επιβάλλω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die Sicherheit der Grenze hängt davon ab, diesem Verrückten Einhalt zu gebieten. | Η ασφάλεια των συνόρων εξαρτάται από την οριστική συντριβή αυτού του τρελού. Übersetzung nicht bestätigt |
Als Waffenmeister tue ich kund, um zu wissen, wenn einer der Kombattanten die ritterlichen Regeln verlässt, werde ich sofort Einhalt gebieten. | Ως Αρχων της κονταρομαχιας, σας γνωριζω οτι... Οτι αν καποιος απο τους μονομαχους παραβει τους κανονες της Ιπποσυνης... Θα φωναξω, "Αχρειος δειλος"....και μολις ριξω το ροπαλο μου στο εδαφος.... Übersetzung nicht bestätigt |
Wir müssen ihm Einhalt gebieten. | Θα συνεχίσει μέχρι να τον σταματήσουμε. Übersetzung nicht bestätigt |
das Wissen über die Ignoranz triumphiert und die Wissenschaft über Prinzen und Millionäre gebieten wird. | Που η γνώση θα επιβληθεί στην άγνοια. Και που οι επιστήμονες θ'αξίζουν περισσότερο... από πρίγκιπες κι εκατομμυριούχους. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Wissenschaft soll über Millionäre gebieten! Das ist doch Schwachsinn. | Οι επιστήμονες μεγαλύτερης αξίας από τους εκατομμυριούχους; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
gebieten |
voraussetzen |
erfordern |
bedingen |
erheischen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιβάλλω | επιβάλλουμε, επιβάλλομε | επιβάλλομαι | επιβαλλόμαστε |
επιβάλλεις | επιβάλλετε | επιβάλλεσαι | επιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε | ||
επιβάλλει | επιβάλλουν(ε) | επιβάλλεται | επιβάλλονται | ||
Imper fekt | επέβαλλα | επιβάλλαμε | επιβαλλόμουν(α) | επιβαλλόμαστε | |
επέβαλλες | επιβάλλατε | επιβαλλόσουν(α) | επιβαλλόσαστε | ||
επέβαλλε | επέβαλλαν, επιβάλλαν(ε) | επιβαλλόταν(ε) | επιβάλλονταν | ||
Aorist | επέβαλα | επιβάλαμε | επιβλήθηκα | επιβληθήκαμε | |
επέβαλες | επιβάλατε | επιβλήθηκες | επιβληθήκατε | ||
επέβαλε | επέβαλαν, επιβάλαν(ε) | επιβλήθηκε | επιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω επιβάλει | έχουμε επιβάλει | έχω επιβληθεί είμαι επιβεβλημένος, -η | έχουμε επιβληθεί είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
έχεις επιβάλει | έχετε επιβάλει | έχεις επιβληθεί είσαι επιβεβλημένος, -η | έχετε επιβληθεί είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
έχει επιβάλει | έχουν επιβάλει | έχει επιβληθεί είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | έχουν επιβληθεί είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα επιβάλει | είχαμε επιβάλει | είχα επιβληθεί ήμουν επιβεβλημένος, -η | είχαμε επιβληθεί ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
είχες επιβάλει | είχατε επιβάλει | είχες επιβληθεί ήσουν επιβεβλημένος, -η | είχατε επιβληθεί ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
είχε επιβάλει | είχαν επιβάλει | είχε επιβληθεί ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο | είχαν επιβληθεί ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιβάλλω | θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομε | θα επιβάλλομαι | θα επιβαλλόμαστε | |
θα επιβάλλεις | θα επιβάλλετε | θα επιβάλλεσαι | θα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε | ||
θα επιβάλλει | θα επιβάλλουν(ε) | θα επιβάλλεται | θα επιβάλλονται | ||
Fut ur | θα επιβάλω | θα επιβάλουμε, θα επιβάλομε | θα επιβληθώ | θα επιβληθούμε | |
θα επιβάλεις | θα επιβάλετε | θα επιβληθείς | θα επιβληθείτε | ||
θα επιβάλει | θα επιβάλουν(ε) | θα επιβληθεί | θα επιβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιβάλει | θα έχουμε επιβάλει | θα έχω επιβληθεί θα είμαι επιβεβλημένος, -η | θα έχουμε επιβληθεί θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις επιβάλει | θα έχετε επιβάλει | θα έχεις επιβληθεί θα είσαι επιβεβλημένος, -η | θα έχετε επιβάλει θα είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει επιβάλει | θα έχουν επιβάλει | θα έχει επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιβάλλω | να επιβάλλουμε, να επιβάλλομε | να επιβάλλομαι | να επιβαλλόμαστε |
να επιβάλλεις | να επιβάλλετε | να επιβάλλεσαι | να επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε | ||
να επιβάλλει | να επιβάλλουνε | να επιβάλλεται | να επιβάλλονται | ||
Aorist | να επιβάλω | να επιβάλουμε | να επιβληθώ | να επιβληθούμε | |
να επιβάλεις | να επιβάλετε | να επιβληθείς | να επιβληθείτε | ||
να επιβάλει | να επιβάλουν(ε) | να επιβληθεί | να επιβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω επιβάλει | να έχουμε επιβάλει | να έχω επιβληθεί να είμαι επιβεβλημένος, -η | να έχουμε επιβληθεί να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις επιβάλει | να έχετε επιβάλει | να έχεις επιβληθεί να είσαι επιβεβλημένος, -η | να έχετε επιβληθεί να είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει επιβάλει | να έχουν επιβάλει | να έχει επιβληθεί να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν επιβληθεί να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | επίβαλλε | επιβάλλετε | επιβάλλεστε | |
Aorist | επίβαλε | επιβάλετε | επιβληθείτε | ||
Part izip | Pres | επιβάλλοντας | επιβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας επιβάλει | επιβεβλημένος, -η, -ο | επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | επιβάλει | επιβληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.