επιβάλλω Verb  [epivallo, epiballw]

  Verb
(7)
  Verb
(5)
  Verb
(4)
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επιβάλλω

επιβάλλω (λόγιο) altgriechisch ἐπιβάλλω (ρίχνω επάνω) ἐπί (επι-) + βάλλω, (Lehnbedeutung) französisch imposer[1]


GriechischDeutsch
Δεν μπορώ, λοιπόν, να τους επιβάλλω ότι πρέπει να δαπανήσουν, ας πούμε, στην εκπαίδευση.Ich kann ihnen also nichts aufzwingen und sagen: Sie müssen im Bildungssektor tätig werden.

Übersetzung bestätigt

Μπορώ να κάνω προτάσεις, αλλά δεν μπορώ να τους επιβάλλω πράγματα.Ich kann Empfehlungen geben, aber ihnen nichts aufzwingen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu επιβάλλω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιβάλλωεπιβάλλουμε, επιβάλλομεεπιβάλλομαιεπιβαλλόμαστε
επιβάλλειςεπιβάλλετεεπιβάλλεσαιεπιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε
επιβάλλειεπιβάλλουν(ε)επιβάλλεταιεπιβάλλονται
Imper
fekt
επέβαλλαεπιβάλλαμεεπιβαλλόμουν(α)επιβαλλόμαστε
επέβαλλεςεπιβάλλατεεπιβαλλόσουν(α)επιβαλλόσαστε
επέβαλλεεπέβαλλαν, επιβάλλαν(ε)επιβαλλόταν(ε)επιβάλλονταν
Aoristεπέβαλαεπιβάλαμεεπιβλήθηκαεπιβληθήκαμε
επέβαλεςεπιβάλατεεπιβλήθηκεςεπιβληθήκατε
επέβαλεεπέβαλαν, επιβάλαν(ε)επιβλήθηκεεπιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιβάλειέχουμε επιβάλειέχω επιβληθεί
είμαι επιβεβλημένος, -η
έχουμε επιβληθεί
είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
έχεις επιβάλειέχετε επιβάλειέχεις επιβληθεί
είσαι επιβεβλημένος, -η
έχετε επιβληθεί
είστε επιβεβλημένοι, -ες
έχει επιβάλειέχουν επιβάλειέχει επιβληθεί
είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
έχουν επιβληθεί
είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα επιβάλειείχαμε επιβάλειείχα επιβληθεί
ήμουν επιβεβλημένος, -η
είχαμε επιβληθεί
ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχες επιβάλειείχατε επιβάλειείχες επιβληθεί
ήσουν επιβεβλημένος, -η
είχατε επιβληθεί
ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχε επιβάλειείχαν επιβάλειείχε επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο
είχαν επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιβάλλωθα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομεθα επιβάλλομαιθα επιβαλλόμαστε
θα επιβάλλειςθα επιβάλλετεθα επιβάλλεσαιθα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε
θα επιβάλλειθα επιβάλλουν(ε)θα επιβάλλεταιθα επιβάλλονται
Fut
ur
θα επιβάλωθα επιβάλουμε, θα επιβάλομεθα επιβληθώθα επιβληθούμε
θα επιβάλειςθα επιβάλετεθα επιβληθείςθα επιβληθείτε
θα επιβάλειθα επιβάλουν(ε)θα επιβληθείθα επιβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιβάλειθα έχουμε επιβάλειθα έχω επιβληθεί
θα είμαι επιβεβλημένος, -η
θα έχουμε επιβληθεί
θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχεις επιβάλειθα έχετε επιβάλειθα έχεις επιβληθεί
θα είσαι επιβεβλημένος, -η
θα έχετε επιβάλει
θα είστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχει επιβάλειθα έχουν επιβάλειθα έχει επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιβάλλωνα επιβάλλουμε, να επιβάλλομενα επιβάλλομαινα επιβαλλόμαστε
να επιβάλλειςνα επιβάλλετενα επιβάλλεσαινα επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε
να επιβάλλεινα επιβάλλουνενα επιβάλλεταινα επιβάλλονται
Aoristνα επιβάλωνα επιβάλουμενα επιβληθώνα επιβληθούμε
να επιβάλειςνα επιβάλετενα επιβληθείςνα επιβληθείτε
να επιβάλεινα επιβάλουν(ε)να επιβληθείνα επιβληθούν(ε)
Perfνα έχω επιβάλεινα έχουμε επιβάλεινα έχω επιβληθεί
να είμαι επιβεβλημένος, -η
να έχουμε επιβληθεί
να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχεις επιβάλεινα έχετε επιβάλεινα έχεις επιβληθεί
να είσαι επιβεβλημένος, -η
να έχετε επιβληθεί
να είστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχει επιβάλεινα έχουν επιβάλεινα έχει επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεπίβαλλεεπιβάλλετεεπιβάλλεστε
Aoristεπίβαλεεπιβάλετεεπιβληθείτε
Part
izip
Presεπιβάλλονταςεπιβαλλόμενος
Perfέχοντας επιβάλειεπιβεβλημένος, -η, -οεπιβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristεπιβάλειεπιβληθεί

















Griechische Definition zu επιβάλλω

επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος* : 1α.υποχρεώνω κπ. να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: επιβάλλω τη γνώμη / τις απόψεις / τους όρους μου. επιβάλλω πειθαρχία. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: επιβάλλω κυρώσεις / πρόστιμο σε κπ. H κυβέρνηση δε θα επιβάλει νέους φόρους. Tο δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Επεβλήθησαν βαρύτατα πρόστιμα. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: Επιβλήθηκε δικτατορία. β. καθιστώ κτ. αναγκαίο ή απαραίτητο: H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων. Ύστερα από σκληρή εργασία η ανάπαυση επιβάλλεται. γ. (απρόσ.): Επιβάλλεται να…, πρέπει οπωσδήποτε να…: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback