επιβάλλω Verb (4) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich habe alle Umstände berücksichtigt und mir bleibt keine andere Wahl, als die Höchststrafe zu verhängen. | Λαμβάνοντας υπόψιν... τις συνθήκες της υπόθεσης, δεν έχω άλλη επιλογή... παρά να σας επιβάλλω τη μέγιστη ποινή. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich muss die härteste Strafe verhängen. | Σύμφωνα με το νόμο της Επαρχίας, είμαι υποχρεωμένη... να επιβάλλω τη βαρύτερη, δυνατή, τιμωρία. Übersetzung nicht bestätigt |
Wie kann ich über die Jugendlichen ein Ausgehverbot verhängen, wenn ich es in meinem eigenen Haus nicht kann? | Πως μπορώ να επιβάλλω απαγόρευση κυκλοφορίας στους νέους της ενορίας μου αν δεν μπορώ να την επιβάλλω στο ίδιο μου το σπίτι; Übersetzung nicht bestätigt |
Du bittest mich, ein Todesurteil zu verhängen. | Κι όμως εσύ μου ζητάς να επιβάλλω θανατική ποινή. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verhänge | ||
du | verhängst | |||
er, sie, es | verhängt | |||
Präteritum | ich | verhängte | ||
Konjunktiv II | ich | verhängte | ||
Imperativ | Singular | verhäng! verhänge! | ||
Plural | verhängt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verhängt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verhängen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιβάλλω | επιβάλλουμε, επιβάλλομε | επιβάλλομαι | επιβαλλόμαστε |
επιβάλλεις | επιβάλλετε | επιβάλλεσαι | επιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε | ||
επιβάλλει | επιβάλλουν(ε) | επιβάλλεται | επιβάλλονται | ||
Imper fekt | επέβαλλα | επιβάλλαμε | επιβαλλόμουν(α) | επιβαλλόμαστε | |
επέβαλλες | επιβάλλατε | επιβαλλόσουν(α) | επιβαλλόσαστε | ||
επέβαλλε | επέβαλλαν, επιβάλλαν(ε) | επιβαλλόταν(ε) | επιβάλλονταν | ||
Aorist | επέβαλα | επιβάλαμε | επιβλήθηκα | επιβληθήκαμε | |
επέβαλες | επιβάλατε | επιβλήθηκες | επιβληθήκατε | ||
επέβαλε | επέβαλαν, επιβάλαν(ε) | επιβλήθηκε | επιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω επιβάλει | έχουμε επιβάλει | έχω επιβληθεί είμαι επιβεβλημένος, -η | έχουμε επιβληθεί είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
έχεις επιβάλει | έχετε επιβάλει | έχεις επιβληθεί είσαι επιβεβλημένος, -η | έχετε επιβληθεί είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
έχει επιβάλει | έχουν επιβάλει | έχει επιβληθεί είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | έχουν επιβληθεί είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα επιβάλει | είχαμε επιβάλει | είχα επιβληθεί ήμουν επιβεβλημένος, -η | είχαμε επιβληθεί ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
είχες επιβάλει | είχατε επιβάλει | είχες επιβληθεί ήσουν επιβεβλημένος, -η | είχατε επιβληθεί ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
είχε επιβάλει | είχαν επιβάλει | είχε επιβληθεί ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο | είχαν επιβληθεί ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιβάλλω | θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομε | θα επιβάλλομαι | θα επιβαλλόμαστε | |
θα επιβάλλεις | θα επιβάλλετε | θα επιβάλλεσαι | θα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε | ||
θα επιβάλλει | θα επιβάλλουν(ε) | θα επιβάλλεται | θα επιβάλλονται | ||
Fut ur | θα επιβάλω | θα επιβάλουμε, θα επιβάλομε | θα επιβληθώ | θα επιβληθούμε | |
θα επιβάλεις | θα επιβάλετε | θα επιβληθείς | θα επιβληθείτε | ||
θα επιβάλει | θα επιβάλουν(ε) | θα επιβληθεί | θα επιβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιβάλει | θα έχουμε επιβάλει | θα έχω επιβληθεί θα είμαι επιβεβλημένος, -η | θα έχουμε επιβληθεί θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις επιβάλει | θα έχετε επιβάλει | θα έχεις επιβληθεί θα είσαι επιβεβλημένος, -η | θα έχετε επιβάλει θα είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει επιβάλει | θα έχουν επιβάλει | θα έχει επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιβάλλω | να επιβάλλουμε, να επιβάλλομε | να επιβάλλομαι | να επιβαλλόμαστε |
να επιβάλλεις | να επιβάλλετε | να επιβάλλεσαι | να επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε | ||
να επιβάλλει | να επιβάλλουνε | να επιβάλλεται | να επιβάλλονται | ||
Aorist | να επιβάλω | να επιβάλουμε | να επιβληθώ | να επιβληθούμε | |
να επιβάλεις | να επιβάλετε | να επιβληθείς | να επιβληθείτε | ||
να επιβάλει | να επιβάλουν(ε) | να επιβληθεί | να επιβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω επιβάλει | να έχουμε επιβάλει | να έχω επιβληθεί να είμαι επιβεβλημένος, -η | να έχουμε επιβληθεί να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις επιβάλει | να έχετε επιβάλει | να έχεις επιβληθεί να είσαι επιβεβλημένος, -η | να έχετε επιβληθεί να είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει επιβάλει | να έχουν επιβάλει | να έχει επιβληθεί να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν επιβληθεί να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | επίβαλλε | επιβάλλετε | επιβάλλεστε | |
Aorist | επίβαλε | επιβάλετε | επιβληθείτε | ||
Part izip | Pres | επιβάλλοντας | επιβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας επιβάλει | επιβεβλημένος, -η, -ο | επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | επιβάλει | επιβληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.