βγαίνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich will nicht kritisch sein, Dancer, aber es sieht nicht gut aus, wenn Sie und Ihr Partner, Ihre Primadonna und Ihr bester Kunde gleichzeitig hinausgehen. | Ξέρεις ότι δεν θέλω να γίνομαι επικριτικός, αλλά... ξέρεις, δεν φαίνεται και πολύ σωστό εσύ, ο συνεργάτης σου... η αρτίστα σου κι ο καλύτερός σου πελάτης... να βγαίνετε όλοι μαζί έξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn wir über die Fakten hinausgehen, die Vorstellungskraft nutzen wie ein Verbrecher, uns vorstellen, was geschehen ist, und entsprechend handeln, so wie ich es in diesem Fall versucht habe, so finden wir uns normalerweise bestätigt. | Αν βγούμε έξω από τα γεγονότα, χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη φαντασίας όπως ένας κακοποιός, να φανταστούμε τι συνέβη, και να ενεργήσουμε ανάλογα, ακριβώς όπως εγώ προσπάθησα σε αυτή την περίπτωση, τότε θα βρούμε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, επιβεβαίωση. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich habe ihnen nur nachgeschaut, wie sie hinausgehen. | Απλά τους βλέπω που έφευγαν. Übersetzung nicht bestätigt |
Diese Fragen können über Ihre Zuschüsse, Arbeitssuche und Versicherung hinausgehen. | Οι ερωτήσεις ας μην περιοριστούν στο καταστατικό των στρατιωτών... για εργασία, ασφάλιση και τα σχετικά. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir haben es mit Kräften zu tun, die über unser Wissen hinausgehen. | Οτι έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πέρα από τις γνώσεις και τις δυνάμεις μας. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
hinausgehen |
rausgehen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe hinaus | ||
du | gehst hinaus | |||
er, sie, es | geht hinaus | |||
Präteritum | ich | ging hinaus | ||
Konjunktiv II | ich | ginge hinaus | ||
Imperativ | Singular | geh hinaus! gehe hinaus! | ||
Plural | geht hinaus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hinausgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hinausgehen |
Aktiv/Middle | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βγαίνω | βγαίνουμε, βγαίνομε |
βγαίνεις | βγαίνετε | ||
βγαίνει | βγαίνουν(ε) | ||
Imper fekt | έβγαινα | βγαίναμε | |
έβγαινες | βγαίνατε | ||
έβγαινε | έβγαιναν, βγαίναν(ε) | ||
Aorist | βγήκα | βγήκαμε | |
βγήκες | βγήκατε | ||
βγήκε | βγήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βγει (είμαι βγαλμένος, -η) | έχουμε βγει (είμαστε βγαλμένοι, -ες) | |
έχεις βγει (είσαι βγαλμένος, -η) | έχετε βγει (είστε βγαλμένοι, -ες) | ||
έχει βγει (είναι βγαλμένος, -η, -ο) | έχουν βγει (είναι βγαλμένοι, -ες, -α) | ||
Plu per fekt | είχα βγει (ήμουν βγαλμένος, -η) | είχαμε βγει (ήμαστε βγαλμένοι, -ες) | |
είχες βγει (ήσουν βγαλμένος, -η) | είχατε βγει (ήσαστε βγαλμένοι, -ες) | ||
είχε βγει (ήταν βγαλμένος, -η, -ο) | είχαν βγει (ήταν βγαλμένοι, -ες, -α) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βγαίνω | θα βγαίνουμε, θα βγαίνομε | |
θα βγαίνεις | θα βγαίνετε | ||
θα βηγαίνει | θα βηγαίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα βγω, θά βγω | θα βγούμε, θά βγουμε | |
θα βγεις, θά βγεις | θα βγείτε, θά βγετε | ||
θα βγει, θά βγει | θα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βγει (θα είμαι βγαλμένος, -η) | θα έχουμε βγει (θα είμαστε βγαλμένοι, -ες) | |
θα έχεις βγει (θα είσαι βγαλμένος, -η) | θα έχετε βγει (θα είστε βγαλμένοι, -ες) | ||
θα έχει βγει (θα είναι βγαλμένος, -η, -ο) | θα έχουν βγει (θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α) | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βγαίνω | να βγαίνουμε, να βγαίνομε |
να βγαίνεις | να βγαίνετε | ||
να βγαίνει | να βγαίνουν(ε) | ||
Aorist | να βγω, νά βγω | να βγούμε | |
να βγεις | να βγείτε | ||
να βγει | να βγουν, να βγούνε | ||
Perf | να έχω βγει (να είμαι βγαλμένος, -η) | να έχουμε βγει (να είμαστε βγαλμένοι, -ες) | |
να έχεις βγει (να είσαι βγαλμένος, -η) | να έχετε βγει (να είστε βγαλμένοι, -ες) | ||
να έχει βγει (να είναι βγαλμένος, -η, -ο) | να έχουν βγει (να είναι βγαλμένοι, -ες, -α) | ||
Imper ativ | Pres | βγαίνε | βγαίνετε |
Aorist | βγες, έβγα | βγείτε, βγέστε | |
Part izip | Pres | βγαίνοντας | |
Perf | έχοντας βγει, (όντας βγαλμένος) | ||
Infin | Aorist | βγει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.