aufsteigen
 Verb

ανεβαίνω Verb
(0)
ανέρχομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Umso höher sie aufsteigen, umso tiefer fallen sie auch wieder.Όσο πιο μεγάλοι είναι, τόσο πιο εύκολα πέφουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Schau mal, wenn du glaubst, ich werde zu einem jungen Finanzriesen aufsteigen...Κοίτα, αν νομίζεις ότι θα γίνω η νέα ιδιοφυΐα της οικονομίας, είσαι...

Übersetzung nicht bestätigt

Lass es zum Himmel aufsteigen Und verhexe den MondΗ μελωδία σου να βγει στον ουρανό Το φεγγάρι να υπνωτίσει

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Eure Hoheit jetzt aufsteigen würden.Η Υψηλοτητας σας μπορει να ιππευσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Er ließ mich langsam aufsteigen.Μ' άφησε να φτάσω στην κορυφή.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανεβαίνωανεβαίνουμε, ανεβαίνομε
ανεβαίνειςανεβαίνετε
ανεβαίνειανεβαίνουν(ε)
Imper
fekt
ανέβαιναανεβαίναμε
ανέβαινεςανεβαίνατε
ανέβαινεανέβαιναν, ανεβαίναν(ε)
Aoristανέβηκα, ανέβασαανεβήκαμε
ανέβηκεςανεβήκατε
ανέβηκεανέβηκαν, ανεβήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανέβει/ανεβεί
είμαι ανεβασμένος, -η
έχουμε ανέβει/ανεβεί
είμαστε ανεβασμένοι, -ες
έχεις ανέβει/ανεβεί
είσαι ανεβασμένος, -η
έχετε ανέβει/ανεβεί
είστε ανεβασμένοι, -ες
έχει ανέβει/ανεβεί
είναι ανεβασμένος, -η, -ο
έχουν ανέβει/ανεβεί
είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανέβει/ανεβεί
ήμουν ανεβασμένος, -η
είχαμε ανέβει/ανεβεί
ήμαστε ανεβασμένοι, -ες
είχες ανέβει/ανεβεί
ήσουν ανεβασμένος, -η
είχατε ανέβει/ανεβεί
ήσαστε ανεβασμένοι, -ες
είχε ανέβει/ανεβεί
ήταν ανεβασμένος, -η, -ο
είχαν ανέβει/ανεβεί
ήταν ανεβασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανεβαίνωθα ανεβαίνουμε, θα ανεβαίνομε
θα ανεβαίνειςθα ανεβαίνετε
θα ανεβαίνειθα ανεβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα ανέβω, θα ανεβώθα ανέβουμε, θα ανέβομε, θα ανεβούμε
θα ανέβεις, θα ανεβείςθα ανέβετε, θα ανεβείτε
θα ανέβει, θα ανεβείθα ανέβουν(ε), θα ανεβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανέβει/ανεβεί
θα είμαι ανεβασμένος, -η
θα έχουμε ανέβει/ανεβεί
θα είμαστε ανεβασμένοι, -ες
θα έχεις ανέβει/ανεβεί
θα είσαι ανεβασμένος, -η
θα έχετε ανέβει/ανεβεί
θα είστε ανεβασμένοι, -ες
θα έχει ανέβει/ανεβεί
θα είναι ανεβασμένος, -η, -ο
θα έχουν ανέβει/ανεβεί
θα είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανεβαίνωνα ανεβαίνουμε, να ανεβαίνομε
να ανεβαίνειςνα ανεβαίνετε
να ανεβαίνεινα ανεβαίνουν(ε)
Aoristνα ανέβω, να ανεβώνα ανέβουμε, να ανέβομε, να ανεβούμε
να ανέβεις, να ανεβείςνα ανέβειτε, να ανεβείτε
να ανέβει, να ανεβείνα ανεβούν
Perfνα έχω ανέβει/ανεβεί
να είμαι ανεβασμένος, -η
να έχουμε ανέβει/ανεβεί
να είμαστε ανεβασμένοι, -ες
να έχεις ανέβει/ανεβεί
να είσαι ανεβασμένος, -η
να έχετε ανέβει/ανεβεί
να είστε ανεβασμένοι, -ες
να έχει ανέβει/ανεβεί
να είναι ανεβασμένος, -η, -ο
να έχουν ανέβει/ανεβεί
να είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανέβαινεανεβαίνετε
Aoristανέβαανεβείτε
Part
izip
Presανεβαίνοντας
Perfέχοντας ανέβει/ανεβεί, όντας ανεβασμένος
InfinAoristανέβει/ανεβεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback