hervorheben
 Verb

υπογραμμίζω Verb
(17)
τονίζω Verb
(16)
DeutschGriechisch
In der wenigen mir zur Verfügung stehenden Zeit möchte ich hervorheben, wie dringlich die Einhaltung des Grundsatzes der Zusätzlichkeit ist, und darauf hinweisen, daß es trotz der Weiterentwicklung der Überprüfungsmethoden im Laufe der Zeit im Grunde nicht möglich ist, in dieser Frage Vergleiche zwischen den Mitgliedstaaten zu ziehen, da eine gemeinsame Methodologie fehlt.Στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, υπογραμμίζω τη σημασία που έχει η τήρηση της αρχής της προσθετικότητας και εκφράζω την άποψη ότι, παρά την εξέλιξη, με την πάροδο του χρόνου, των μεθόδων της επαλήθευσης, δεν είναι δυνατόν να γίνουν ουσιαστικές συγκρίσεις μεταξύ των κρατών μελών σ' αυτό το θέμα, ελλείψει κοινής μεθοδολογίας.

Übersetzung bestätigt

Der Bericht der von Pierre Schori geleiteten Beobachtermission, deren sehr exakte Arbeit ich nochmals ebenso wie die Kommissionsmitglieder Patten und Nielson hervorheben möchte, ermöglicht uns eine genaue und objektive Analyse des Ablaufs der Parlamentswahlen.Η έκθεση της αποστολής με επικεφαλής τον Pierre Schori, της οποίας υπογραμμίζω για μια ακόμη φορά, μαζί με τους Επιτρόπους Patten και Nielsen, την πολύ σκληρή δουλειά, μας επιτρέπει να έχουμε μια απολύτως σαφή και αμερόληπτη ανάλυση για τη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών..

Übersetzung bestätigt

Die Mehrheit der ELDR-Fraktion steht hinter ihr und den Änderungsanträgen, die sie im Namen der Fraktion vorgelegt hat, was ich betonen möchte. Ich möchte auch hervorheben, dass die Diskussion zu einem gewissen Teil frustrierend gewesen ist.Η πλειοψηφία της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κόμματος, των Φιλελευθέρων, Δημοκρατών και Μεταρρυθμιστών υποστηρίζει την συνάδελφο και τις τροπολογίες που υπέβαλε εξ ονόματος της ομάδας, και το υπογραμμίζω αυτό.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, Herr Kommissar, verehrte Kolleginnen und Kollegen! Ich begrüße die hervorragende Arbeit der Frau Abgeordneten Paciotti und möchte gleichzeitig hervorheben, dass wir in dieser Angelegenheit unbedingt zügig vorankommen müssen, zumal es ja auch unser Ziel war, dieses Dossier in der ersten Lesung abzuschließen.Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, αγαπητοί συνάδελφοι, συγχαίροντας την κ. Paciotti για την εξαίρετη εργασία της, υπογραμμίζω την ανάγκη να προχωρήσουμε γρήγορα όσον αφορά το θέμα αυτό, γεγονός άλλωστε που αντιστοιχεί στο στόχο να ολοκληρώσουμε αυτό το dossier σε πρώτη ανάγνωση.

Übersetzung bestätigt

Das Schicksal der kroatischen Rentnerinnen und Rentner liegt mir ebenfalls am Herzen, weshalb ich hervorheben möchte, dass ich in diesem Bericht ein Anliegen vermisse, das schnellstens zum Ausdruck gebracht werden sollte: die Ausweitung der Verordnung (EWG) Nr. 1408/71 betreffend das Recht auf die Zusammenlegung der Sozialversicherungsansprüche von Arbeitnehmern, und damit auch derjenigen unter ihnen, die sowohl in Kroatien als auch in der Europäischen Union beschäftigt waren, auf die kroatischen Arbeitnehmer bzw. diejenigen, die sowohl in Kroatien als auch in der Europäischen Union gearbeitet haben.Και των συνταξιούχων της Κροατίας την τύχη την έχω στην καρδιά μου, γι' αυτό και σε αυτό το έγγραφο υπογραμμίζω την έλλειψη μιας επιθυμίας που θα ήθελα να υλοποιηθεί όσο το δυνατόν συντομότερα: να επεκταθεί ο κανονισμός 1408, εκείνος δηλαδή που ορίζει πως όποιος έχει εργασθεί τόσο στην Κροατία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δικαίωμα συσσώρευσης των εργασιακών εισφορών, στους εργαζόμενους πολίτες της Κροατίας ή σε εκείνους πάντως που έχουν εργασθεί τόσο στην Κροατία όσο και στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τονίζωτονίζουμε, τονίζομετονίζομαιτονιζόμαστε
τονίζειςτονίζετετονίζεσαιτονίζεστε, τονιζόσαστε
τονίζειτονίζουν(ε)τονίζεταιτονίζονται
Imper
fekt
τόνιζατονίζαμετονιζόμουν(α)τονιζόμαστε, τονιζόμασταν
τόνιζεςτονίζατετονιζόσουν(α)τονιζόσαστε, τονιζόσασταν
τόνιζετόνιζαν, τονίζαν(ε)τονιζόταν(ε)τονίζονταν, τονιζόντανε, τονιζόντουσαν
Aoristτόνισατονίσαμετονίστηκατονιστήκαμε
τόνισεςτονίσατετονίστηκεςτονιστήκατε
τόνισετόνισαν, τονίσαν(ε)τονίστηκετονίστηκαν, τονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τονίσει
έχω τονισμένο
έχουμε τονίσει
έχουμε τονισμένο
έχω τονιστεί
είμαι τονισμένος, -η
έχουμε τονιστεί
είμαστε τονισμένοι, -ες
έχεις τονίσει
έχεις τονισμένο
έχετε τονίσει
έχετε τονισμένο
έχεις τονιστεί
είσαι τονισμένος, -η
έχετε τονιστεί
είστε τονισμένοι, -ες
έχει τονίσει
έχει τονισμένο
έχουν τονίσει
έχουν τονισμένο
έχει τονιστεί
είναι τονισμένος, -η, -ο
έχουν τονιστεί
είναι τονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τονίσει
είχα τονισμένο
είχαμε τονίσει
είχαμε τονισμένο
είχα τονιστεί
ήμουν τονισμένος, -η
είχαμε τονιστεί
ήμαστε τονισμένοι, -ες
είχες τονίσει
είχες τονισμένο
είχατε τονίσει
είχατε τονισμένο
είχες τονιστεί
ήσουν τονισμένος, -η
είχατε τονιστεί
ήσαστε τονισμένοι, -ες
είχε τονίσει
είχε τονισμένο
είχαν τονίσει
είχαν τονισμένο
είχε τονιστεί
ήταν τονισμένος, -η, -ο
είχαν τονιστεί
ήταν τονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τονίζωθα τονίζουμε, θα τονίζομεθα τονίζομαιθα τονιζόμαστε
θα τονίζειςθα τονίζετεθα τονίζεσαιθα τονίζεστε, θα τονιζόσαστε
θα τονίζειθα τονίζουν(ε)θα τονίζεταιθα τονίζονται
Fut
ur
θα τονίσωθα τονίσουμε, θα τονίζομεθα τονιστώθα τονιστούμε
θα τονίσειςθα τονίσετεθα τονιστείςθα τονιστείτε
θα τονίσειθα τονίσουν(ε)θα τονιστείθα τονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τονίσει
θα έχω τονισμένο
θα έχουμε τονίσει
θα έχουμε τονισμένο
θα έχω τονιστεί
θα είμαι τονισμένος, -η
θα έχουμε τονιστεί
θα είμαστε τονισμένοι, -ες
θα έχεις τονίσει
θα έχεις τονισμένο
θα έχετε τονίσει
θα έχετε τονισμένο
θα έχεις τονιστεί
θα είσαι τονισμένος, -η
θα έχετε τονιστεί
θα είστε τονισμένοι, -ες
θα έχει τονίσει
θα έχει τονισμένο
θα έχουν τονίσει
θα έχουν τονισμένο
θα έχει τονιστεί
θα είναι τονισμένος, -η, -ο
θα έχουν τονιστεί
θα είναι τονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τονίζωνα τονίζουμε, να τονίζομενα τονίζομαινα τονιζόμαστε
να τονίζειςνα τονίζετενα τονίζεσαινα τονίζεστε, να τονιζόσαστε
να τονίζεινα τονίζουν(ε)να τονίζεταινα τονίζονται
Aoristνα τονίσωνα τονίσουμε, να τονίσομενα τονιστώνα τονιστούμε
να τονίσειςνα τονίσετενα τονιστείςνα τονιστείτε
να τονίσεινα τονίσουν(ε)να τονιστείνα τονιστούν(ε)
Perfνα έχω τονίσει
να έχω τονισμένο
να έχουμε τονίσει
να έχουμε τονισμένο
να έχω τονιστεί
να είμαι τονισμένος, -η
να έχουμε τονιστεί
να είμαστε τονισμένοι, -ες
να έχεις τονίσει
να έχεις τονισμένο
να έχετε τονίσει
να έχετε τονισμένο
να έχεις τονιστεί
να είσαι τονισμένος, -η
να έχετε τονιστεί
να είστε τονισμένοι, -ες
να έχει τονίσει
να έχει τονισμένο
να έχουν τονίσει
να έχουν τονισμένο
να έχει τονιστεί
να είναι τονισμένος, -η, -ο
να έχουν τονιστεί
να είναι τονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτόνιζετονίζετετονίζεστε
Aoristτόνισετονίστετονίσουτονιστείτε
Part
izip
Presτονίζονταςτονιζόμενος
Perfέχοντας τονίσει, έχοντας τονισμένοτονισμένος, -η, -οτονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristτονίσειτονιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback