auslassen
 Verb

επιβάλλω Verb
(0)
ξεσπώ Verb
(0)
παραλείπω Verb
(0)
φαρδαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das können Sie auslassen.Μπορούσατε να το παραλείψετε αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Lass uns das auslassen, abgemacht?Ας το αφαιρέσουμε αυτό, είναι ανάγκη;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich dir 20.000 Pfund für jeden krepierten Punkt bieten würde, lehnst du ab oder berechnest du, wieviel Punkte du noch auslassen kannst.Αν σου έδινα 20.000 λίρες για κάθε τελεία... θα μου έλεγες να κρατήσω τα λεφτά μου... ή θα λογάριαζες πόσες τελείες μπορούσες να ξεφορτωθείς;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn sie es an jemandem auslassen muss, dann lieber an mir.Τέλος πάντων, αν πρέπει να τα βάλει με κάποιον, θα προτιμούσα να είμαι εγώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Brad, wir wollten dir sagen, dass wir die Kleinstädte auslassen müssen.Θα σε ειδοποιήσουμε, Μπραντ... Θα πρέπει να παρακάμψουμε τα χωριά και τις κωμοπόλεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιβάλλωεπιβάλλουμε, επιβάλλομεεπιβάλλομαιεπιβαλλόμαστε
επιβάλλειςεπιβάλλετεεπιβάλλεσαιεπιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε
επιβάλλειεπιβάλλουν(ε)επιβάλλεταιεπιβάλλονται
Imper
fekt
επέβαλλαεπιβάλλαμεεπιβαλλόμουν(α)επιβαλλόμαστε
επέβαλλεςεπιβάλλατεεπιβαλλόσουν(α)επιβαλλόσαστε
επέβαλλεεπέβαλλαν, επιβάλλαν(ε)επιβαλλόταν(ε)επιβάλλονταν
Aoristεπέβαλαεπιβάλαμεεπιβλήθηκαεπιβληθήκαμε
επέβαλεςεπιβάλατεεπιβλήθηκεςεπιβληθήκατε
επέβαλεεπέβαλαν, επιβάλαν(ε)επιβλήθηκεεπιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιβάλειέχουμε επιβάλειέχω επιβληθεί
είμαι επιβεβλημένος, -η
έχουμε επιβληθεί
είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
έχεις επιβάλειέχετε επιβάλειέχεις επιβληθεί
είσαι επιβεβλημένος, -η
έχετε επιβληθεί
είστε επιβεβλημένοι, -ες
έχει επιβάλειέχουν επιβάλειέχει επιβληθεί
είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
έχουν επιβληθεί
είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα επιβάλειείχαμε επιβάλειείχα επιβληθεί
ήμουν επιβεβλημένος, -η
είχαμε επιβληθεί
ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχες επιβάλειείχατε επιβάλειείχες επιβληθεί
ήσουν επιβεβλημένος, -η
είχατε επιβληθεί
ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχε επιβάλειείχαν επιβάλειείχε επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο
είχαν επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιβάλλωθα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομεθα επιβάλλομαιθα επιβαλλόμαστε
θα επιβάλλειςθα επιβάλλετεθα επιβάλλεσαιθα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε
θα επιβάλλειθα επιβάλλουν(ε)θα επιβάλλεταιθα επιβάλλονται
Fut
ur
θα επιβάλωθα επιβάλουμε, θα επιβάλομεθα επιβληθώθα επιβληθούμε
θα επιβάλειςθα επιβάλετεθα επιβληθείςθα επιβληθείτε
θα επιβάλειθα επιβάλουν(ε)θα επιβληθείθα επιβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιβάλειθα έχουμε επιβάλειθα έχω επιβληθεί
θα είμαι επιβεβλημένος, -η
θα έχουμε επιβληθεί
θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχεις επιβάλειθα έχετε επιβάλειθα έχεις επιβληθεί
θα είσαι επιβεβλημένος, -η
θα έχετε επιβάλει
θα είστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχει επιβάλειθα έχουν επιβάλειθα έχει επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιβάλλωνα επιβάλλουμε, να επιβάλλομενα επιβάλλομαινα επιβαλλόμαστε
να επιβάλλειςνα επιβάλλετενα επιβάλλεσαινα επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε
να επιβάλλεινα επιβάλλουνενα επιβάλλεταινα επιβάλλονται
Aoristνα επιβάλωνα επιβάλουμενα επιβληθώνα επιβληθούμε
να επιβάλειςνα επιβάλετενα επιβληθείςνα επιβληθείτε
να επιβάλεινα επιβάλουν(ε)να επιβληθείνα επιβληθούν(ε)
Perfνα έχω επιβάλεινα έχουμε επιβάλεινα έχω επιβληθεί
να είμαι επιβεβλημένος, -η
να έχουμε επιβληθεί
να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχεις επιβάλεινα έχετε επιβάλεινα έχεις επιβληθεί
να είσαι επιβεβλημένος, -η
να έχετε επιβληθεί
να είστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχει επιβάλεινα έχουν επιβάλεινα έχει επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεπίβαλλεεπιβάλλετεεπιβάλλεστε
Aoristεπίβαλεεπιβάλετεεπιβληθείτε
Part
izip
Presεπιβάλλονταςεπιβαλλόμενος
Perfέχοντας επιβάλειεπιβεβλημένος, -η, -οεπιβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristεπιβάλειεπιβληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραλείπωπαραλείπουμε, παραλείπομεπαραλείπομαιπαραλειπόμαστε
παραλείπειςπαραλείπετεπαραλείπεσαιπαραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπειπαραλείπουν(ε)παραλείπεταιπαραλείπονται
Imper
fekt
παρέλειπαπαραλείπαμεπαραλειπόμουν(α)παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παρέλειπεςπαραλείπατεπαραλειπόσουν(α)παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παρέλειπεπαρέλειπαν, παραλείπαν(ε)παραλειπόταν(ε)παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aoristπαρέλειψαπαραλείψαμεπαραλείφθηκα, παραλείφτηκαπαραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παρέλειψεςπαραλείψατεπαραλείφθηκες, παραλείφτηκεςπαραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παρέλειψεπαρέλειψαν, παραλείψαν(ε)παραλείφθηκε, παραλείφτηκεπαραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραλείψειέχουμε παραλείψειέχω παραλειφθεί/παραλειφτείέχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχεις παραλείψειέχετε παραλείψειέχεις παραλειφθεί/παραλειφτείέχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχει παραλείψειέχουν παραλείψειέχει παραλειφθεί/παραλειφτείέχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Plu
per
fekt
είχα παραλείψειείχαμε παραλείψειείχα παραλειφθεί/παραλειφτείείχαμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχες παραλείψειείχατε παραλείψειείχες παραλειφθεί/παραλειφτείείχατε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχε παραλείψειείχαν παραλείψειείχε παραλειφθεί/παραλειφτείείχαν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραλείπωθα παραλείπουμε, θα παραλείπομεθα παραλείπομαιθα παραλειπόμαστε
θα παραλείπειςθα παραλείπετεθα παραλείπεσαιθα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπειθα παραλείπουν(ε)θα παραλείπεταιθα παραλείπονται
Fut
ur
θα παραλείψωθα παραλείψουμε, θα παραλείψομεθα παραλειφθώ, θα παραλειφτώθα παραλειφθούμε, θα παραλειφτούμε
θα παραλείψειςθα παραλείψετεθα παραλειφθείς, θα παραλειφτείςθα παραλειφθείτε, θα παραλειφτείτε
θα παραλείψειθα παραλείψουν(ε)θα παραλειφθεί, θα παραλειφτείθα παραλειφθούν(ε), θα παραλειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραλείψειθα έχουμε παραλείψειθα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχεις παραλείψειθα έχετε παραλείψειθα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχει παραλείψειθα έχουν παραλείψειθα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραλείπωνα παραλείπουμε, να παραλείπομενα παραλείπομαινα παραλειπόμαστε
να παραλείπειςνα παραλείπετενα παραλείπεσαινα παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπεινα παραλείπουν(ε)να παραλείπεταινα παραλείπονται
Aoristνα παραλείψωνα παραλείψουμε, να παραλείψομενα παραλειφθώ, να παραλειφτώνα παραλειφθούμε, να παραλειφτούμε
να παραλείψειςνα παραλείψετενα παραλειφθείς, να παραλειφτείςνα παραλειφθείτε, να παραλειφτείτε
να παραλείψεινα παραλείψουν(ε)να παραλειφθεί, να παραλειφτείνα παραλειφθούν(ε), να παραλειφτούν(ε)
Perfνα έχω παραλείψεινα έχουμε παραλείψεινα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχεις παραλείψεινα έχετε παραλείψεινα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχει παραλείψεινα έχουν παραλείψεινα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Imper
ativ
Presπαράλειπεπαραλείπετεπαραλείπεστε
Aoristπαράλειψεπαραλείψτε, παραλείψετεπαραλείψουπαραλειφθείτε, παραλειφτείτε
Part
izip
Presπαραλείπονταςπαραλειπόμενος
Perfέχοντας παραλείψει
InfinAoristπαραλείψειπαραλειφθεί, παραλειφτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φαρδαίνωφαρδαίνουμε, φαρδαίνομε
φαρδαίνειςφαρδαίνετε
φαρδαίνειφαρδαίνουν(ε)
Imper
fekt
φάρδαιναφαρδαίναμε
φάρδαινεςφαρδαίνατε
φάρδαινεφάρδαιναν, φαρδαίναν(ε)
Aoristφάρδυναφαρδύναμε
φάρδυνεςφαρδύνατε
φάρδυνεφάρδυναν, φαρδύναν(ε)
Per
fekt
έχω φαρδύνειέχουμε φαρδύνει
έχεις φαρδύνειέχετε φαρδύνει
έχει φαρδύνειέχουν φαρδύνει
Plu
per
fekt
είχα φαρδύνειείχαμε φαρδύνει
είχες φαρδύνειείχατε φαρδύνει
είχε φαρδύνειείχαν φαρδύνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φαρδαίνωθα φαρδαίνουμε, θα φαρδαίνομε
θα φαρδαίνειςθα φαρδαίνετε
θα φαρδαίνειθα φαρδαίνουν(ε)
Fut
ur
θα φαρδύνωθα φαρδύνουμε, θα φαρδύνομε
θα φαρδύνειςθα φαρδύνετε
θα φαρδύνειθα φαρδύνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φαρδύνειθα έχουμε φαρδύνει
θα έχεις φαρδύνειθα έχετε φαρδύνει
θα έχει φαρδύνειθα έχουν φαρδύνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φαρδαίνωνα φαρδαίνουμε, να φαρδαίνομε
να φαρδαίνειςνα φαρδαίνετε
να φαρδαίνεινα φαρδαίνουν(ε)
Aoristνα φαρδύνωνα φαρδύνουμε, να φαρδύνομε
να φαρδύνειςνα φαρδύνετε
να φαρδύνεινα φαρδύνουν(ε)
Perfνα έχω φαρδύνεινα έχουμε φαρδύνει
να έχεις φαρδύνεινα έχετε φαρδύνει
να έχει φαρδύνεινα έχουν φαρδύνει
Imper
ativ
Presφάρδαινεφαρδαίνετε
Aoristφάρδυνεφαρδύνετε
Part
izip
Presφαρδαίνοντας
Perfέχοντας φαρδύνει
InfinAoristφαρδύνει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback