{η}  επαφή Subst.  [epafi, epafh]

{der}    Subst.
(6486)

Etymologie zu επαφή

επαφή altgriechisch ἐπαφή


GriechischDeutsch
τα συμβαλλόμενα αφρικανικά κράτη έχουν αναπτύξει επαφές που ενδέχεται να οδηγήσουν σε μελλοντική συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο για ανταπόκριση σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω χημικών όπλων.Die Vertragsstaaten aus Afrika haben Kontakte geknüpft, die zu einer künftigen Zusammenarbeit auf regionaler Ebene führen können, wenn es gilt, auf einen Chemiewaffennotfall zu reagieren.

Übersetzung bestätigt

Αποτέλεσμα 5 — Τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν αναπτύξει επαφές που ενδέχεται να οδηγήσουν σε μελλοντική συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο για ανταπόκριση σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω χημικών όπλων.Projektergebnis 5 — Die Vertragsstaaten haben Kontakte geknüpft, die zu einer künftigen Zusammenarbeit auf regionaler Ebene führen können, wenn es gilt, auf einen Chemiewaffennotfall zu reagieren.

Übersetzung bestätigt

Αποτέλεσμα 3 — Οι εθνικές αρχές και σχετικοί εθνικοί και διεθνείς εταίροι, η χημική βιομηχανία, τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο ΟΑΧΟ μπορούν να βελτιώσουν τις συνέργειες και τις επαφές για την επίτευξη του κοινού στόχου — της ολοκληρωμένης και ουσιαστικής εφαρμογής της Σύμβασης.Projektergebnis 3 — Die nationalen Behörden und die einschlägigen nationalen und internationalen Partner, die chemische Industrie, die Universitäten und die OVCW können vor dem Hintergrund des gemeinsamen Ziels, das in der umfassenden und wirksamen Umsetzung des Übereinkommens besteht, Synergien zu stärken und Kontakte vertiefen.

Übersetzung bestätigt

Όταν χρειάζεται, υπάλληλοι του τμήματος εξωτερικών σχέσεων της Τεχνικής Γραμματείας θα στηρίζονται επίσης οικονομικά για να συμμετάσχουν σε αυτές τις συνεδριάσεις, ώστε να προβαίνουν στις αναγκαίες επαφές και να αλληλεπιδρούν με τους επιχορηγούμενους συμμετέχοντες από τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη.Im Bedarfsfall wird auch die Teilnahme von Mitarbeitern der für auswärtige Angelegenheiten zuständigen Abteilung des Technischen Sekretariats an diesen Treffen gefördert, damit sie die notwendigen Kontakte zu Teilnehmern aus Nichtvertragsstaaten, deren Teilnahme gefördert wird, herstellen und für das nötige Zusammenwirken sorgen können.

Übersetzung bestätigt

Προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα κατά το άρθρο 3 σχετικά με τις διεθνείς πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το δίκτυο διατηρεί επαφές και προβαίνει σε ανταλλαγές εμπειριών με τα άλλα δίκτυα δικαστικής συνεργασίας που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ τρίτων κρατών και με τους διεθνείς οργανισμούς που προωθούν τη διεθνή δικαστική συνεργασία.Im Hinblick auf die Erfüllung der Aufgaben nach Artikel 3 in Bezug auf internationale Übereinkünfte über die justizielle Zusammenarbeit in Zivilund Handelssachen unterhält das Netz Kontakte zu den anderen zwischen Drittstaaten eingerichteten Netzen im Bereich der justiziellen Zusammenarbeit und zu internationalen Organisationen, die die internationale justizielle Zusammenarbeit fördern, und tauscht mit diesen Netzen und Organisationen Erfahrungen aus.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
επαφήνω



Griechische Definition zu επαφή

επαφή η [epafí] : 1α.η κατάσταση κατά την οποία δύο σώματα βρίσκονται κοντά, ώστε να μην υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα να αγγίζει το ένα το άλλο: Έρχομαι σε επαφή με κτ., το αγγίζω, το ακουμπώ. Είναι επικίνδυνο να έλθει κανείς σε επαφή με ηλεκτροφόρο καλώδιο. Aρρώστιες που μεταδίδονται με άμεση / έμμεση επαφή. || Φακοί* επαφής. Σημείο επαφής, το σημείο στο οποίο εφάπτονται δύο σώματα, επιφάνειες ή γραμμές, και ως έκφραση, τα κοινά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επικοινωνία δύο ή περισσότερων προσώπων: Γιατί να συζητάμε, αφού μεταξύ μας δεν υπάρχει σημείο επαφής. (έκφρ.) εξ επαφής, από πολύ κοντά. επαφή με την πραγματικότητα*. οπτική* επαφή. β. (ηλεκτρολ.) β1. σύνδεση αγωγών που επιτρέπει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος: Tα καλώδια δεν κάνουν καλή επαφή. Σταθερή / κινητή επαφή. Aτελής επαφή. β2. σύστημα αγωγών που βρίσκονται σε σύνδεση μεταξύ τους. || Σιδηροτροχιά επαφής, που χρησιμοποιείται ως αγωγός για τη μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος σε ηλεκτροκίνητο σιδηροδρομικό όχημα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback