abgehen
 (ugs.)  Verb

στρίβω Verb
(0)
αναχωρώ Verb
(0)
βγαίνω Verb
(0)
φεύγω Verb
(0)
πέφτω Verb
(0)
ξεκολλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nein, ist gut. Er wird nicht abgehen.Μη φοβάσαι, δεν μαδάει.

Übersetzung nicht bestätigt

Und es wird ohne Schießerei abgehen?Δεν θέλω να υπάρξουν πυροβολισμοί.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, ich muss das hier abgehen. Ich werde wohl mitgehen.Ναι, πρέπει να δώσω αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Tja, es hätte ja auch abgehen können wie eine Kanone.Αλλά από την άλλη μεριά, μπορoύσε να πυροβολεί σαν κανόνι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich würde gern von der Schule abgehen.Θέλω να τα παρατήσω και να βγάζω μόνος το ψωμί μου.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στρίβωστρίβουμε, στρίβομεστρίβομαιστριβόμαστε
στρίβειςστρίβετεστρίβεσαιστρίβεστε, στριβόσαστε
στρίβειστρίβουν(ε)στρίβεταιστρίβονται
Imper
fekt
έστριβαστρίβαμεστριβόμουν(α)στριβόμαστε, στριβόμασταν
έστριβεςστρίβατεστριβόσουν(α)στριβόσαστε, στριβόσασταν
έστριβεέστριβαν, στρίβαν(ε)στριβόταν(ε)στρίβονταν, στριβόντανε, στριβόντουσαν
Aoristέστριψαστρίψαμεστρίφτηκαστριφτήκαμε
έστριψεςστρίψατεστρίφτηκεςστριφτήκατε
έστριψεέστριψαν, στρίψαν(ε)στρίφτηκεστρίφτηκαν, στριφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στρίψει
έχω στριμμένο
έχουμε στρίψει
έχουμε στριμμένο
έχω στριφτεί
είμαι στριμμένος, -η
έχουμε στριφτεί
είμαστε στριμμένοι, -ες
έχεις στρίψει
έχεις στριμμένο
έχετε στρίψει
έχετε στριμμένο
έχεις στριφτεί
είσαι στριμμένος, -η
έχετε στριφτεί
είστε στριμμένοι, -ες
έχει στρίψει
έχει στριμμένο
έχουν στρίψει
έχουν στριμμένο
έχει στριφτεί
είναι στριμμένος, -η, -ο
έχουν στριφτεί
είναι στριμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στρίψει
είχα στριμμένο
είχαμε στρίψει
είχαμε στριμμένο
είχα στριφτεί
ήμουν στριμμένος, -η
είχαμε στριφτεί
ήμαστε στριμμένοι, -ες
είχες στρίψει
είχες στριμμένο
είχατε στρίψει
είχατε στριμμένο
είχες στριφτεί
ήσουν στριμμένος, -η
είχατε στριφτεί
ήσαστε στριμμένοι, -ες
είχε στρίψει
είχε στριμμένο
είχαν στρίψει
είχαν στριμμένο
είχε στριφτεί
ήταν στριμμένος, -η, -ο
είχαν στριφτεί
ήταν στριμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στρίβωθα στρίβουμε, θα στρίβομεθα στρίβομαιθα στριβόμαστε
θα στρίβειςθα στρίβετεθα στρίβεσαιθα στρίβεστε, θα στριβόσαστε
θα στρίβειθα στρίβουν(ε)θα στρίβεταιθα στρίβονται
Fut
ur
θα στρίψωθα στρίψουμε, θα στρίψομεθα στριφτώθα στριφτούμε
θα στρίψειςθα στρίψετεθα στριφτείςθα στριφτείτε
θα στρίψειθα στρίψουν(ε)θα στριφτείθα στριφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στρίψει
θα έχω στριμμένο
θα έχουμε στρίψει
θα έχουμε στριμμένο
θα έχω στριφτεί
θα είμαι στριμμένος, -η
θα έχουμε στριφτεί
θα είμαστε στριμμένοι, -ες
θα έχεις στρίψει
θα έχεις στριμμένο
θα έχετε στρίψει
θα έχετε στριμμένο
θα έχεις στριφτεί
θα είσαι στριμμένος, -η
θα έχετε στριφτεί
θα είστε στριμμένοι, -ες
θα έχει στρίψει
θα έχει στριμμένο
θα έχουν στρίψει
θα έχουν στριμμένο
θα έχει στριφτεί
θα είναι στριμμένος, -η, -ο
θα έχουν στριφτεί
θα είναι στριμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στρίβωνα στρίβουμε, να στρίβομενα στρίβομαινα στριβόμαστε
να στρίβειςνα στρίβετενα στρίβεσαινα στρίβεστε, να στριβόσαστε
να στρίβεινα στρίβουν(ε)να στρίβεταινα στρίβονται
Aoristνα στρίψωνα στρίψουμε, να στρίψομενα στριφτώνα στριφτούμε
να στρίψειςνα στρίψετενα στριφτείςνα στριφτείτε
να στρίψεινα στρίψουν(ε)να στριφτείνα στριφτούν(ε)
Perfνα έχω στρίψει
να έχω στριμμένο
να έχουμε στρίψει
να έχουμε στριμμένο
να έχω στριφτεί
να είμαι στριμμένος, -η
να έχουμε στριφτεί
να είμαστε στριμμένοι, -ες
να έχεις στρίψει
να έχεις στριμμένο
να έχετε στρίψει
να έχετε στριμμένο
να έχεις στριφτεί
να είσαι στριμμένος, -η
να έχετε στριφτεί
να είστε στριμμένοι, -ες
να έχει στρίψει
να έχει στριμμένο
να έχουν στρίψει
να έχουν στριμμένο
να έχει στριφτεί
να είναι στριμμένος, -η, -ο
να έχουν στριφτεί
να είναι στριμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστρίβεστρίβετεστρίβεστε
Aoristστρίψεστρίψτε, στρίφτεστρίψουστριφτείτε
Part
izip
Presστρίβοντας
Perfέχοντας στρίψει, έχοντας στριμμένοστριμμένος, -η, -οστριμμένοι, -ες, -α
InfinAoristστρίψειστριφτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναχωρώαναχωρούμε
αναχωρείςαναχωρείτε
αναχωρείαναχωρούν(ε)
Imper
fekt
αναχωρούσααναχωρούσαμε
αναχωρούσεςαναχωρούσατε
αναχωρούσεαναχωρούσαν(ε)
Aoristαναχώρησααναχωρήσαμε
αναχώρησεςαναχωρήσατε
αναχώρησεαναχώρησαν, αναχωρήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω αναχωρήσειέχουμε αναχωρήσει
έχεις αναχωρήσειέχετε αναχωρήσει
έχει αναχωρήσειέχουν αναχωρήσει
Plu
perf
ekt
είχα αναχωρήσειείχαμε αναχωρήσει
είχες αναχωρήσειείχατε αναχωρήσει
είχε αναχωρήσειείχαν αναχωρήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναχωρώθα αναχωρούμε
θα αναχωρείςθα αναχωρείτε
θα αναχωρείθα αναχωρούν(ε)
Fut
ur
θα αναχωρήσωθα αναχωρήσουμε
θα αναχωρήσειςθα αναχωρήσετε
θα αναχωρήσειθα αναχωρήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναχωρήσειθα έχουμε αναχωρήσει
θα έχεις αναχωρήσειθα έχετε αναχωρήσει
θα έχει αναχωρήσειθα έχουν αναχωρήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναχωρώνα αναχωρούμε
να αναχωρείςνα αναχωρείτε
να αναχωρείνα αναχωρούν(ε)
Aoristνα αναχωρήσωνα αναχωρήσουμε, να αναχωρήσομε
να αναχωρήσειςνα αναχωρήσετε
να αναχωρήσεινα αναχωρήσουν(ε)
Perfνα έχω αναχωρήσεινα έχουμε αναχωρήσει
να έχεις αναχωρήσεινα έχετε αναχωρήσει
να έχει αναχωρήσεινα έχουν αναχωρήσει
Imper
ativ
Presαναχωρείτε
Aoristαναχώρησεαναχωρήστε, αναχωρήσετε
Part
izip
Presαναχωρώντας
Perfέχοντας αναχωρήσει
InfinAoristαναχωρήσει



Aktiv/Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγαίνωβγαίνουμε, βγαίνομε
βγαίνειςβγαίνετε
βγαίνειβγαίνουν(ε)
Imper
fekt
έβγαιναβγαίναμε
έβγαινεςβγαίνατε
έβγαινεέβγαιναν, βγαίναν(ε)
Aoristβγήκαβγήκαμε
βγήκεςβγήκατε
βγήκεβγήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγει
(είμαι βγαλμένος, -η)
έχουμε βγει
(είμαστε βγαλμένοι, -ες)
έχεις βγει
(είσαι βγαλμένος, -η)
έχετε βγει
(είστε βγαλμένοι, -ες)
έχει βγει
(είναι βγαλμένος, -η, -ο)
έχουν βγει
(είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα βγει
(ήμουν βγαλμένος, -η)
είχαμε βγει
(ήμαστε βγαλμένοι, -ες)
είχες βγει
(ήσουν βγαλμένος, -η)
είχατε βγει
(ήσαστε βγαλμένοι, -ες)
είχε βγει
(ήταν βγαλμένος, -η, -ο)
είχαν βγει
(ήταν βγαλμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγαίνωθα βγαίνουμε, θα βγαίνομε
θα βγαίνειςθα βγαίνετε
θα βηγαίνειθα βηγαίνουν(ε)
Fut
ur
θα βγω, θά βγωθα βγούμε, θά βγουμε
θα βγεις, θά βγειςθα βγείτε, θά βγετε
θα βγει, θά βγειθα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγει
(θα είμαι βγαλμένος, -η)
θα έχουμε βγει
(θα είμαστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχεις βγει
(θα είσαι βγαλμένος, -η)
θα έχετε βγει
(θα είστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχει βγει
(θα είναι βγαλμένος, -η, -ο)
θα έχουν βγει
(θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγαίνωνα βγαίνουμε, να βγαίνομε
να βγαίνειςνα βγαίνετε
να βγαίνεινα βγαίνουν(ε)
Aoristνα βγω, νά βγωνα βγούμε
να βγειςνα βγείτε
να βγεινα βγουν, να βγούνε
Perfνα έχω βγει
(να είμαι βγαλμένος, -η)
να έχουμε βγει
(να είμαστε βγαλμένοι, -ες)
να έχεις βγει
(να είσαι βγαλμένος, -η)
να έχετε βγει
(να είστε βγαλμένοι, -ες)
να έχει βγει
(να είναι βγαλμένος, -η, -ο)
να έχουν βγει
(να είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presβγαίνεβγαίνετε
Aoristβγες, έβγαβγείτε, βγέστε
Part
izip
Presβγαίνοντας
Perfέχοντας βγει, (όντας βγαλμένος)
InfinAoristβγει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φεύγωφεύγουμε, φεύγομε
φεύγειςφεύγετε
φεύγειφεύγουν(ε)
Imper
fekt
έφευγαφεύγαμε
έφευγεςφεύγατε
έφευγεέφευγαν, φεύγαν(ε)
Aoristέφυγαφύγαμε
έφυγεςφύγατε
έφυγεέφυγαν, φύγαν(ε)
Per
fekt
έχω φύγειέχουμε φύγει
έχεις φύγειέχετε φύγει
έχει φύγειέχουν φύγει
Plu
per
fekt
είχα φύγειείχαμε φύγει
είχες φύγειείχατε φύγει
είχε φύγειείχαν φύγει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φεύγωθα φεύγουμε, θα φεύγομε
θα φεύγειςθα φεύγετε
θα φεύγειθα φεύγουν(ε)
Fut
ur
θα φύγωθα φύγουμε, θα φύγομε
θα φύγειςθα φύγετε
θα φύγειθα φύγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φύγειθα έχουμε φύγει
θα έχεις φύγειθα έχετε φύγει
θα έχει φύγειθα έχουν φύγει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φεύγωνα φεύγουμε, φεύγομε
να φεύγειςνα φεύγετε
να φεύγεινα φεύγουν(ε)
Aoristνα φύγωνα φύγουμε, να φύγομε
να φύγειςνα φύγετε
να φύγεινα φύγουν(ε)
Perfνα έχω φύγεινα έχουμε φύγει
να έχεις φύγεινα έχετε φύγει
να έχει φύγεινα έχουν φύγει
Imper
ativ
Presφεύγεφεύγετε
Aoristφύγε, φεύγαφύγετε, φευγάτε
Part
izip
Presφεύγοντας
Perfέχοντας φύγει
InfinAoristφύγει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πέφτω, ekpipto">-πίπτωπέφτουμε, πέφτομε
πέφτειςπέφτετε
πέφτειπέφτουν(ε)
Imper
fekt
έπεφταπέφταμε
έπεφτεςπέφτατε
έπεφτεέπεφταν, πέφταν(ε)
Aoristέπεσαπέσαμε
έπεσεςπέσατε
έπεσεέπεσαν, πέσαν(ε)
Per
fekt
έχω πέσει
είμαι πεσμένος, -η
έχουμε πέσει
είμαστε πεσμένοι, -ες
έχεις πέσει
είσαι πεσμένος, -η
έχετε πέσει
είστε πεσμένοι, -ες
έχει πέσει
είναι πεσμένος, -η, -ο
έχουν πέσει
είναι πεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πέσει
ήμουν πεσμένος, -η
είχαμε πέσει
ήμαστε πεσμένοι, -ες
είχες πέσει
ήσουν πεσμένος, -η
είχατε πέσει
ήσαστε πεσμένοι, -ες
είχε πέσει
ήταν πεσμένος, -η, -ο
είχαν πέσει
ήταν πεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πέφτωθα πέφτουμε, θα πέφτομε
θα πέφτειςθα πέφτετε
θα πέφτειθα πέφτουν(ε)
Fut
ur
θα πέσωθα πέσουμε, θα πέσομε
θα πέσειςθα πέσετε
θα πέσειθα πέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πέσει
θα είμαι πεσμένος, -η
θα έχουμε πέσει
θα είμαστε πεσμένοι, -ες
θα έχεις πέσει
θα είσαι πεσμένος, -η
θα έχετε πέσει
θα είστε πεσμένοι, -ες
θα έχει πέσει
θα είναι πεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πέσει
θα είναι πεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πέφτωνα πέφτουμε, να πέφτομε
να πέφτειςνα πέφτετε
να πέφτεινα πέφτουν(ε)
Aoristνα πέσωνα πέσουμε, να πέσομε
να πέσειςνα πέσετε
να πέσεινα πέσουν(ε)
Perfνα έχω πέσει
να είμαι πεσμένος, -η
να έχουμε πέσει
να είμαστε πεσμένοι, -ες
να έχεις πέσει
να είσαι πεσμένος, -η
να έχετε πέσει
να είστε πεσμένοι, -ες
να έχει πέσει
να είναι πεσμένος, -η, -ο
να έχουν πέσει
να είναι πεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέφτεπέφτετε
Aoristπέσεπέστε
Part
izip
Presπέφτοντας
Perfπεσμένος, -η, -οπεσμένοι, -ες, -α
έχοντας πέσει
InfinAoristπέσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback