έκρηξη altgriechisch ἔκρηξις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
έκρηξη με ταχεία αλλαγή φάσης (ταχεία αλλαγή κατάστασης) | Explosion mit schnellem Phasenübergang (schnelle Änderung des Aggregatzustandes) Übersetzung bestätigt |
έκρηξη από μη ελεγχόμενη αντίδραση (συνήθως εξώθερμη) | Explosionen durch unkontrollierte Reaktion (normalerweise exotherm) Übersetzung bestätigt |
Στο ατύχημα ενέχεται έκρηξη; | Kam es bei dem Unfall zu einer Explosion? Übersetzung bestätigt |
Σαφής και λεπτομερής περιγραφή του ατυχήματος, με την οποία αποσαφηνίζεται ο τύπος του ατυχήματος, π.χ. έκλυση, πυρκαγιά, έκρηξη κ.λπ., και επεξηγούνται οι περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτό, συμπεριλαμβανομένων γενικών πληροφοριών, όπως η ώρα, ο καιρός κ.λπ., καθώς και άλλων σχετικών πληροφοριών. | Klare und ausführliche Beschreibung des Unfalls unter Angabe der Art des Unfalls, z. B. Stofffreisetzung, Brand, Explosion usw., und Erläuterung der Umstände, die zum Unfall führten, einschließlich allgemeiner Angaben zur Tageszeit, zum Wetter usw. sowie sonstige relevante Informationen. Übersetzung bestätigt |
Κάθε οργανικό υπεροξείδιο που έχει εκρηκτικές ιδιότητες και το οποίο, όπως είναι συσκευασμένο, ούτε εκρήγνυται ούτε αναφλέγεται γρήγορα, αλλά μπορεί να υπόκειται σε θερμική έκρηξη σε εκείνη τη συσκευασία ορίζεται ως οργανικό υπεροξείδιο ΤΥΠΟΥ B· | Alle organischen Peroxide, die explosive Eigenschaften haben und in der Verpackung weder detonieren noch schnell deflagrieren, aber in dieser Verpackung zur thermischen Explosion neigen, gelten als organische Peroxide des TYPS B. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
έκρηξη ηφαιστείου |
έκρηξη πυρηνικής βόμβας |
Deutsche Synonyme |
---|
Eruption |
Ausbruch |
Detonation |
Explosion |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Explosion | die Explosionen |
Genitiv | der Explosion | der Explosionen |
Dativ | der Explosion | den Explosionen |
Akkusativ | die Explosion | die Explosionen |
έκρηξη η [ékriksi] : 1.ο ακαριαίος, ολοκληρωτικός ή μερικός μετασχηματισμός μιας ουσίας σε αέρια, τα οποία, επίσης ακαριαία, διαστέλλονται σε όγκο πολύ μεγαλύτερο από τον αρχικό τους, προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα: έκρηξη πυρίτιδας / δυναμίτιδας. || έκρηξη οβίδας / φιάλης υγραερίου. || ακαριαία και ισχυρή θραύση περιβλήματος από εσωτερική δύναμη (πίεση): έκρηξη ατμολέβητα / θερμοσίφωνα. || έκρηξη ηφαιστείου, αιφνίδια έξοδος λάβας από τον κρατήρα του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.