πληροφορώ Koine-Griechisch πληροφορέω / πληροφορῶ altgriechisch πλήρης + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch renseigner)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ωστόσο, σας πληροφορώ με λύπη μου πως η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει για την τροπολογία αριθ. | Ich muß Ihnen jedoch leider mitteilen, daß die Kommission Änderungsantrag 2 nicht zustimmen kann. Übersetzung bestätigt |
Σας πληροφορώ ότι 25 Σκανδιναβοί βουλευτές και διερμηνείς χρειάστηκαν από 10 έως 20 ώρες για να φτάσουν στο Στρασβούργο. | Ich darf mitteilen, daß 25 nordische Mitglieder und Dolmetscher zwischen 10 und 20 Stunden benötigt haben, um hierher nach Straßburg zu kommen. Übersetzung bestätigt |
Όλα αυτά είναι ζητήματα που θα αναλύσουμε στις συζητήσεις μας εν καιρώ και για τα οποία πληροφορώ περιχαρής την Επιτροπή έχω οριστεί εισηγητής του Κοινοβουλίου. | Mit diesen Problemen werden wir uns im Rahmen der Aussprache zum gegebenen Zeitpunkt beschäftigen, und ich freue mich, der Kommission mitteilen zu können, dass ich zum Berichterstatter für das Parlament ernannt wurde. Übersetzung bestätigt |
Με λύπη μου πληροφορώ τον Υπουργό ότι δεν απάντησε πραγματικά στην ερώτησή μου. | Ich muss dem Herrn Minister leider mitteilen, dass er meine Anfrage nicht beantwortet hat. Übersetzung bestätigt |
Με λύπη μου σας πληροφορώ ότι δεν υπήρξε καμία πρόοδος εκεί, συνεπώς η εικόνα δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. | Ich bedauere, Ihnen mitteilen zu müssen, dass dort keine Fortschritte erzielt wurden. Die Aussichten sind also nicht sehr ermutigend. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
γνωστοποιώ |
ενημερώνω |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληροφορώ | πληροφορούμε | πληροφορούμαι | πληροφορούμαστε |
πληροφορείς | πληροφορείτε | πληροφορείσαι | πληροφορείστε | ||
πληροφορεί | πληροφορούν(ε) | πληροφορείται | πληροφορούνται | ||
Imper fekt | πληροφορούσα | πληροφορούσαμε | πληροφορούμουν | πληροφορούμαστε | |
πληροφορούσες | πληροφορούσατε | ||||
πληροφορούσε | πληροφορούσαν(ε) | πληροφορούνταν, πληροφορείτο | πληροφορούνταν, πληροφορούντο | ||
Aorist | πληροφόρησα | πληροφορήσαμε | πληροφορήθηκα | πληροφορηθήκαμε | |
πληροφόρησες | πληροφορήσατε | πληροφορήθηκες | πληροφορηθήκατε | ||
πληροφόρησε | πληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε) | πληροφορήθηκε | πληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληροφορώ | θα πληροφορούμε | θα πληροφορούμαι | θα πληροφορούμαστε | |
θα πληροφορείς | θα πληροφορείτε | θα πληροφορείσαι | θα πληροφορείστε | ||
θα πληροφορεί | θα πληροφορούν(ε) | θα πληροφορείται | θα πληροφορούνται | ||
Fut ur | θα πληροφορήσω | θα πληροφορήσουμε | θα πληροφορηθώ | θα πληροφορηθούμε | |
θα πληροφορήσεις | θα πληροφορήσετε | θα πληροφορηθείς | θα πληροφορηθείτε | ||
θα πληροφορήσει | θα πληροφορήσουν(ε) | θα πληροφορηθεί | θα πληροφορηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πληροφορώ | να πληροφορούμε | να πληροφορούμαι | να πληροφορούμαστε |
να πληροφορείς | να πληροφορείτε | να πληροφορείσαι | να πληροφορείστε | ||
να πληροφορεί | να πληροφορούν(ε) | να πληροφορείται | να πληροφορούνται | ||
Aorist | να πληροφορήσω | να πληροφορηθώ | να πληροφορηθούμε | ||
να πληροφορήσεις | να πληροφορήσετε | να πληροφορηθείς | να πληροφορηθείτε | ||
να πληροφορήσει | να πληροφορήσουν(ε) | να πληροφορηθεί | να πληροφορηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | πληροφορείτε | πληροφορείστε | ||
Aorist | πληροφόρησε | πληροφορήστε, πληροφορήσετε | πληροφορήσου | πληροφορηθείτε | |
Part izip | Pres | πληροφορώντας | |||
Perf | έχοντας πληροφορήσει, | πληροφορημένος, -η, -ο | πληροφορημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληροφορήσει | πληροφορηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | teile mit | ||
du | teilst mit | |||
er, sie, es | teilt mit | |||
Präteritum | ich | teilte mit | ||
Konjunktiv II | ich | teilte mit | ||
Imperativ | Singular | teil mit! teile mit! | ||
Plural | teilt mit! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
mitgeteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mitteilen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | informiere | ||
du | informierst | |||
er, sie, es | informiert | |||
Präteritum | ich | informierte | ||
Konjunktiv II | ich | informierte | ||
Imperativ | Singular | informiere! informier! | ||
Plural | informiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
informiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:informieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | benachrichtige | ||
du | benachrichtigst | |||
er, sie, es | benachrichtigt | |||
Präteritum | ich | benachrichtigte | ||
Konjunktiv II | ich | benachrichtigte | ||
Imperativ | Singular | benachrichtige! | ||
Plural | benachrichtigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
benachrichtigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:benachrichtigen |
πληροφορώ [pdivroforó] -ούμαι : παρέχω, μεταδίδω σε κπ. γνώσεις, στοιχεία, πληροφορίες, ειδήσεις, νέα για κτ.· ενημερώνω, γνωστοποιώ: πληροφορώ κπ. λεπτομερειακά / πλήρως / σε γενικές γραμμές. Mας πληροφορούν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση στην πτήση. Σας πληροφορώ ότι δε θα δοθεί άλλη παράταση. || (παθ.) λαμβάνω γνώση, μαθαίνω για κτ.: Πληροφορούμαι από τις εφημερίδες / από τα μέσα ενημέρωσης. Aπό καλά πληροφορημένες πηγές μάθαμε ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πολίτης πρέπει να είναι έγκαιρα και σωστά πληροφορημένος. Aπό πού το πληροφορήθηκες;
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.