{η}  έκρηξη Subst.  [ekriksi, ekrhksh]

{die}    Subst.
(1994)
{der}    Subst.
(123)

Etymologie zu έκρηξη

έκρηξη altgriechisch ἔκρηξις


GriechischDeutsch
έκρηξη με ταχεία αλλαγή φάσης (ταχεία αλλαγή κατάστασης)Explosion mit schnellem Phasenübergang (schnelle Änderung des Aggregatzustandes)

Übersetzung bestätigt

έκρηξη από μη ελεγχόμενη αντίδραση (συνήθως εξώθερμη)Explosionen durch unkontrollierte Reaktion (normalerweise exotherm)

Übersetzung bestätigt

Στο ατύχημα ενέχεται έκρηξη;Kam es bei dem Unfall zu einer Explosion?

Übersetzung bestätigt

Σαφής και λεπτομερής περιγραφή του ατυχήματος, με την οποία αποσαφηνίζεται ο τύπος του ατυχήματος, π.χ. έκλυση, πυρκαγιά, έκρηξη κ.λπ., και επεξηγούνται οι περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτό, συμπεριλαμβανομένων γενικών πληροφοριών, όπως η ώρα, ο καιρός κ.λπ., καθώς και άλλων σχετικών πληροφοριών.Klare und ausführliche Beschreibung des Unfalls unter Angabe der Art des Unfalls, z. B. Stofffreisetzung, Brand, Explosion usw., und Erläuterung der Umstände, die zum Unfall führten, einschließlich allgemeiner Angaben zur Tageszeit, zum Wetter usw. sowie sonstige relevante Informationen.

Übersetzung bestätigt

Κάθε οργανικό υπεροξείδιο που έχει εκρηκτικές ιδιότητες και το οποίο, όπως είναι συσκευασμένο, ούτε εκρήγνυται ούτε αναφλέγεται γρήγορα, αλλά μπορεί να υπόκειται σε θερμική έκρηξη σε εκείνη τη συσκευασία ορίζεται ως οργανικό υπεροξείδιο ΤΥΠΟΥ B·Alle organischen Peroxide, die explosive Eigenschaften haben und in der Verpackung weder detonieren noch schnell deflagrieren, aber in dieser Verpackung zur thermischen Explosion neigen, gelten als organische Peroxide des TYPS B.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu έκρηξη

έκρηξη η [ékriksi] : 1.ο ακαριαίος, ολοκληρωτικός ή μερικός μετασχηματισμός μιας ουσίας σε αέρια, τα οποία, επίσης ακαριαία, διαστέλλονται σε όγκο πολύ μεγαλύτερο από τον αρχικό τους, προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα: έκρηξη πυρίτιδας / δυναμίτιδας. || έκρηξη οβίδας / φιάλης υγραερίου. || ακαριαία και ισχυρή θραύση περιβλήματος από εσωτερική δύναμη (πίεση): έκρηξη ατμολέβητα / θερμοσίφωνα. || έκρηξη ηφαιστείου, αιφνίδια έξοδος λάβας από τον κρατήρα του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback