Deutsch | Griechisch |
---|---|
Soll ich die Tür aufbrechen? | Θέλετε να σπάσω την πόρτα; Übersetzung nicht bestätigt |
Man kann nur das Schloss aufbrechen. | Μόνο ένας τρόπος υπάρχει κι αυτός είναι να σπάσουμε την κλειδαριά. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn wir zu viert aufbrechen und das Elfenbein fänden, kämen nur 2 wieder, und das wären nicht wir. | Αν φύγουμε τέσσερις και βρούμε το φίλντισι, μόνο δύο θα γυρίσουν... και δεν θα 'μαστε εμείς. Übersetzung nicht bestätigt |
Tut mir Leid, dass wir spät sind, wir mussten die Tür aufbrechen. | Συγγνώμη που αργήσαμε, αλλά έπρεπε να σπάσουμε την πόρτα. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber ich wollte in einer Stunde mit dir aufbrechen. | Μα σχεδίαζα να φύγω μαζί σου απ' την πόλη σε μια ώρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
abfliegen |
davonfahren |
(von etwas) fortfahren |
abreisen |
abfahren |
aufbrechen |
wegfahren |
wegfliegen |
abdüsen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | breche auf | ||
du | brichst auf | |||
er, sie, es | bricht auf | |||
Präteritum | ich | brach auf | ||
Konjunktiv II | ich | bräche auf | ||
Imperativ | Singular | brich auf! | ||
Plural | brecht auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgebrochen | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufbrechen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεκινάω, ξεκινώ | ξεκινάμε, ξεκινούμε |
ξεκινάς | ξεκινάτε | ||
ξεκινάει, ξεκινά | ξεκινάν(ε), ξεκινούν(ε) | ||
Imper fekt | ξεκινούσα, ξεκίναγα | ξεκινούσαμε, ξεκινάγαμε | |
ξεκινούσες, ξεκίναγες | ξεκινούσατε, ξεκινάγατε | ||
ξεκινούσε, ξεκίναγε | ξεκινούσαν(ε), ξεκίναγαν, ξεκινάγανε | ||
Aorist | ξεκίνησα | ξεκινήσαμε | |
ξεκίνησες | ξεκινήσατε | ||
ξεκίνησε | ξεκίνησαν, ξεκινήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ξεκινήσει | έχουμε ξεκινήσει | |
έχεις ξεκινήσει | έχετε ξεκινήσει | ||
έχει ξεκινήσει | έχουν ξεκινήσει | ||
Plu perf ekt | είχα ξεκινήσει | είχαμε ξεκινήσει | |
είχες ξεκινήσει | είχατε ξεκινήσει | ||
είχε ξεκινήσει | είχαν ξεκινήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξεκινάω, θα ξεκινώ | θα ξεκινάμε, θα ξεκινούμε | |
θα ξεκινάς | θα ξεκινάτε | ||
θα ξεκινάει, θα ξεκινά | θα ξεκινάν(ε), θα ξεκινούν(ε) | ||
Fut ur | θα ξεκινήσω | θα ξεκινήσουμε, θα ξεκινήσομε | |
θα ξεκινήσεις | θα ξεκινήσετε | ||
θα ξεκινήσει | θα ξεκινήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ξεκινήσει | θα έχουμε ξεκινήσει | |
θα έχεις ξεκινήσει | θα έχετε ξεκινήσει | ||
θα έχει ξεκινήσει | θα έχουν ξεκινήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεκινάω, να ξεκινώ | να ξεκινάμε, να ξεκινούμε |
να ξεκινάς | να ξεκινάτε | ||
να ξεκινάει, να ξεκινά | να ξεκινάν(ε), να ξεκινούν(ε) | ||
Aorist | να ξεκινήσω | να ξεκινήσουμε, να ξεκινήσομε | |
να ξεκινήσεις | να ξεκινήσετε | ||
να ξεκινήσει | να ξεκινήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ξεκινήσει | να έχουμε ξεκινήσει | |
να έχεις ξεκινήσει | να έχετε ξεκινήσει | ||
να έχει ξεκινήσει | να έχουν ξεκινήσει | ||
Imper ativ | Pres | ξεκίνα, ξεκίναγε | ξεκινάτε |
Aorist | ξεκίνησε, ξεκίνα | ξεκινήστε | |
Part izip | Pres | ξεκινώντας | |
Perf | έχοντας ξεκινήσει | ||
Infin | Aorist | ξεκινήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.