Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



προκαλώ

προκαλώ altgriechisch προκαλέω / προκαλῶ πρό + καλέω / καλῶ


πνεύμα

πνεύμα altgriechisch πνεῦμα


πληροφορώ

πληροφορώ Koine-Griechisch πληροφορέω / πληροφορῶ altgriechisch πλήρης + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch renseigner)


πατρίδα

πατρίδα altgriechisch πατρίς


πατέρας

πατέρας altgriechisch πατήρ (αιτιατική: πατέρα) proto-indogermanisch *ph₂tḗr


ουσία

ουσία altgriechisch οὐσία


κύκλος

κύκλος altgriechisch κύκλος


αρχιτεκτονική

αρχιτεκτονική θηλυκό des altgriechischen ἀρχιτεκτονικὸς


άντρας

άντρας mittelgriechisch ἄντρας αιτιατική τὸν ἄνδρα της altgriechisch ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του νδ > ως [nd] με γραφή ντ>[1]


όροφος

όροφος altgriechisch ὄροφος ἐρέφω


κόρη

κόρη altgriechisch κόρη / κούρη indoeuropäisch (Wurzel) *ker- (αυξάνω)


επένδυση

επένδυση altgriechisch ἐπένδυσις


δηλώνω

δηλώνω altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω)


βάθος

βάθος altgriechisch βάθος βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)


μετατροπή

μετατροπή altgriechisch μετατροπή μετατρέπω μετά + τρέπω proto-indogermanisch *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) ((Lehnbedeutung) französisch conversion)


γάλα

γάλα altgriechisch γάλα


άλφα

άλφα altgriechisch ἄλφα φοινικική ???????????? (a-l-p) (=χιλιάδα) ???? (ʾaleph) πρωτοσιναϊτικό ιερογλυφικό (αρχαία αιγυπτιακά)


όραμα

όραμα altgriechisch ὅραμα


θερμοκρασία

θερμοκρασία altgriechisch θερμοκρασία θερμός + κρᾶσις


επιφάνεια

επιφάνεια altgriechisch ἐπιφάνεια ἐπιφαίνω ἐπί + φαίνω


διαγραφή

διαγραφή altgriechisch διαγραφή


βάσει

βάσει Katharevousa βάσει altgriechisch βάσει, δοτική του βάσις βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch sur la base de)


φυγή

φυγή altgriechisch φυγή


φροντίδα

φροντίδα mittelgriechisch φροντίδα altgriechisch φροντίς φρονέω / φρονῶ φρήν indoeuropäisch (Wurzel) *gʷʰren- (νους, ψυχή)


υπολογισμός

υπολογισμός altgriechisch ὑπολογισμός ὑπολογίζομαι


συμφέρον

συμφέρον altgriechisch συμφέρον, Maskulinum von συμφέρων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμφέρω συν- + φέρω


διακοπή

διακοπή altgriechisch διακοπή


γεύση

γεύση altgriechisch γεῦσις γεύομαι


σιγά

σιγά altgriechisch σιγῆ


ρεύμα

ρεύμα altgriechisch ῥεῦμα ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) 2-6: (Lehnbedeutung) französisch courant


πλην

πλην altgriechisch πλήν


μηδέν

μηδέν altgriechisch μηδὲ + ἕν[1]


θυμάρι

θυμάρι altgriechisch θύμος / θύμον


είδηση

είδηση altgriechisch εἴδησις οἶδα proto-indogermanisch *wóyde *weyd- (βλέπω) ((Lehnübersetzung) französisch information)


δυναμική

δυναμική (entlehnt aus) französisch dynamique Koine-Griechisch δυναμική, Femininum von δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι proto-indogermanisch *dewh₂-


φάρμακο

φάρμακο altgriechisch φάρμακον


συνεχίζω

συνεχίζω altgriechisch συνεχίζω


συνεδρίαση

συνεδρίαση mittelgriechisch συνεδρίασις συνεδριάζομαι Koine-Griechisch συνεδριάζω altgriechisch σύνεδρος σύν + ἕδρα ( (Lehnbedeutung) deutsch Sitzung)


ίδρυση

ίδρυση altgriechisch ἵδρυσις ἱδρύω proto-griechisch *heďďomai indoeuropäisch (Wurzel) *sed-ye- *sed- (κάθομαι)


ζώδιο

ζώδιο altgriechisch ζῴδιον


εξέταση

εξέταση altgriechisch ἐξέτασις


γενέθλια

γενέθλια altgriechisch γενέθλια γενέθλιος γενέθλη και γένεθλον γίγνομαι / γενεά + -θλον ή von αόριστο ἐγεννήθην του γεννάω-γεννῶ


εκτίμηση

εκτίμηση Koine-Griechisch ἐκτίμησις altgriechisch ἐκτιμάω


σκουλήκι

σκουλήκι altgriechisch σκώληξ


ποίηση

ποίηση altgriechisch ποίησις


νάνος

νάνος altgriechisch νᾶνος Onomatopoetikum[1]


όριο

όριο altgriechisch ὅριον, υποκοριστικό του ὅρος proto-griechisch *wórwos indoeuropäisch (Wurzel) *werw-


εργαστήριο

εργαστήριο altgriechisch ἐργαστήριον


ανασυγκρότηση

ανασυγκρότηση Katharevousa ἀνασυγκρότησις ανασυγκροτώ ανά + συγκροτώ altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ κροτέω / κροτῶ κρότος ((Lehnübersetzung) französisch reconstruction)


καταστροφή

καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή


έλλειψη

έλλειψη altgriechisch ἔλλειψις


έννοια

έννοια (λόγιο) altgriechisch ἔννοια ( ἐν (έν-) + νοῦς)


ποικιλία

ποικιλία altgriechisch ποικιλία


φεύγω

φεύγω altgriechisch φεύγω


εντολή

εντολή altgriechisch ἐντολή


ορισμός

ορισμός (λόγιο) altgriechisch ὁρισμός ὁρίζω ὅρος. Για τη σημασία «επιθυμία, διαταγή», Koine-Griechisch ὁρισμός (ψήφισμα, θέσπισμα)[1]


οδήγηση

οδήγηση Koine-Griechisch ὁδήγησις altgriechisch ὁδηγῶ ὁδός + -ηγῶ ἄγω


νωρίς

νωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


αναγνώριση

αναγνώριση altgriechisch ἀναγνώρισις ἀναγνωρίζω ἀνά + γνωρίζω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵneh₃- ((Lehnbedeutung) französisch reconnaisance)


πιο

πιο mittelgriechisch πλιό πλίο πλέο altgriechisch πλέον


επιστρέφω

επιστρέφω altgriechisch ἐπιστρέφω


ρυθμός

ρυθμός altgriechisch ῥυθμός ῥέω proto-indogermanisch *srew- (ρέω)


τεύχος

τεύχος Koine-Griechisch τεῦχος (=κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) altgriechisch τεῦχος (=εργαλείο, όπλο) τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) indoeuropäisch (Wurzel) *dheugh- (> τυγχάνω)


φτάνω

φτάνω altgriechisch φθάνω


μέτωπο

μέτωπο altgriechisch μέτωπον μετά + ὤψ indoeuropäisch (Wurzel) *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-


ένταση

ένταση altgriechisch ἔντασις ἐντείνω


συμφωνώ

συμφωνώ altgriechisch συμφωνῶ σύμφωνος συν + φωνή


υπογράφω

υπογράφω altgriechisch ὑπογράφω ὑπό + γράφω


φιλοξενία

φιλοξενία altgriechisch φιλοξενία φιλόξενος + -ία


τρόφιμο

τρόφιμο Koine-Griechisch τρόφιμον altgriechisch τρόφιμος


αφήνω

αφήνω altgriechisch ἀφίημι


απώλεια

απώλεια altgriechisch ἀπόλλυμι


μπαίνω

μπαίνω mittelgriechisch μπαίνω altgriechisch ἐμβαίνω


κτήμα

κτήμα altgriechisch κτῆμα


μνημόνιο

μνημόνιο Koine-Griechisch μνημόνιον altgriechisch μνήμων ((Lehnübersetzung) neulateinisch memorandum)


ακαδημία

ακαδημία altgriechisch Ἀκαδημία Ἀκάδημος πιθανόν *Fεκά-δημος ἑκάς «μακριά» + δῆμος


ιππότης

ιππότης altgriechisch ἱππότης


ψωμί

ψωμί mittelgriechisch ψωμίν ψωμίον (κομματάκι) altgriechisch ψωμός ψώω (τρίβω)


περιμένω

περιμένω altgriechisch περιμένω (περι- + μένω)


παράθυρο

παράθυρο altgriechisch παράθυρον Maskulinum von επιθέτου παράθυρος ως ουσ.


πλάτος

πλάτος altgriechisch πλάτος πλατύς


κρέας

κρέας altgriechisch κρέας


επανάσταση

επανάσταση (λόγιο) altgriechisch ἐπανάστα(σις) + -ση ἐπανίστημι ἐπί + ἀνίστημι ἀνά + ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂-


παγκόσμιος

παγκόσμιος altgriechisch παγκόσμιος πᾶς + κόσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε (παν-) παγ- + κόσμ(ος) + -ιος[1]


βότανο

βότανο mittelgriechisch βότανον altgriechisch βοτάνη


πρεσβεία

πρεσβεία altgriechisch πρεσβεία πρέσβυς (ηλικιωμένος, σεβαστός)


καταγωγή

καταγωγή (λόγιο) Koine-Griechisch καταγωγή altgriechisch καταγωγή (αποβίβαση)[1] κατάγω κατά + ἄγω, ἀγωγή


προσέγγιση

προσέγγιση Koine-Griechisch προσέγγισις altgriechisch προσεγγίζω πρός + ἐγγίζω ἐγγύς


σταθμός

σταθμός (λόγιο) altgriechisch σταθμός (χώρος στάθμευσης στρατιωτών, ταξιδιωτών) [1]


συνεργείο

συνεργείο Koine-Griechisch συνέργειον altgriechisch συνεργός σύν + ἔργον


σύλληψη

σύλληψη altgriechisch σύλληψις συλλαμβάνω


έδαφος

έδαφος (λόγιο) altgriechisch ἔδαφος. Για τη μεταφορική σημασία: (Lehnbedeutung) französisch terrain[1]


επισκέπτης

επισκέπτης altgriechisch ἐπισκέπτης ((Lehnbedeutung) französisch visiteur)


αλκή

αλκή altgriechisch ἀλκή


περιγιάλι

περιγιάλι mittelgriechisch περιγιάλι παραγιάλιν Koine-Griechisch παραιγιάλιος παρά + altgriechisch αἰγιαλός ἀΐσσω + ἅλς ( proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)


ένδυση

ένδυση Koine-Griechisch ἔνδυσις altgriechisch ἐνδύω ἐν + δύω


δικαιοσύνη

δικαιοσύνη altgriechisch δικαιοσύνη δίκαιος δίκη


αντίδραση

αντίδραση Koine-Griechisch ἀντίδρασις altgriechisch ἀντιδράω / ἀντιδρῶ ἀντί + δράω / δρῶ indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ- / drā- (δρω) ((Lehnbedeutung) französisch réaction)


έκρηξη

έκρηξη altgriechisch ἔκρηξις


συγγραφή

συγγραφή altgriechisch συγγραφή



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback