unterlassen
 Verb

παραλείπω Verb
(0)
αφήνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich sollte was in Ihr Getränk tun, habe es aber unterlassen.Δεν έβαλα αυτό που μου είπε στο ποτό σας. Μα ποια είσαι;

Übersetzung nicht bestätigt

Das werden Sie unterlassen.Μην τολμήσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Als Präsident verlange ich, dass Sie das unterlassen.Ως Πρόεδρος, απαιτώ να σταματήσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Und unterlassen Sie alle Anspielungen, dann lasse ich es durch.Και διαγράψτε εκείνη την ανοησία" δυσαρμονία" κι' εγώ θα το στείλω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bitte Euch, schwört mir, Gefechte mit Christopher zu unterlassen.Σε ικετεύω, όχι ξιφομαχίες με τον Κρίστοφερ. Ορκίσου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραλείπωπαραλείπουμε, παραλείπομεπαραλείπομαιπαραλειπόμαστε
παραλείπειςπαραλείπετεπαραλείπεσαιπαραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπειπαραλείπουν(ε)παραλείπεταιπαραλείπονται
Imper
fekt
παρέλειπαπαραλείπαμεπαραλειπόμουν(α)παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παρέλειπεςπαραλείπατεπαραλειπόσουν(α)παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παρέλειπεπαρέλειπαν, παραλείπαν(ε)παραλειπόταν(ε)παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aoristπαρέλειψαπαραλείψαμεπαραλείφθηκα, παραλείφτηκαπαραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παρέλειψεςπαραλείψατεπαραλείφθηκες, παραλείφτηκεςπαραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παρέλειψεπαρέλειψαν, παραλείψαν(ε)παραλείφθηκε, παραλείφτηκεπαραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραλείψειέχουμε παραλείψειέχω παραλειφθεί/παραλειφτείέχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχεις παραλείψειέχετε παραλείψειέχεις παραλειφθεί/παραλειφτείέχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχει παραλείψειέχουν παραλείψειέχει παραλειφθεί/παραλειφτείέχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Plu
per
fekt
είχα παραλείψειείχαμε παραλείψειείχα παραλειφθεί/παραλειφτείείχαμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχες παραλείψειείχατε παραλείψειείχες παραλειφθεί/παραλειφτείείχατε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχε παραλείψειείχαν παραλείψειείχε παραλειφθεί/παραλειφτείείχαν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραλείπωθα παραλείπουμε, θα παραλείπομεθα παραλείπομαιθα παραλειπόμαστε
θα παραλείπειςθα παραλείπετεθα παραλείπεσαιθα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπειθα παραλείπουν(ε)θα παραλείπεταιθα παραλείπονται
Fut
ur
θα παραλείψωθα παραλείψουμε, θα παραλείψομεθα παραλειφθώ, θα παραλειφτώθα παραλειφθούμε, θα παραλειφτούμε
θα παραλείψειςθα παραλείψετεθα παραλειφθείς, θα παραλειφτείςθα παραλειφθείτε, θα παραλειφτείτε
θα παραλείψειθα παραλείψουν(ε)θα παραλειφθεί, θα παραλειφτείθα παραλειφθούν(ε), θα παραλειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραλείψειθα έχουμε παραλείψειθα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχεις παραλείψειθα έχετε παραλείψειθα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχει παραλείψειθα έχουν παραλείψειθα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραλείπωνα παραλείπουμε, να παραλείπομενα παραλείπομαινα παραλειπόμαστε
να παραλείπειςνα παραλείπετενα παραλείπεσαινα παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπεινα παραλείπουν(ε)να παραλείπεταινα παραλείπονται
Aoristνα παραλείψωνα παραλείψουμε, να παραλείψομενα παραλειφθώ, να παραλειφτώνα παραλειφθούμε, να παραλειφτούμε
να παραλείψειςνα παραλείψετενα παραλειφθείς, να παραλειφτείςνα παραλειφθείτε, να παραλειφτείτε
να παραλείψεινα παραλείψουν(ε)να παραλειφθεί, να παραλειφτείνα παραλειφθούν(ε), να παραλειφτούν(ε)
Perfνα έχω παραλείψεινα έχουμε παραλείψεινα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχεις παραλείψεινα έχετε παραλείψεινα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχει παραλείψεινα έχουν παραλείψεινα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Imper
ativ
Presπαράλειπεπαραλείπετεπαραλείπεστε
Aoristπαράλειψεπαραλείψτε, παραλείψετεπαραλείψουπαραλειφθείτε, παραλειφτείτε
Part
izip
Presπαραλείπονταςπαραλειπόμενος
Perfέχοντας παραλείψει
InfinAoristπαραλείψειπαραλειφθεί, παραλειφτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αφήνωαφήνουμε, αφήνομεαφήνομαιαφηνόμαστε
αφήνειςαφήνετεαφήνεσαιαφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνειαφήνουν(ε)αφήνεταιαφήνονται
Imper
fekt
άφηνααφήναμεαφηνόμουν(α)αφηνόμαστε, αφηνόμασταν
άφηνεςαφήνατεαφηνόσουν(α)αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
άφηνεάφηναν, αφήναν(ε)αφηνόταν(ε)αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aoristάφησααφήσαμεαφέθηκααφεθήκαμε
άφησεςαφήσατεαφέθηκεςαφεθήκατε
άφησεάφησαν, αφήσαν(ε)αφέθηκεαφέθηκαν, αφεθήκανε
Per
fekt
έχω αφήσει
έχω αφημένο
έχουμε αφήσει
έχουμε αφημένο
έχω αφεθεί
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφήσει
έχεις αφημένο
έχετε αφήσει
έχετε αφημένο
έχεις αφεθεί
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφήσει
έχει αφημένο
έχουν αφήσει
έχουν αφημένο
έχει αφεθεί
είναι αφημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί
είναι αφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αφήσει
είχα αφημένο
είχαμε αφήσει
είχαμε αφημένο
είχα αφεθεί
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφήσει
είχες αφημένο
είχατε αφήσει
είχατε αφημένο
είχες αφεθεί
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφήσει
είχε αφημένο
είχαν αφήσει
είχαν αφημένο
είχε αφεθεί
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αφήνωθα αφήνουμε, θα αφήνομεθα αφήνομαιθα αφηνόμαστε
θα αφήνειςθα αφήνετεθα αφήνεσαιθα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνειθα αφήνουν(ε)θα αφήνεταιθα αφήνονται
Fut
ur
θα αφήσωθα αφήσουμε, θα αφήσομεθα αφεθώθα αφεθούμε
θα αφήσειςθα αφήσετεθα αφεθείςθα αφεθείτε
θα αφήσειθα αφήσουν(ε)θα αφεθείθα αφεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αφήσει
θα έχω αφημένο
θα έχουμε αφήσει
θα έχουμε αφημένο
θα έχω αφεθεί
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί
θα είμαστε αφημένοι, -ες
θα έχεις αφήσει
θα έχεις αφημένο
θα έχετε αφήσει
θα έχετε αφημένο
θα έχεις αφεθεί
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφήσει
θα έχει αφημένο
θα έχουν αφήσει
θα έχουν αφημένο
θα έχει αφεθεί
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αφήνωνα αφήνουμε, να αφήνομενα αφήνομαινα αφηνόμαστε
να αφήνειςνα αφήνετενα αφήνεσαινα αφήνεστε, να αφηνόσαστε
να αφήνεινα αφήνουν(ε)να αφήνεταινα αφήνονται
Aoristνα αφήσωνα αφήσουμε, να αφήσομενα αφεθώνα αφεθούμε
να αφήσειςνα αφήσετενα αφεθείςνα αφεθείτε
να αφήσεινα αφήσουν(ε)να αφεθείνα αφεθούν(ε)
Perfνα έχω αφήσει
να έχω αφημένο
να έχουμε αφήσει
να έχουμε αφημένο
να έχω αφεθεί
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί
να είμαστε αφημένοι, -ες
να έχεις αφήσει
να έχεις αφημένο
να έχετε αφήσει
να έχετε αφημένο
να έχεις αφεθεί
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί
να είστε αφημένοι, -ες
να έχει αφήσει
να έχει αφημένο
να έχουν αφήσει
να έχουν αφημένο
να έχει αφεθεί
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάφηνεαφήνετεαφήνεστε
Aoristάφησε, άσεαφήστε, άστεαφεθείτε
Part
izip
Presαφήνοντας
Perfέχοντας αφήσει, έχοντας αφημένοαφημένος, -η, -οαφημένοι, -ες, -α
InfinAoristαφήσειαφεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback