ορός altgriechisch ὁρός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, όλοι οι όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν έγγραφο συμβαδίζουν με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στα κριτήρια επιλεξιμότητας ENERGY STAR για υπολογιστές, έκδοση 5.0. | Sofern nicht anders angegeben, stimmen alle in diesem Dokument verwendeten Begriffe mit den in den für Computer Version 5.0 angegebenen Begriffsbestimmungen überein. Übersetzung bestätigt |
Επιπρόσθετοι όροι | Zusätzliche Begriffe Übersetzung bestätigt |
Στις επιστολές που εστάλησαν από τις ιταλικές αρχές οι όροι «μέση διάρκεια» και «διάρκεια» συχνά χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση παρότι αναφέρονται σε διαφορετικές έννοιες. | In den Schreiben der italienischen Behörden werden die Begriffe „durata media“ und „durata“ häufig unterschiedslos verwendet, obwohl damit unterschiedliche Konzepte gemeint sind. Übersetzung bestätigt |
Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην παρούσα απόφαση έχουν την ίδια έννοια με εκείνη που καθορίζεται στο άρθρο 1 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/16». | Die in Artikel 1 der Leitlinie EZB/2006/16 definierten Begriffe haben in diesem Beschluss die gleiche Bedeutung.“ Übersetzung bestätigt |
8 Αν και στο παρόν Πρότυπο χρησιμοποιούνται όροι όπως «λοιπά συνολικά έσοδα», «αποτελέσματα» και «συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα», μια οικονομική οντότητα μπορεί να περιγράφει τα σύνολα με άλλους όρους, εφόσον η έννοια παραμένει ξεκάθαρη. | 8 In diesem Standard werden die Begriffe „sonstiges Ergebnis“, „Gewinn oder Verlust“ und „Gesamtergebnis“ verwendet. Es steht einem Unternehmen jedoch frei, hierfür andere Bezeichnungen zu verwenden, solange deren Bedeutung klar verständlich ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ορόσημο |
οροσειρά |
όρος αναζήτησης |
οροσειρά μέσου ύψους |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Bedingung | die Bedingungen |
Genitiv | der Bedingung | der Bedingungen |
Dativ | der Bedingung | den Bedingungen |
Akkusativ | die Bedingung | die Bedingungen |
όρος ο [óros] : 1. κάθε κατάσταση, γεγονός ή ενέργεια που είναι απαραίτητα για να υπάρχει κτ. άλλο· προϋπόθεση: Bασικός ορός πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης είναι η ελευθερία. Tο κτίριο δεν πληροί τους απαραίτητους όρους για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο. (λόγ. έκφρ.) επί ίσοις* όροις. || ΦΡ εφ΄ όρου ζωής, όσο αυτή διαρκεί, για όλη τη διάρκεια της ζωής, για πάντα, ισόβια. α. απαραίτητη προϋπόθεση που εκφρά ζει τη θέληση ή την απαίτηση κάποιου: Mε / υπό τον όρο, υπό ορισμένες συνθήκες: Θα σε βοηθήσω υπό τον όρο ότι θα με βοηθήσεις κι εσύ. Mε / υπό όρους, με ορισμένες προϋποθέσεις: Συνεργασία υπό όρους. ορός ευνοϊ κός / δυσμενής για κπ. Yπαγορεύω / υποβάλλω τους όρους μου. Xωρίς όρους ή άνευ όρων. Παραδόθηκαν άνευ όρων. H άνευ όρων ένταξη. Οι όροι που θέτουν οι απαγωγείς είναι αδύνατο να γίνουν δεκτοί. β. οτιδήποτε καθορίζεται με σαφήνεια σε γραπτό και συνήθ. επίσημο κείμενο· διάταξη: Οι όροι ενός συμβολαίου / μιας συνθήκης / της ανακωχής. Οι όροι μιας διακρατικής συμφωνίας / συνθήκης. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.