aufbrummen
 (ugs.)  Verb

φορτώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn die mir wegen einem gescheiterten Fluchtversuch Einzelhaft aufbrummen dann soll es mein eigener Fehler sein und nicht der von einem anderen.Αν πάω στην απομόνωση για αποτυχημένη απόδραση ... θέλω να φταίω εγώ. Κατάλαβες;

Übersetzung nicht bestätigt

Was können die mir aufbrummen?Πόσα μπορεί να φάω;

Übersetzung nicht bestätigt

Weißt du, was die mir aufbrummen würden?Κουράγιο! Έλα Ζιζέλ,

Übersetzung nicht bestätigt

Unter normalen Umständen würde ich dir sechs Monate extra aufbrummen.Υπό άλλες συνθήκες, θα σου πρόσθετα έξι μήνες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte dir eine Geldstrafe aufbrummen, wenn du Geld verdientest.Θα σου έκανα μήνυση αν έβγαζες καθόλου λεφτά.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φορτώνωφορτώνουμε, φορτώνομεφορτώνομαιφορτωνόμαστε
φορτώνειςφορτώνετεφορτώνεσαιφορτώνεστε, φορτωνόσαστε
φορτώνειφορτώνουν(ε)φορτώνεταιφορτώνονται
Imper
fekt
φόρτωναφορτώναμεφορτωνόμουν(α)φορτωνόμαστε, φορτωνόμασταν
φόρτωνεςφορτώνατεφορτωνόσουν(α)φορτωνόσαστε, φορτωνόσασταν
φόρτωνεφόρτωναν, φορτώναν(ε)φορτωνόταν(ε)φορτώνονταν, φορτωνόντανε, φορτωνόντουσαν
Aoristφόρτωσαφορτώσαμεφορτώθηκαφορτωθήκαμε
φόρτωσεςφορτώσατεφορτώθηκεςφορτωθήκατε
φόρτωσεφόρτωσαν, φορτώσαν(ε)φορτώθηκεφορτώθηκαν, φορτωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φορτώσει
έχω φορτωμένο
έχουμε φορτώσει
έχουμε φορτωμένο
έχω φορτωθεί
είμαι φορτωμένος, -η
έχουμε φορτωθεί
είμαστε φορτωμένοι, -ες
έχεις φορτώσει
έχεις φορτωμένο
έχετε φορτώσει
έχετε φορτωμένο
έχεις φορτωθεί
είσαι φορτωμένος, -η
έχετε φορτωθεί
είστε φορτωμένοι, -ες
έχει φορτώσει
έχει φορτωμένο
έχουν φορτώσει
έχουν φορτωμένο
έχει φορτωθεί
είναι φορτωμένος, -η, -ο
έχουν φορτωθεί
είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φορτώσει
είχα φορτωμένο
είχαμε φορτώσει
είχαμε φορτωμένο
είχα φορτωθεί
ήμουν φορτωμένος, -η
είχαμε φορτωθεί
ήμαστε φορτωμένοι, -ες
είχες φορτώσει
είχες φορτωμένο
είχατε φορτώσει
είχατε φορτωμένο
είχες φορτωθεί
ήσουν φορτωμένος, -η
είχατε φορτωθεί
ήσαστε φορτωμένοι, -ες
είχε φορτώσει
είχε φορτωμένο
είχαν φορτώσει
είχαν φορτωμένο
είχε φορτωθεί
ήταν φορτωμένος, -η, -ο
είχαν φορτωθεί
ήταν φορτωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φορτώνωθα φορτώνουμε, θα φορτώνομεθα φορτώνομαιθα φορτωνόμαστε
θα φορτώνειςθα φορτώνετεθα φορτώνεσαιθα φορτώνεστε, θα φορτωνόσαστε
θα φορτώνειθα φορτώνουν(ε)θα φορτώνεταιθα φορτώνονται
Fut
ur
θα φορτώσωθα φορτώσουμε, θα φορτώσομεθα φορτωθώθα φορτωθούμε
θα φορτώσειςθα φορτώσετεθα φορτωθείςθα φορτωθείτε
θα φορτώσειθα φορτώσουνθα φορτωθείθα φορτωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φορτώσει
θα έχω φορτωμένο
θα έχουμε φορτώσει
θα έχουμε φορτωμένο
θα έχω φορτωθεί
θα είμαι φορτωμένος, -η
θα έχουμε φορτωθεί
θα είμαστε φορτωμένοι, -ες
θα έχεις φορτώσει
θα έχεις φορτωμένο
θα έχετε φορτώσει
θα έχετε φορτωμένο
θα έχεις φορτωθεί
θα είσαι φορτωμένος, -η
θα έχετε φορτωθεί
θα είστε φορτωμένοι, -ες
θα έχει φορτώσει
θα έχει φορτωμένο
θα έχουν φορτώσει
θα έχουν φορτωμένο
θα έχει φορτωθεί
θα είναι φορτωμένος, -η, -ο
θα έχουν φορτωθεί
θα είναι φορτωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φορτώνωνα φορτώνουμε, να φορτώνομενα φορτώνομαινα φορτωνόμαστε
να φορτώνειςνα φορτώνετενα φορτώνεσαινα φορτώνεστε, να φορτωνόσαστε
να φορτώνεινα φορτώνουν(ε)να φορτώνεταινα φορτώνονται
Aoristνα φορτώσωνα φορτώσουμε, να φορτώσομενα φορτωθώνα φορτωθούμε
να φορτώσειςνα φορτώσετενα φορτωθείςνα φορτωθείτε
να φορτώσεινα φορτώσουν(ε)να φορτωθείνα φορτωθούν(ε)
Perfνα έχω φορτώσει
να έχω φορτωμένο
να έχουμε φορτώσει
να έχουμε φορτωμένο
να έχω φορτωθεί
να είμαι φορτωμένος, -η
να έχουμε φορτωθεί
να είμαστε φορτωμένοι, -ες
να έχεις φορτώσει
να έχεις φορτωμένο
να έχετε φορτώσει
να έχετε φορτωμένο
να έχεις φορτωθεί
να είσαι φορτωμένος, -η
να έχετε φορτωθεί
να είστε φορτωμένοι, -ες
να έχει φορτώσει
να έχει φορτωμένο
να έχουν φορτώσει
να έχουν φορτωμένο
να έχει φορτωθεί
να είναι φορτωμένος, -η, -ο
να έχουν φορτωθεί
να είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφόρτωνεφορτώνετεφορτώνεστε
Aoristφόρτωσεφορτώστε, φορτώσετεφορτώσουφορτωθείτε
Part
izip
Presφορτώνοντας
Perfέχοντας φορτώσει, έχοντας φορτωμένοφορτωμένος, -η, -οφορτωμένοι, -ες, -α
InfinAoristφορτώσειφορτωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback