{το}  φάρμακο Subst.  [farmako]

{das}    Subst.
(7435)
{das}    Subst.
(951)
{die}    Subst.
(44)
{das}  
Heilmittel (ugs.)
  Subst.
(41)

Etymologie zu φάρμακο

φάρμακο altgriechisch φάρμακον


GriechischDeutsch
τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία ή στους χώρους παραγωγής της δραστικής ουσίας για ένα βιολογικό φάρμακο·Änderungen im Zusammenhang mit Änderungen des Herstellungsverfahrens oder -standorts des Wirkstoffs für ein biologisches Arzneimittel;

Übersetzung bestätigt

«οικείο κράτος μέλος»: το κράτος μέλος του οποίου η αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει την άδεια κυκλοφορίας για το υπό εξέταση φάρμακο·„betroffener Mitgliedstaat“ einen Mitgliedstaat, dessen zuständige Behörde eine Zulassung für das fragliche Arzneimittel erteilt hat;

Übersetzung bestätigt

Το προϊόν είναι παραδοσιακό βοτανοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένες ενδείξεις επί τη βάσει αποκλειστικά μακροχρόνιας χρήσης.Das Produkt ist ein traditionelles pflanzliches Arzneimittel zur Verwendung für spezifizierte Anwendungsgebiete ausschließlich aufgrund langjähriger Anwendung.

Übersetzung bestätigt

Παραδοσιακό βοτανοθεραπευτικό φάρμακο για τη συμπτωματική θεραπεία σπασμών που συνδέονται με την έμμηνο ρύση.Traditionelles pflanzliches Arzneimittel zur symptomatischen Behandlung leichter krampfartiger Regelbeschwerden

Übersetzung bestätigt

Παραδοσιακό βοτανοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται ως αποχρεμπτικό φάρμακο κατά του βήχα σε κρυολόγημα.Traditionelles pflanzliches Arzneimittel zur Anwendung als schleimlösendes Mittel bei Husten Verbindung mit Erkältungen

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu φάρμακο

φάρμακο το [fármako] : 1. ουσία ή παρασκεύασμα που διαθέτει ιδιότητες τέτοιες, ώστε να ανακουφίζει ή να θεραπεύει ασθένειες ή πόνους του οργανισμού και γενικότερα να αποκαθιστά την υγεία: Aνόργανα / οργανικά / φυτικά / βιολογικά φάρμακα. Γεωργικά φάρμακα, για την προστασία των φυτών ή για την καταπολέμηση των ασθενειών τους. Iσχυρό / δραστικό / αβλαβές φάρμακο. Γράφω / χορηγώ / διακόπτω ένα φάρμακο. Παρασκευή / χορήγηση / διακίνηση / κατανάλωση φαρμάκου. Σύνθεση / δοσολογία / ποσολογία φαρμάκου. Aνεπιθύμητες παρενέργειες ενός φαρμάκου. Παίρνω / πίνω ένα φάρμακο. φάρμακο κατά του πονοκέφαλου / πυρετού. Mην ξεχνάς να παίρνεις το φάρμακό σου. Tο πιο συνηθισμένο φάρμακο κατά της ελονοσίας ήταν το κινίνο. Είναι αλλεργικός στα φάρμακα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback