βγαίνω Verb  [vgeno, vjeno, bgainw]

  Verb
(51)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
abgehen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βγαίνω

βγαίνω altgriechisch ἐκβαίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu βγαίνω

Aktiv/Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγαίνωβγαίνουμε, βγαίνομε
βγαίνειςβγαίνετε
βγαίνειβγαίνουν(ε)
Imper
fekt
έβγαιναβγαίναμε
έβγαινεςβγαίνατε
έβγαινεέβγαιναν, βγαίναν(ε)
Aoristβγήκαβγήκαμε
βγήκεςβγήκατε
βγήκεβγήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγει
(είμαι βγαλμένος, -η)
έχουμε βγει
(είμαστε βγαλμένοι, -ες)
έχεις βγει
(είσαι βγαλμένος, -η)
έχετε βγει
(είστε βγαλμένοι, -ες)
έχει βγει
(είναι βγαλμένος, -η, -ο)
έχουν βγει
(είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα βγει
(ήμουν βγαλμένος, -η)
είχαμε βγει
(ήμαστε βγαλμένοι, -ες)
είχες βγει
(ήσουν βγαλμένος, -η)
είχατε βγει
(ήσαστε βγαλμένοι, -ες)
είχε βγει
(ήταν βγαλμένος, -η, -ο)
είχαν βγει
(ήταν βγαλμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγαίνωθα βγαίνουμε, θα βγαίνομε
θα βγαίνειςθα βγαίνετε
θα βηγαίνειθα βηγαίνουν(ε)
Fut
ur
θα βγω, θά βγωθα βγούμε, θά βγουμε
θα βγεις, θά βγειςθα βγείτε, θά βγετε
θα βγει, θά βγειθα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγει
(θα είμαι βγαλμένος, -η)
θα έχουμε βγει
(θα είμαστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχεις βγει
(θα είσαι βγαλμένος, -η)
θα έχετε βγει
(θα είστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχει βγει
(θα είναι βγαλμένος, -η, -ο)
θα έχουν βγει
(θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγαίνωνα βγαίνουμε, να βγαίνομε
να βγαίνειςνα βγαίνετε
να βγαίνεινα βγαίνουν(ε)
Aoristνα βγω, νά βγωνα βγούμε
να βγειςνα βγείτε
να βγεινα βγουν, να βγούνε
Perfνα έχω βγει
(να είμαι βγαλμένος, -η)
να έχουμε βγει
(να είμαστε βγαλμένοι, -ες)
να έχεις βγει
(να είσαι βγαλμένος, -η)
να έχετε βγει
(να είστε βγαλμένοι, -ες)
να έχει βγει
(να είναι βγαλμένος, -η, -ο)
να έχουν βγει
(να είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presβγαίνεβγαίνετε
Aoristβγες, έβγαβγείτε, βγέστε
Part
izip
Presβγαίνοντας
Perfέχοντας βγει, (όντας βγαλμένος)
InfinAoristβγει















Griechische Definition zu βγαίνω

βγαίνω [vjéno] Ρ αόρ. βγήκα, προστ. βγες και έβγα, απαρέμφ. βγει, μππ. βγαλμένος : 1. μετακινούμαι από ένα (κλειστό, εσωτερικό) χώρο σε έναν άλλο (ανοιχτό, εξωτερικό). ANT μπαίνω: Άνοιξε εκνευρισμένος την πόρτα και βγήκε έξω. Bγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο. Bγαίνοντας αριστερά θα συναντήσεις ένα περίπτερο. || φεύγω από το σπίτι μου και πηγαίνω κάπου αλλού: Bγαίνεις τα βράδια ή κάθεσαι στο σπίτι; Nα βγούμε καμιά μέρα. Bγήκε για τσιγάρα / για διάλειμμα / για ψώνια / για δουλειές. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι. Πότε βγαίνεις από το νοσοκομείο;, πότε παίρνεις εξιτήριο; βγαίνω παγανιά* και ως ΦΡ. || καταφεύγω κάπου: Δεν άντεξε στη σκλαβιά και βγήκε στο βουνό* και ως ΦΡ. Για ν΄ αποφύγει τη δίωξη βγήκε στην παρανομία. ΦΡ βγαίνω απ΄ το καβούκι* μου. (έκφρ.) βγαίνω με κπ. ή βγαίνω με κάποια, έχω μαζί του / της αισθηματική, ερωτική σχέση. βγαίνω στη γύρα*. βγαίνω στους δρόμους*. ΦΡ βγαίνω απ΄ τα ρούχα* μου. ακόμα δε βγήκε απ΄ τ΄ αυγό*. || διαπερνώ: H σφαίρα μπήκε απ΄ το στήθος και βγήκε απ΄ την πλάτη του. Ο λεκές πέρασε την μπλούζα και βγήκε στο πουκάμισό μου. ΦΡ από το ένα αυτί* μπαίνει, από τ΄ άλλο βγαίνει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback