{η}  βόμβα Subst.  [vomva, bomba]

{die}    Subst.
(3649)
{der}  
Fusel (ugs.)
  Subst.
(0)

Etymologie zu βόμβα

βόμβα μπόμπα italienisch bomba lateinisch bombus altgriechisch βόμβος (αντιδάνειο) Onomatopoetikum


GriechischDeutsch
Σύμβολο: εκρηγνυόμενη βόμβαSymbol: explodierende Bombe

Übersetzung bestätigt

Εικονόγραμμα: εκρηγνυόμενη βόμβα·das Piktogramm mit der explodierenden Bombe,

Übersetzung bestätigt

Ο πίνακας διαδικασιών συνοδεύεται από οδηγίες για τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται εάν ανακαλυφθεί βόμβα ή ύποπτο αντικείμενο, καθώς και από πληροφορίες για το λιγότερο επικίνδυνο του συγκεκριμένου αεροπλάνου όπου μπορεί να τοποθετηθεί η βόμβα, εφόσον προβλέπεται από τον κάτοχο του πιστοποιητικού τύπου.Neben der Checkliste müssen Hinweise zu geeigneten Maßnahmen, die zu ergreifen sind, falls eine Bombe oder ein verdächtiges Objekt gefunden wird, vorhanden sein sowie Informationen über den für das jeweilige Flugzeug spezifischen Ort, an dem eine Bombe das geringste Risiko für das Flugzeug darstellt, wenn ein solcher vom Inhaber der Musterzulassung angegeben ist.

Übersetzung bestätigt

Ο πίνακας διαδικασιών συνοδεύεται από οδηγίες για τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται εάν ανακαλυφθεί βόμβα ή ύποπτο αντικείμενο, καθώς και από πληροφορίες για το λιγότερο επικίνδυνο σημείο του συγκεκριμένου αεροπλάνου όπου μπορεί να τοποθετηθεί η βόμβα, εφόσον προβλέπεται από τον κάτοχο του πιστοποιητικού τύπου.Neben der Checkliste müssen Hinweise zu geeigneten Maßnahmen, die zu ergreifen sind, falls eine Bombe oder ein verdächtiges Objekt gefunden wird, vorhanden sein sowie Informationen über den für das jeweilige Flugzeug spezifischen Ort, an dem eine Bombe das geringste Risiko für das Flugzeug darstellt, wenn ein solcher vom Inhaber der Musterzulassung angegeben ist.

Übersetzung bestätigt

Αλεξίπτωτα πλαγιάς, αλεξίπτωτα επιβραδύνσεως, βοηθητικά αλεξίπτωτα σταθεροποίησης και ελέγχου της στάσης πιπτόντων σωμάτων (π.χ. θαλαμίσκοι περισυλλογής, εκτοξευόμενα καθίσματα, βόμβες),Para-Gleiter, Bremsschirme, Steuerschirme zur Stabilisierung und Steuerung der Fluglage fallender Körper (z. B. Rettungskapseln, Schleudersitze, Bomben),

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu βόμβα

βόμβα η [vómva] : 1α. κοίλο βλήμα ατρακτοειδούς σχήματος γεμισμένο με εκρηκτικές ύλες που ρίχνεται κυρίως από αεροπλάνα: Εκρηκτική / εμπρηστική βόμβα. βόμβα ατομική* / πυρηνική* / υδρογόνου* / νετρονίου* / ναπάλμ*. Tα αμερικανικά βομβαρδιστικά άδειαζαν καθημερινά τόνους βομβών στο έδαφος του Bιετνάμ. β. κάθε εκρηκτική συσκευή που εκρήγνυται με ένα μηχανισμό: βόμβα ωρολογιακή* / αυτοσχέδια* / μολότοφ* / βυθού*. βόμβα τοποθετήθηκε στην ισραηλινή πρεσβεία. || H είδηση έπεσε σαν βόμβα, ξαφνικά και προκάλεσε αναταραχή, σάλο, έκπληξη. || (ιατρ.) βόμβα κοβαλτίου*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback