται | ||
Fut ur | θα δοκιμάσω | θα δοκιμάσουμε, | θα δοκιμαστώ | θα δοκιμαστούμε | |
θα δοκιμάσεις | θα δοκιμάσετε | θα δοκιμαστείς | θα δοκιμαστείτε | ||
θα δοκιμάσει | θα δοκιμάσουν(ε) | θα δοκιμαστεί | θα δοκιμαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δοκιμάσει | θα έχουμε δοκιμάσει | θα έχω δοκιμαστεί | θα έχουμε δοκιμαστεί | |
θα έχεις δοκιμάσει | θα έχετε δοκιμάσει | θα έχεις δοκιμαστεί | θα έχετε δοκιμαστεί | ||
θα έχει δοκιμάσει | θα έχουν δοκιμάσει | θα έχει δοκιμαστεί | θα έχουν δοκιμαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δοκιμάζω | να δοκιμάζουμε, | να δοκιμάζομαι | να δοκιμαζόμαστε |
να δοκιμάζεις | να δοκιμάζετε | να δοκιμάζεσαι | να δοκιμάζεστε, | ||
να δοκιμάζει | να δοκιμάζουν(ε) | να δοκιμάζεται | να δοκιμάζονται | ||
Aorist | να δοκιμάσω | να δοκιμάσουμε, | να δοκιμαστώ | να δοκιμαστούμε | |
να δοκιμάσεις | να δοκιμάσετε | να δοκιμαστείς | να δοκιμαστείτε | ||
να δοκιμάσει | να δοκιμάσουν | να δοκιμαστεί | να δοκιμαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δοκιμάσει | να έχουμε δοκιμάσει | να έχω δοκιμαστεί | να έχουμε δοκιμαστεί | |
να έχεις δοκιμάσει | να έχετε δοκιμάσει | να έχεις δοκιμαστεί | να έχετε δοκιμαστεί | ||
να έχει δοκιμάσει | να έχουν δοκιμάσει | να έχει δοκιμαστεί | να έχουν δοκιμαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δοκίμαζε | δοκιμάζετε | δοκιμάζεστε | |
Aorist | δοκίμασε | δοκιμάστε | δοκιμάσου | δοκιμαστείτε | |
Part izip | Pres | δοκιμάζοντας | δοκιμαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένο | δοκιμασμένος, -η, -ο | δοκιμασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δοκιμάσει | δοκιμαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.