ανεβαίνω Verb  [aneveno, anebainw]

hochgehen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
klettern (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu ανεβαίνω

ανεβαίνω altgriechisch ἀναβαίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ανεβαίνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανεβαίνωανεβαίνουμε, ανεβαίνομε
ανεβαίνειςανεβαίνετε
ανεβαίνειανεβαίνουν(ε)
Imper
fekt
ανέβαιναανεβαίναμε
ανέβαινεςανεβαίνατε
ανέβαινεανέβαιναν, ανεβαίναν(ε)
Aoristανέβηκα, ανέβασαανεβήκαμε
ανέβηκεςανεβήκατε
ανέβηκεανέβηκαν, ανεβήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανέβει/ανεβεί
είμαι ανεβασμένος, -η
έχουμε ανέβει/ανεβεί
είμαστε ανεβασμένοι, -ες
έχεις ανέβει/ανεβεί
είσαι ανεβασμένος, -η
έχετε ανέβει/ανεβεί
είστε ανεβασμένοι, -ες
έχει ανέβει/ανεβεί
είναι ανεβασμένος, -η, -ο
έχουν ανέβει/ανεβεί
είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανέβει/ανεβεί
ήμουν ανεβασμένος, -η
είχαμε ανέβει/ανεβεί
ήμαστε ανεβασμένοι, -ες
είχες ανέβει/ανεβεί
ήσουν ανεβασμένος, -η
είχατε ανέβει/ανεβεί
ήσαστε ανεβασμένοι, -ες
είχε ανέβει/ανεβεί
ήταν ανεβασμένος, -η, -ο
είχαν ανέβει/ανεβεί
ήταν ανεβασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανεβαίνωθα ανεβαίνουμε, θα ανεβαίνομε
θα ανεβαίνειςθα ανεβαίνετε
θα ανεβαίνειθα ανεβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα ανέβω, θα ανεβώθα ανέβουμε, θα ανέβομε, θα ανεβούμε
θα ανέβεις, θα ανεβείςθα ανέβετε, θα ανεβείτε
θα ανέβει, θα ανεβείθα ανέβουν(ε), θα ανεβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανέβει/ανεβεί
θα είμαι ανεβασμένος, -η
θα έχουμε ανέβει/ανεβεί
θα είμαστε ανεβασμένοι, -ες
θα έχεις ανέβει/ανεβεί
θα είσαι ανεβασμένος, -η
θα έχετε ανέβει/ανεβεί
θα είστε ανεβασμένοι, -ες
θα έχει ανέβει/ανεβεί
θα είναι ανεβασμένος, -η, -ο
θα έχουν ανέβει/ανεβεί
θα είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανεβαίνωνα ανεβαίνουμε, να ανεβαίνομε
να ανεβαίνειςνα ανεβαίνετε
να ανεβαίνεινα ανεβαίνουν(ε)
Aoristνα ανέβω, να ανεβώνα ανέβουμε, να ανέβομε, να ανεβούμε
να ανέβεις, να ανεβείςνα ανέβειτε, να ανεβείτε
να ανέβει, να ανεβείνα ανεβούν
Perfνα έχω ανέβει/ανεβεί
να είμαι ανεβασμένος, -η
να έχουμε ανέβει/ανεβεί
να είμαστε ανεβασμένοι, -ες
να έχεις ανέβει/ανεβεί
να είσαι ανεβασμένος, -η
να έχετε ανέβει/ανεβεί
να είστε ανεβασμένοι, -ες
να έχει ανέβει/ανεβεί
να είναι ανεβασμένος, -η, -ο
να έχουν ανέβει/ανεβεί
να είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανέβαινεανεβαίνετε
Aoristανέβαανεβείτε
Part
izip
Presανεβαίνοντας
Perfέχοντας ανέβει/ανεβεί, όντας ανεβασμένος
InfinAoristανέβει/ανεβεί










Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback