verlassen
 Verb

αφήνω Verb
(69)
φεύγω Verb
(61)
εγκαταλείπω Verb
(16)
εγκαταλείπω Verb
(16)
παρατώ Verb
(2)
αφίνω Verb
(0)
καταλείπω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dieses Kunstwerk behandelt "Xiagang", den Arbeitsplatz verlassen, in China ein Euphemismus für Arbeitslosigkeit.Αυτή η δουλειά ονομάζεται Xia Gang ("αφήνω την θέση"). "Xia Gang" είναι ένας Κινέζικος ευφημισμός για την απόλυση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde Sie verlassen.Σε αφήνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αφήνωαφήνουμε, αφήνομεαφήνομαιαφηνόμαστε
αφήνειςαφήνετεαφήνεσαιαφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνειαφήνουν(ε)αφήνεταιαφήνονται
Imper
fekt
άφηνααφήναμεαφηνόμουν(α)αφηνόμαστε, αφηνόμασταν
άφηνεςαφήνατεαφηνόσουν(α)αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
άφηνεάφηναν, αφήναν(ε)αφηνόταν(ε)αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aoristάφησααφήσαμεαφέθηκααφεθήκαμε
άφησεςαφήσατεαφέθηκεςαφεθήκατε
άφησεάφησαν, αφήσαν(ε)αφέθηκεαφέθηκαν, αφεθήκανε
Per
fekt
έχω αφήσει
έχω αφημένο
έχουμε αφήσει
έχουμε αφημένο
έχω αφεθεί
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφήσει
έχεις αφημένο
έχετε αφήσει
έχετε αφημένο
έχεις αφεθεί
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφήσει
έχει αφημένο
έχουν αφήσει
έχουν αφημένο
έχει αφεθεί
είναι αφημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί
είναι αφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αφήσει
είχα αφημένο
είχαμε αφήσει
είχαμε αφημένο
είχα αφεθεί
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφήσει
είχες αφημένο
είχατε αφήσει
είχατε αφημένο
είχες αφεθεί
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφήσει
είχε αφημένο
είχαν αφήσει
είχαν αφημένο
είχε αφεθεί
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αφήνωθα αφήνουμε, θα αφήνομεθα αφήνομαιθα αφηνόμαστε
θα αφήνειςθα αφήνετεθα αφήνεσαιθα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνειθα αφήνουν(ε)θα αφήνεταιθα αφήνονται
Fut
ur
θα αφήσωθα αφήσουμε, θα αφήσομεθα αφεθώθα αφεθούμε
θα αφήσειςθα αφήσετεθα αφεθείςθα αφεθείτε
θα αφήσειθα αφήσουν(ε)θα αφεθείθα αφεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αφήσει
θα έχω αφημένο
θα έχουμε αφήσει
θα έχουμε αφημένο
θα έχω αφεθεί
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί
θα είμαστε αφημένοι, -ες
θα έχεις αφήσει
θα έχεις αφημένο
θα έχετε αφήσει
θα έχετε αφημένο
θα έχεις αφεθεί
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφήσει
θα έχει αφημένο
θα έχουν αφήσει
θα έχουν αφημένο
θα έχει αφεθεί
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αφήνωνα αφήνουμε, να αφήνομενα αφήνομαινα αφηνόμαστε
να αφήνειςνα αφήνετενα αφήνεσαινα αφήνεστε, να αφηνόσαστε
να αφήνεινα αφήνουν(ε)να αφήνεταινα αφήνονται
Aoristνα αφήσωνα αφήσουμε, να αφήσομενα αφεθώνα αφεθούμε
να αφήσειςνα αφήσετενα αφεθείςνα αφεθείτε
να αφήσεινα αφήσουν(ε)να αφεθείνα αφεθούν(ε)
Perfνα έχω αφήσει
να έχω αφημένο
να έχουμε αφήσει
να έχουμε αφημένο
να έχω αφεθεί
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί
να είμαστε αφημένοι, -ες
να έχεις αφήσει
να έχεις αφημένο
να έχετε αφήσει
να έχετε αφημένο
να έχεις αφεθεί
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί
να είστε αφημένοι, -ες
να έχει αφήσει
να έχει αφημένο
να έχουν αφήσει
να έχουν αφημένο
να έχει αφεθεί
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάφηνεαφήνετεαφήνεστε
Aoristάφησε, άσεαφήστε, άστεαφεθείτε
Part
izip
Presαφήνοντας
Perfέχοντας αφήσει, έχοντας αφημένοαφημένος, -η, -οαφημένοι, -ες, -α
InfinAoristαφήσειαφεθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φεύγωφεύγουμε, φεύγομε
φεύγειςφεύγετε
φεύγειφεύγουν(ε)
Imper
fekt
έφευγαφεύγαμε
έφευγεςφεύγατε
έφευγεέφευγαν, φεύγαν(ε)
Aoristέφυγαφύγαμε
έφυγεςφύγατε
έφυγεέφυγαν, φύγαν(ε)
Per
fekt
έχω φύγειέχουμε φύγει
έχεις φύγειέχετε φύγει
έχει φύγειέχουν φύγει
Plu
per
fekt
είχα φύγειείχαμε φύγει
είχες φύγειείχατε φύγει
είχε φύγειείχαν φύγει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φεύγωθα φεύγουμε, θα φεύγομε
θα φεύγειςθα φεύγετε
θα φεύγειθα φεύγουν(ε)
Fut
ur
θα φύγωθα φύγουμε, θα φύγομε
θα φύγειςθα φύγετε
θα φύγειθα φύγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φύγειθα έχουμε φύγει
θα έχεις φύγειθα έχετε φύγει
θα έχει φύγειθα έχουν φύγει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φεύγωνα φεύγουμε, φεύγομε
να φεύγειςνα φεύγετε
να φεύγεινα φεύγουν(ε)
Aoristνα φύγωνα φύγουμε, να φύγομε
να φύγειςνα φύγετε
να φύγεινα φύγουν(ε)
Perfνα έχω φύγεινα έχουμε φύγει
να έχεις φύγεινα έχετε φύγει
να έχει φύγεινα έχουν φύγει
Imper
ativ
Presφεύγεφεύγετε
Aoristφύγε, φεύγαφύγετε, φευγάτε
Part
izip
Presφεύγοντας
Perfέχοντας φύγει
InfinAoristφύγει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρατάω, παρατώπαρατάμε, παρατούμεπαρατιέμαιπαρατιόμαστε
παρατάςπαρατάτεπαρατιέσαιπαρατιέστε, παρατιόσαστε
παρατάει, παρατάπαρατάν(ε), παρατούν(ε)παρατιέταιπαρατιούνται, παρατιόνται
Imper
fekt
παρατούσα, παράταγαπαρατούσαμε, παρατάγαμεπαρατιόμουν(α)παρατιόμαστε, παρατιόμασταν
παρατούσες, παράταγεςπαρατούσατε, παρατάγατεπαρατιόσουν(α)παρατιόσαστε, παρατιόσασταν
παρατούσε, παράταγεπαρατούσαν(ε), παράταγαν, παρατάγανεπαρατιόταν(ε)παρατιόνταν(ε), παρατιούνταν, παρατιόντουσαν
Aoristπαράτησαπαρατήσαμεπαρατήθηκαπαρατηθήκαμε
παράτησεςπαρατήσατεπαρατήθηκεςπαρατηθήκατε
παράτησεπαράτησαν, παρατήσαν(ε)παρατήθηκεπαρατήθηκαν, παρατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω παρατήσει
έχω παρατημένο
έχουμε παρατήσει
έχουμε παρατημένο
έχω παρατηθεί
είμαι παρατημένος, -η
έχουμε παρατηθεί
είμαστε παρατημένοι, -ες
έχεις παρατήσει
έχεις παρατημένο
έχετε παρατήσει
έχετε παρατημένο
έχεις παρατηθεί
είσαι παρατημένος, -η
έχετε παρατηθεί
είστε παρατημένοι, -ες
έχει παρατήσει
έχει παρατημένο
έχουν παρατήσει
έχουν παρατημένο
έχει παρατηθεί
είναι παρατημένος, -η, -ο
έχουν παρατηθεί
είναι παρατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα παρατήσει
είχα παρατημένο
είχαμε παρατήσει
είχαμε παρατημένο
είχα παρατηθεί
ήμουν παρατημένος, -η
είχαμε παρατηθεί
ήμαστε παρατημένοι, -ες
είχες παρατήσει
είχες παρατημένο
είχατε παρατήσει
είχατε παρατημένο
είχες παρατηθεί
ήσουν παρατημένος, -η
είχατε παρατηθεί
ήσαστε παρατημένοι, -ες
είχε παρατήσει
είχε παρατημένο
είχαν παρατήσει
είχαν παρατημένο
είχε παρατηθεί
ήταν παρατημένος, -η, -ο
είχαν παρατηθεί
ήταν παρατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρατάω, θα παρατώθα παρατάμε, θα παρατούμεθα παρατιέμαιθα παρατιόμαστε
θα παρατάςθα παρατάτεθα παρατιέσαιθα παρατιέστε, θα παρατιόσαστε
θα παρατάει, θα παρατάθα παρατάν(ε), θα παρατούν(ε)θα παρατιέταιθα παρατιούνται, θα παρατιόνται
Fut
ur
θα παρατήσωθα παρατήσουμε, θα παρατήσομεθα παρατηθώθα παρατηθούμε
θα παρατήσειςθα παρατήσετεθα παρατηθείςθα παρατηθείτε
θα παρατήσειθα παρατήσουν(ε)θα παρατηθείθα παρατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρατήσει
θα έχω παρατημένο
θα έχουμε παρατήσει
θα έχουμε παρατημένο
θα έχω παρατηθεί
θα είμαι παρατημένος, -η
θα έχουμε παρατηθεί
θα είμαστε παρατημένοι, -ες
θα έχεις παρατήσει
θα έχεις παρατημένο
θα έχετε παρατήσει
θα έχετε παρατημένο
θα έχεις παρατηθεί
θα είσαι παρατημένος, -η
θα έχετε παρατηθεί
θα είστε παρατημένοι, -ες
θα έχει παρατήσει
θα έχει παρατημένο
θα έχουν παρατήσει
θα έχουν παρατημένο
θα έχει παρατηθεί
θα είναι παρατημένος, -η, -ο
θα έχουν παρατηθεί
θα είναι παρατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρατάω, να παρατώνα παρατάμε, να παρατούμενα παρατιέμαινα παρατιόμαστε
να παρατάςνα παρατάτενα παρατιέσαινα παρατιέστε, να παρατιόσαστε
να παρατάει, να παρατάνα παρατάν(ε), να παρατούν(ε)να παρατιέταινα παρατιούνται, να παρατιόνται
Aoristνα παρατήσωνα παρατήσουμε, να παρατήσομενα παρατηθώνα παρατηθούμε
να παρατήσειςνα παρατήσετενα παρατηθείςνα παρατηθείτε
να παρατήσεινα παρατήσουν(ε)να παρατηθείνα παρατηθούν(ε)
Perfνα έχω παρατήσει
να έχω παρατημένο
να έχουμε παρατήσει
να έχουμε παρατημένο
να έχω παρατηθεί
να είμαι παρατημένος, -η
να έχουμε παρατηθεί
να είμαστε παρατημένοι, -ες
να έχεις παρατήσει
να έχεις παρατημένο
να έχετε παρατήσει
να έχετε παρατημένο
να έχεις παρατηθεί
να είσαι παρατημένος, -η
να έχετε παρατηθεί
να είστε παρατημένοι, -η
να έχει παρατήσει
να έχει παρατημένο
να έχουν παρατήσει
να έχουν παρατημένο
να έχει παρατηθεί
να είναι παρατημένος, -η, -ο
να έχουν παρατηθεί
να είναι παρατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαράτα, παράταγεπαρατάτεπαρατιέστε
Aoristπαράτησε, παράταπαρατήστεπαρατήσουπαρατηθείτε
Part
izip
Presπαρατώντας
Perfέχοντας παρατήσει, έχοντας παρατημένοπαρατημένος, -η, -οπαρατημένοι, -ες, -α
InfinAoristπαρατήσειπαρατηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback