αφήνω Verb  [afino, afhnw]

  Verb
(277)
  Verb
(69)
  Verb
(30)
  Verb
(23)
  Verb
(19)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αφήνω

αφήνω altgriechisch ἀφίημι


GriechischDeutsch
Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι εδώ υπό αυτές τις συνθήκες και να πρέπει να δυσαρεστήσω πολλούς βουλευτές και να αφήνω τους Επιτρόπους να περιμένουν.Ich sitze hier nicht gerne unter diesen Umständen, die da wären, dass ich eine große Anzahl an Abgeordneten enttäuschen und zahlreiche Mitglieder der Kommission warten lassen muss.

Übersetzung bestätigt

Σας αφήνω, λοιπόν, απλώς να κρίνετε και αφήνω την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου να κρίνει για την ενδεχόμενη ηλιθιότητα αυτής της τροπολογίας.Deswegen möchte ich Sie und das Plenum über den eventuellen Unsinn dieses Änderungsantrages urteilen lassen.

Übersetzung bestätigt

Το ξέρω ήδη.. ότι θα το μετανιώσω μέχρι να <br />πεθάνω που σε αφήνω να φύγειςIch weiß... dass ich es bis zu meinem Tode bereuen würde, wenn ich dich gehen lassen würde.

Übersetzung nicht bestätigt

Όμως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η δουλειά μου είναι να αφήνω τις καλές λέξεις να βρουν τον δύσκολο δρόμο τους προς το λεξικό, και να κρατάω τις κακές λέξεις έξω από αυτό.Aber die Leute denken, dass es mein Job ist, die guten Wörter sicher nach links in das Wörterbuch abbiegen zu lassen, und die schlechten Wörter draußen zu halten.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αφήνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αφήνωαφήνουμε, αφήνομεαφήνομαιαφηνόμαστε
αφήνειςαφήνετεαφήνεσαιαφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνειαφήνουν(ε)αφήνεταιαφήνονται
Imper
fekt
άφηνααφήναμεαφηνόμουν(α)αφηνόμαστε, αφηνόμασταν
άφηνεςαφήνατεαφηνόσουν(α)αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
άφηνεάφηναν, αφήναν(ε)αφηνόταν(ε)αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aoristάφησααφήσαμεαφέθηκααφεθήκαμε
άφησεςαφήσατεαφέθηκεςαφεθήκατε
άφησεάφησαν, αφήσαν(ε)αφέθηκεαφέθηκαν, αφεθήκανε
Per
fekt
έχω αφήσει
έχω αφημένο
έχουμε αφήσει
έχουμε αφημένο
έχω αφεθεί
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφήσει
έχεις αφημένο
έχετε αφήσει
έχετε αφημένο
έχεις αφεθεί
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφήσει
έχει αφημένο
έχουν αφήσει
έχουν αφημένο
έχει αφεθεί
είναι αφημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί
είναι αφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αφήσει
είχα αφημένο
είχαμε αφήσει
είχαμε αφημένο
είχα αφεθεί
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφήσει
είχες αφημένο
είχατε αφήσει
είχατε αφημένο
είχες αφεθεί
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφήσει
είχε αφημένο
είχαν αφήσει
είχαν αφημένο
είχε αφεθεί
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αφήνωθα αφήνουμε, θα αφήνομεθα αφήνομαιθα αφηνόμαστε
θα αφήνειςθα αφήνετεθα αφήνεσαιθα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνειθα αφήνουν(ε)θα αφήνεταιθα αφήνονται
Fut
ur
θα αφήσωθα αφήσουμε, θα αφήσομεθα αφεθώθα αφεθούμε
θα αφήσειςθα αφήσετεθα αφεθείςθα αφεθείτε
θα αφήσειθα αφήσουν(ε)θα αφεθείθα αφεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αφήσει
θα έχω αφημένο
θα έχουμε αφήσει
θα έχουμε αφημένο
θα έχω αφεθεί
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί
θα είμαστε αφημένοι, -ες
θα έχεις αφήσει
θα έχεις αφημένο
θα έχετε αφήσει
θα έχετε αφημένο
θα έχεις αφεθεί
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφήσει
θα έχει αφημένο
θα έχουν αφήσει
θα έχουν αφημένο
θα έχει αφεθεί
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αφήνωνα αφήνουμε, να αφήνομενα αφήνομαινα αφηνόμαστε
να αφήνειςνα αφήνετενα αφήνεσαινα αφήνεστε, να αφηνόσαστε
να αφήνεινα αφήνουν(ε)να αφήνεταινα αφήνονται
Aoristνα αφήσωνα αφήσουμε, να αφήσομενα αφεθώνα αφεθούμε
να αφήσειςνα αφήσετενα αφεθείςνα αφεθείτε
να αφήσεινα αφήσουν(ε)να αφεθείνα αφεθούν(ε)
Perfνα έχω αφήσει
να έχω αφημένο
να έχουμε αφήσει
να έχουμε αφημένο
να έχω αφεθεί
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί
να είμαστε αφημένοι, -ες
να έχεις αφήσει
να έχεις αφημένο
να έχετε αφήσει
να έχετε αφημένο
να έχεις αφεθεί
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί
να είστε αφημένοι, -ες
να έχει αφήσει
να έχει αφημένο
να έχουν αφήσει
να έχουν αφημένο
να έχει αφεθεί
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάφηνεαφήνετεαφήνεστε
Aoristάφησε, άσεαφήστε, άστεαφεθείτε
Part
izip
Presαφήνοντας
Perfέχοντας αφήσει, έχοντας αφημένοαφημένος, -η, -οαφημένοι, -ες, -α
InfinAoristαφήσειαφεθεί

















Griechische Definition zu αφήνω

αφήνω [afíno] -ομαι Ρ αόρ. άφησα και (λαϊκότρ.) άφηκα & αφήκα, προστ. άφησε και άσε, πληθ. αφήστε και άστε, παθ. αόρ. αφέθηκα, μππ. αφημένος : 1.παύω να κρατώ κτ.: Kράτησέ το γερά και μην το αφήνεις. Δεν το άφησα επίτηδες, μου ΄πεσε. Kαι ο κόρακας άνοιξε το στόμα του κι άφησε το τυρί να πέσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback