επιβάλλω Verb (2) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Aber für die Herstellung von Sprengkörpern ohne Lizenz muss ich Ihnen leider... 100 $ Strafe auferlegen. | Για την κατασκευή εκρηκτικών, όμως, χωρίς άδεια, λυπάμαι... αλλά σας επιβάλλω πρόστιμο 100 δολαρίων. Übersetzung nicht bestätigt |
Muss ich dich an die Strafe erinnern, die ich dir notgedrungen auferlegen muss? | Να σου υπενθυμίσω, την τιμωρία που θα σου επιβάλλω; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
auferlegen |
bepacken |
aufladen |
strapazieren |
belasten (mit) |
beschweren |
aufbürden |
auflasten |
beladen |
schlauchen (mit) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιβάλλω | επιβάλλουμε, επιβάλλομε | επιβάλλομαι | επιβαλλόμαστε |
επιβάλλεις | επιβάλλετε | επιβάλλεσαι | επιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε | ||
επιβάλλει | επιβάλλουν(ε) | επιβάλλεται | επιβάλλονται | ||
Imper fekt | επέβαλλα | επιβάλλαμε | επιβαλλόμουν(α) | επιβαλλόμαστε | |
επέβαλλες | επιβάλλατε | επιβαλλόσουν(α) | επιβαλλόσαστε | ||
επέβαλλε | επέβαλλαν, επιβάλλαν(ε) | επιβαλλόταν(ε) | επιβάλλονταν | ||
Aorist | επέβαλα | επιβάλαμε | επιβλήθηκα | επιβληθήκαμε | |
επέβαλες | επιβάλατε | επιβλήθηκες | επιβληθήκατε | ||
επέβαλε | επέβαλαν, επιβάλαν(ε) | επιβλήθηκε | επιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω επιβάλει | έχουμε επιβάλει | έχω επιβληθεί είμαι επιβεβλημένος, -η | έχουμε επιβληθεί είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
έχεις επιβάλει | έχετε επιβάλει | έχεις επιβληθεί είσαι επιβεβλημένος, -η | έχετε επιβληθεί είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
έχει επιβάλει | έχουν επιβάλει | έχει επιβληθεί είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | έχουν επιβληθεί είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα επιβάλει | είχαμε επιβάλει | είχα επιβληθεί ήμουν επιβεβλημένος, -η | είχαμε επιβληθεί ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
είχες επιβάλει | είχατε επιβάλει | είχες επιβληθεί ήσουν επιβεβλημένος, -η | είχατε επιβληθεί ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
είχε επιβάλει | είχαν επιβάλει | είχε επιβληθεί ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο | είχαν επιβληθεί ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιβάλλω | θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομε | θα επιβάλλομαι | θα επιβαλλόμαστε | |
θα επιβάλλεις | θα επιβάλλετε | θα επιβάλλεσαι | θα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε | ||
θα επιβάλλει | θα επιβάλλουν(ε) | θα επιβάλλεται | θα επιβάλλονται | ||
Fut ur | θα επιβάλω | θα επιβάλουμε, θα επιβάλομε | θα επιβληθώ | θα επιβληθούμε | |
θα επιβάλεις | θα επιβάλετε | θα επιβληθείς | θα επιβληθείτε | ||
θα επιβάλει | θα επιβάλουν(ε) | θα επιβληθεί | θα επιβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιβάλει | θα έχουμε επιβάλει | θα έχω επιβληθεί θα είμαι επιβεβλημένος, -η | θα έχουμε επιβληθεί θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις επιβάλει | θα έχετε επιβάλει | θα έχεις επιβληθεί θα είσαι επιβεβλημένος, -η | θα έχετε επιβάλει θα είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει επιβάλει | θα έχουν επιβάλει | θα έχει επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν επιβληθεί θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιβάλλω | να επιβάλλουμε, να επιβάλλομε | να επιβάλλομαι | να επιβαλλόμαστε |
να επιβάλλεις | να επιβάλλετε | να επιβάλλεσαι | να επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε | ||
να επιβάλλει | να επιβάλλουνε | να επιβάλλεται | να επιβάλλονται | ||
Aorist | να επιβάλω | να επιβάλουμε | να επιβληθώ | να επιβληθούμε | |
να επιβάλεις | να επιβάλετε | να επιβληθείς | να επιβληθείτε | ||
να επιβάλει | να επιβάλουν(ε) | να επιβληθεί | να επιβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω επιβάλει | να έχουμε επιβάλει | να έχω επιβληθεί να είμαι επιβεβλημένος, -η | να έχουμε επιβληθεί να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις επιβάλει | να έχετε επιβάλει | να έχεις επιβληθεί να είσαι επιβεβλημένος, -η | να έχετε επιβληθεί να είστε επιβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει επιβάλει | να έχουν επιβάλει | να έχει επιβληθεί να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν επιβληθεί να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | επίβαλλε | επιβάλλετε | επιβάλλεστε | |
Aorist | επίβαλε | επιβάλετε | επιβληθείτε | ||
Part izip | Pres | επιβάλλοντας | επιβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας επιβάλει | επιβεβλημένος, -η, -ο | επιβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | επιβάλει | επιβληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.