βόμβα μπόμπα italienisch bomba lateinisch bombus altgriechisch βόμβος (αντιδάνειο) Onomatopoetikum
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σύμβολο: εκρηγνυόμενη βόμβα | Symbol: explodierende Bombe Übersetzung bestätigt |
Εικονόγραμμα: εκρηγνυόμενη βόμβα· | das Piktogramm mit der explodierenden Bombe, Übersetzung bestätigt |
Ο πίνακας διαδικασιών συνοδεύεται από οδηγίες για τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται εάν ανακαλυφθεί βόμβα ή ύποπτο αντικείμενο, καθώς και από πληροφορίες για το λιγότερο επικίνδυνο του συγκεκριμένου αεροπλάνου όπου μπορεί να τοποθετηθεί η βόμβα, εφόσον προβλέπεται από τον κάτοχο του πιστοποιητικού τύπου. | Neben der Checkliste müssen Hinweise zu geeigneten Maßnahmen, die zu ergreifen sind, falls eine Bombe oder ein verdächtiges Objekt gefunden wird, vorhanden sein sowie Informationen über den für das jeweilige Flugzeug spezifischen Ort, an dem eine Bombe das geringste Risiko für das Flugzeug darstellt, wenn ein solcher vom Inhaber der Musterzulassung angegeben ist. Übersetzung bestätigt |
Ο πίνακας διαδικασιών συνοδεύεται από οδηγίες για τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται εάν ανακαλυφθεί βόμβα ή ύποπτο αντικείμενο, καθώς και από πληροφορίες για το λιγότερο επικίνδυνο σημείο του συγκεκριμένου αεροπλάνου όπου μπορεί να τοποθετηθεί η βόμβα, εφόσον προβλέπεται από τον κάτοχο του πιστοποιητικού τύπου. | Neben der Checkliste müssen Hinweise zu geeigneten Maßnahmen, die zu ergreifen sind, falls eine Bombe oder ein verdächtiges Objekt gefunden wird, vorhanden sein sowie Informationen über den für das jeweilige Flugzeug spezifischen Ort, an dem eine Bombe das geringste Risiko für das Flugzeug darstellt, wenn ein solcher vom Inhaber der Musterzulassung angegeben ist. Übersetzung bestätigt |
Αλεξίπτωτα πλαγιάς, αλεξίπτωτα επιβραδύνσεως, βοηθητικά αλεξίπτωτα σταθεροποίησης και ελέγχου της στάσης πιπτόντων σωμάτων (π.χ. θαλαμίσκοι περισυλλογής, εκτοξευόμενα καθίσματα, βόμβες), | Para-Gleiter, Bremsschirme, Steuerschirme zur Stabilisierung und Steuerung der Fluglage fallender Körper (z. B. Rettungskapseln, Schleudersitze, Bomben), Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Sprengsatz |
Bombe |
Explosivstoff |
Explosivmaterial |
βόμβα η [vómva] : 1α. κοίλο βλήμα ατρακτοειδούς σχήματος γεμισμένο με εκρηκτικές ύλες που ρίχνεται κυρίως από αεροπλάνα: Εκρηκτική / εμπρηστική βόμβα. βόμβα ατομική* / πυρηνική* / υδρογόνου* / νετρονίου* / ναπάλμ*. Tα αμερικανικά βομβαρδιστικά άδειαζαν καθημερινά τόνους βομβών στο έδαφος του Bιετνάμ. β. κάθε εκρηκτική συσκευή που εκρήγνυται με ένα μηχανισμό: βόμβα ωρολογιακή* / αυτοσχέδια* / μολότοφ* / βυθού*. βόμβα τοποθετήθηκε στην ισραηλινή πρεσβεία. || H είδηση έπεσε σαν βόμβα, ξαφνικά και προκάλεσε αναταραχή, σάλο, έκπληξη. || (ιατρ.) βόμβα κοβαλτίου*. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.