abspringen
 Verb

βγαίνω Verb
(0)
πηδώ 
(0)
DeutschGriechisch
Hätte abspringen können, tat's aber nicht.Μπορούσε να πηδήξει, αλλά δεν το έκανε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde dort von der Aussichtsplattform abspringen.Εγώ θα είμαι στην πίσω πλατφόρμα. Θα πηδήξω όσο πιο κοντά μπορώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Er will abspringen.Θέλει να αποχωρήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Bei 20.000 Männern, die in 41 Minuten abspringen?Με 20.000 ανδρες ετοιμους για εφορμηση σε 41 λεπτα;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir sollten rasch fahren und vor der Klippe abspringen.Και έπρεπε να τρέξουμε... Και να πηδήξουμε, πριν το αυτοκίνητο φτάσει στον γκρεμό.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv/Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγαίνωβγαίνουμε, βγαίνομε
βγαίνειςβγαίνετε
βγαίνειβγαίνουν(ε)
Imper
fekt
έβγαιναβγαίναμε
έβγαινεςβγαίνατε
έβγαινεέβγαιναν, βγαίναν(ε)
Aoristβγήκαβγήκαμε
βγήκεςβγήκατε
βγήκεβγήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγει
(είμαι βγαλμένος, -η)
έχουμε βγει
(είμαστε βγαλμένοι, -ες)
έχεις βγει
(είσαι βγαλμένος, -η)
έχετε βγει
(είστε βγαλμένοι, -ες)
έχει βγει
(είναι βγαλμένος, -η, -ο)
έχουν βγει
(είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα βγει
(ήμουν βγαλμένος, -η)
είχαμε βγει
(ήμαστε βγαλμένοι, -ες)
είχες βγει
(ήσουν βγαλμένος, -η)
είχατε βγει
(ήσαστε βγαλμένοι, -ες)
είχε βγει
(ήταν βγαλμένος, -η, -ο)
είχαν βγει
(ήταν βγαλμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγαίνωθα βγαίνουμε, θα βγαίνομε
θα βγαίνειςθα βγαίνετε
θα βηγαίνειθα βηγαίνουν(ε)
Fut
ur
θα βγω, θά βγωθα βγούμε, θά βγουμε
θα βγεις, θά βγειςθα βγείτε, θά βγετε
θα βγει, θά βγειθα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγει
(θα είμαι βγαλμένος, -η)
θα έχουμε βγει
(θα είμαστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχεις βγει
(θα είσαι βγαλμένος, -η)
θα έχετε βγει
(θα είστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχει βγει
(θα είναι βγαλμένος, -η, -ο)
θα έχουν βγει
(θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγαίνωνα βγαίνουμε, να βγαίνομε
να βγαίνειςνα βγαίνετε
να βγαίνεινα βγαίνουν(ε)
Aoristνα βγω, νά βγωνα βγούμε
να βγειςνα βγείτε
να βγεινα βγουν, να βγούνε
Perfνα έχω βγει
(να είμαι βγαλμένος, -η)
να έχουμε βγει
(να είμαστε βγαλμένοι, -ες)
να έχεις βγει
(να είσαι βγαλμένος, -η)
να έχετε βγει
(να είστε βγαλμένοι, -ες)
να έχει βγει
(να είναι βγαλμένος, -η, -ο)
να έχουν βγει
(να είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presβγαίνεβγαίνετε
Aoristβγες, έβγαβγείτε, βγέστε
Part
izip
Presβγαίνοντας
Perfέχοντας βγει, (όντας βγαλμένος)
InfinAoristβγει



ΠΗΔΩ
I jump
AktivPassive
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πηδάω, πηδώπηδάμε, πηδούμεπηδιέμαιπηδιόμαστε
πηδάςπηδάτεπηδιέσαιπηδιέστε, πηδιόσαστε
πηδάει, πηδάπηδάν(ε), πηδούν(ε)πηδιέταιπηδιούνται, πηδιόνται
Imper
fekt
πηδούσα, πήδαγαπηδούσαμε, πηδάγαμεπηδιόμουν(α)πηδιόμαστε, πηδιόμασταν
πηδούσες, πήδαγεςπηδούσατε, πηδάγατεπηδιόσουν(α)πηδιόσαστε, πηδιόσασταν
πηδούσε, πήδαγεπηδούσαν(ε), πήδαγαν, πηδάγανεπηδιόταν(ε)πηδιόνταν(ε), πηδιούνταν, πηδιόντουσαν
Aoristπήδηξαπηδήξαμεπηδήχτηκαπηδηχτήκαμε
πήδηξεςπηδήξατεπηδήχτηκεςπηδηχτήκατε
πήδηξεπήδηξαν, πηδήξαν(ε)πηδήχτηκεπηδήχτηκαν, πηδηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πηδήξειέχουμε πηδήξειέχω πηδηχτείέχουμε πηδηχτεί
έχεις πηδήξειέχετε πηδήξειέχεις πηδηχτείέχετε πηδηχτεί
έχει πηδήξειέχουν πηδήξειέχει πηδηχτείέχουν πηδηχτεί
Plu
perf
ekt
είχα πηδήξειείχαμε πηδήξειείχα πηδηχτείείχαμε πηδηχτεί
είχες πηδήξειείχατε πηδήξειείχες πηδηχτείείχατε πηδηχτεί
είχε πηδήξειείχαν πηδήξειείχε πηδηχτείείχαν πηδηχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πηδάω, θα πηδώθα πηδάμε, θα πηδούμεθα πηδιέμαιθα πηδιόμαστε
θα πηδάςθα πηδάτεθα πηδιέσαιθα πηδιέστε, θα πηδιόσαστε
θα πηδάει, θα πηδάθα πηδάν(ε), θα πηδούν(ε)θα πηδιέταιθα πηδιούνται, θα πηδιόνται
Fut
ur
θα πηδήξωθα πηδήξουμε, θα πηδήξομεθα πηδηχτώθα πηδηχτούμε
θα πηδήξειςθα πηδήξετεθα πηδηχτείςθα πηδηχτείτε
θα πηδήξειθα πηδήξουν(ε)θα πηδηχτείθα πηδηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πηδήξειθα έχουμε πηδήξειθα έχω πηδηχτείθα έχουμε πηδηχτεί
θα έχεις πηδήξειθα έχετε πηδήξειθα έχεις πηδηχτείθα έχετε πηδηχτεί
θα έχει πηδήξειθα έχουν πηδήξειθα έχει πηδηχτείθα έχουν πηδηχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πηδάω, να πηδώνα πηδάμε, να πηδούμενα πηδιέμαινα πηδιόμαστε
να πηδάςνα πηδάτενα πηδιέσαινα πηδιέστε, να πηδιόσαστε
να πηδάει, να πηδάνα πηδάν(ε), να πηδούν(ε)να πηδιέταινα πηδιούνται, να πηδιόνται
Aoristνα πηδήξωνα πηδήξουμε, να πηδήξομενα πηδηχτώνα πηδηχτούμε
να πηδήξειςνα πηδήξετενα πηδηχτείςνα πηδηχτείτε
να πηδήξεινα πηδήξουν(ε)να πηδηχτείνα πηδηχτούν(ε)
Perfνα έχω πηδήξεινα έχουμε πηδήξεινα έχω πηδηχτείνα έχουμε πηδηχτεί
να έχεις πηδήξεινα έχετε πηδήξεινα έχεις πηδηχτείνα έχετε πηδηχτεί
να έχει πηδήξεινα έχουν πηδήξεινα έχει πηδηχτείνα έχουν πηδηχτεί
Imper
ativ
Presπήδα, πήδαγεπηδάτεπηδιέστε
Aoristπήδηξε, πήδαπηδήξτε, πηδήχτεπηδήξουπηδηχτείτε
Part
izip
Presπηδώντας
Perfέχοντας πηδήξει
InfinAoristπηδήξειπηδηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback