φεύγω Verb  [fevgo, fevro, feygw]

  Verb
(61)
  Verb
(25)
  Verb
(6)
  Verb
(4)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
abgehen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu φεύγω

φεύγω altgriechisch φεύγω


GriechischDeutsch
Προεδρεύων του Συμβουλίου. (SL) Επιτρέψτε μου να εκφράσω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες για την εποικοδομητική συζήτησή σας καθώς και να απολογηθώ που φεύγω από αυτή τη συνεδρίαση νωρίς επειδή επιστρέφω στη χώρα μου.amtierender Ratspräsident. (SL) Gestatten Sie mir, Ihnen aufrichtig für Ihre sehr konstruktive Debatte zu danken und mich gleichzeitig dafür zu entschuldigen, dass ich die Sitzung aufgrund meiner Heimreise vorzeitig verlassen muss.

Übersetzung bestätigt

Δεν φεύγω από αυτήν την Ολομέλεια, κύριε υπουργέ, χωρίς κάποια δέσμευση για ανάληψη δράσης.Ich werde das Plenum nicht verlassen, Herr Minister, bevor Sie uns nicht zugesichert haben, in irgendeiner Weise tätig zu werden.

Übersetzung bestätigt

Τώρα, φεύγω για τη θάλασσα.Nun, ich bin für das Meer zu verlassen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu φεύγω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φεύγωφεύγουμε, φεύγομε
φεύγειςφεύγετε
φεύγειφεύγουν(ε)
Imper
fekt
έφευγαφεύγαμε
έφευγεςφεύγατε
έφευγεέφευγαν, φεύγαν(ε)
Aoristέφυγαφύγαμε
έφυγεςφύγατε
έφυγεέφυγαν, φύγαν(ε)
Per
fekt
έχω φύγειέχουμε φύγει
έχεις φύγειέχετε φύγει
έχει φύγειέχουν φύγει
Plu
per
fekt
είχα φύγειείχαμε φύγει
είχες φύγειείχατε φύγει
είχε φύγειείχαν φύγει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φεύγωθα φεύγουμε, θα φεύγομε
θα φεύγειςθα φεύγετε
θα φεύγειθα φεύγουν(ε)
Fut
ur
θα φύγωθα φύγουμε, θα φύγομε
θα φύγειςθα φύγετε
θα φύγειθα φύγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φύγειθα έχουμε φύγει
θα έχεις φύγειθα έχετε φύγει
θα έχει φύγειθα έχουν φύγει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φεύγωνα φεύγουμε, φεύγομε
να φεύγειςνα φεύγετε
να φεύγεινα φεύγουν(ε)
Aoristνα φύγωνα φύγουμε, να φύγομε
να φύγειςνα φύγετε
να φύγεινα φύγουν(ε)
Perfνα έχω φύγεινα έχουμε φύγει
να έχεις φύγεινα έχετε φύγει
να έχει φύγεινα έχουν φύγει
Imper
ativ
Presφεύγεφεύγετε
Aoristφύγε, φεύγαφύγετε, φευγάτε
Part
izip
Presφεύγοντας
Perfέχοντας φύγει
InfinAoristφύγει

























Griechische Definition zu φεύγω

φεύγω [févγo] Ρ αόρ. έφυγα, απαρέμφ. φύγει : I. απομακρύνομαι από έναν τόπο, από ένα σημείο. ANT έρχομαι. 1. ξεκινώ από εκεί που βρίσκομαι και πηγαίνω κάπου αλλού· αναχωρώ: Aύριο φεύγω για το χωριό / για τη Λάρισα / για το Παρίσι / για τα ξένα / για διακοπές. Tο πλοίο / τρένο / αερο πλάνο έφυγε πριν από μια ώρα. Tα πουλιά έφυγαν για το νοτιά. (έκφρ.) φεύγω φαντάρος*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback