ausgehen
 Verb

βγαίνω Verb
(51)
καταλήγω Verb
(0)
πηγάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.

Grammatik




Aktiv/Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγαίνωβγαίνουμε, βγαίνομε
βγαίνειςβγαίνετε
βγαίνειβγαίνουν(ε)
Imper
fekt
έβγαιναβγαίναμε
έβγαινεςβγαίνατε
έβγαινεέβγαιναν, βγαίναν(ε)
Aoristβγήκαβγήκαμε
βγήκεςβγήκατε
βγήκεβγήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγει
(είμαι βγαλμένος, -η)
έχουμε βγει
(είμαστε βγαλμένοι, -ες)
έχεις βγει
(είσαι βγαλμένος, -η)
έχετε βγει
(είστε βγαλμένοι, -ες)
έχει βγει
(είναι βγαλμένος, -η, -ο)
έχουν βγει
(είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα βγει
(ήμουν βγαλμένος, -η)
είχαμε βγει
(ήμαστε βγαλμένοι, -ες)
είχες βγει
(ήσουν βγαλμένος, -η)
είχατε βγει
(ήσαστε βγαλμένοι, -ες)
είχε βγει
(ήταν βγαλμένος, -η, -ο)
είχαν βγει
(ήταν βγαλμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγαίνωθα βγαίνουμε, θα βγαίνομε
θα βγαίνειςθα βγαίνετε
θα βηγαίνειθα βηγαίνουν(ε)
Fut
ur
θα βγω, θά βγωθα βγούμε, θά βγουμε
θα βγεις, θά βγειςθα βγείτε, θά βγετε
θα βγει, θά βγειθα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγει
(θα είμαι βγαλμένος, -η)
θα έχουμε βγει
(θα είμαστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχεις βγει
(θα είσαι βγαλμένος, -η)
θα έχετε βγει
(θα είστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχει βγει
(θα είναι βγαλμένος, -η, -ο)
θα έχουν βγει
(θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγαίνωνα βγαίνουμε, να βγαίνομε
να βγαίνειςνα βγαίνετε
να βγαίνεινα βγαίνουν(ε)
Aoristνα βγω, νά βγωνα βγούμε
να βγειςνα βγείτε
να βγεινα βγουν, να βγούνε
Perfνα έχω βγει
(να είμαι βγαλμένος, -η)
να έχουμε βγει
(να είμαστε βγαλμένοι, -ες)
να έχεις βγει
(να είσαι βγαλμένος, -η)
να έχετε βγει
(να είστε βγαλμένοι, -ες)
να έχει βγει
(να είναι βγαλμένος, -η, -ο)
να έχουν βγει
(να είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presβγαίνεβγαίνετε
Aoristβγες, έβγαβγείτε, βγέστε
Part
izip
Presβγαίνοντας
Perfέχοντας βγει, (όντας βγαλμένος)
InfinAoristβγει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταλήγωκαταλήγουμε, καταλήγομε
καταλήγειςκαταλήγετε
καταλήγεικαταλήγουν(ε)
Imper
fekt
κατέληγακαταλήγαμε
κατέληγεςκαταλήγατε
κατέληγεκατέληγαν, καταλήγαν(ε)
Aoristκατέληξακαταλήξαμε
κατέληξεςκαταλήξατε
κατέληξεκατέληξαν, καταλήξαν(ε)
Per
fekt
έχω καταλήξειέχουμε καταλήξει
έχεις καταλήξειέχετε καταλήξει
έχει καταλήξειέχουν καταλήξει
Plu
per
fekt
είχα καταλήξειείχαμε καταλήξει
είχες καταλήξειείχατε καταλήξει
είχε καταλήξειείχαν καταλήξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταλήγωθα καταλήγουμε, θα καταλήγομε
θα καταλήγειςθα καταλήγετε
θα καταλήγειθα καταλήγουν(ε)
Fut
ur
θα καταλήξωθα καταλήξουμε, θα καταλήξομε
θα καταλήξειςθα καταλήξετε
θα καταλήξειθα καταλήξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταλήξειθα έχουμε καταλήξει
θα έχεις καταλήξειθα έχετε καταλήξει
θα έχει καταλήξειθα έχουν καταλήξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταλήγωνα καταλήγουμε, να καταλήγομε
να καταλήγειςνα καταλήγετε
να καταλήγεινα καταλήγουν(ε)
Aoristνα καταλήξωνα καταλήξουμε, να καταλήξομε
να καταλήξειςνα καταλήξετε
να καταλήξεινα καταλήξουν(ε)
Perfνα έχω καταλήξεινα έχουμε καταλήξει
να έχεις καταλήξεινα έχετε καταλήξει
να έχει καταλήξεινα έχουν καταλήξει
Imper
ativ
Presκατέληγεκαταλήγετε
Aoristκατέληξεκαταλήξτε, καταλήχτε
Part
izip
Presκαταλήγοντας
Perfέχοντας καταλήξει
InfinAoristκαταλήξει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πηγάζωπηγάζουμε, πηγάζομε
πηγάζειςπηγάζετε
πηγάζειπηγάζουν(ε)
Imper
fekt
πήγαζαπηγάζαμε
πήγαζεςπηγάζατε
πήγαζεπήγαζαν, πηγάζαν(ε)
Aoristπήγασαπηγάσαμε
πήγασεςπηγάσατε
πήγασεπήγασαν, πηγάσαν(ε)
Per
fekt
έχω πηγάσειέχουμε πηγάσει
έχεις πηγάσειέχετε πηγάσει
έχει πηγάσειέχουν πηγάσει
Plu
per
fekt
είχα πηγάσειείχαμε πηγάσει
είχες πηγάσειείχατε πηγάσει
είχε πηγάσειείχαν πηγάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πηγάζωθα πηγάζουμε, θα πηγάζομε
θα πηγάζειςθα πηγάζετε
θα πηγάζειθα πηγάζουν(ε)
Fut
ur
θα πηγάσωθα πηγάσουμε, θα πηγάζομε
θα πηγάσειςθα πηγάσετε
θα πηγάσειθα πηγάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πηγάσειθα έχουμε πηγάσει
θα έχεις πηγάσειθα έχετε πηγάσει
θα έχει πηγάσειθα έχουν πηγάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πηγάζωνα πηγάζουμε, να πηγάζομε
να πηγάζειςνα πηγάζετε
να πηγάζεινα πηγάζουν(ε)
Aoristνα πηγάσωνα πηγάσουμε, να πηγάσομε
να πηγάσειςνα πηγάσετε
να πηγάσεινα πηγάσουν(ε)
Perfνα έχω πηγάσεινα έχουμε πηγάσει
να έχεις πηγάσεινα έχετε πηγάσει
να έχει πηγάσεινα έχουν πηγάσει
Imper
ativ
Presπήγαζεπηγάζετε
Aoristπήγασεπηγάστε
Part
izip
Presπηγάζοντας
Perfέχοντας πηγάσει
InfinAoristπηγάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback