πληροφορώ Verb  [pliroforo, plhroforw]

  Verb
(30)
  Verb
(10)
  Verb
(0)

Etymologie zu πληροφορώ

πληροφορώ Koine-Griechisch πληροφορέω / πληροφορῶ altgriechisch πλήρης + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch renseigner)


GriechischDeutsch
Ωστόσο, σας πληροφορώ με λύπη μου πως η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει για την τροπολογία αριθ.Ich muß Ihnen jedoch leider mitteilen, daß die Kommission Änderungsantrag 2 nicht zustimmen kann.

Übersetzung bestätigt

Σας πληροφορώ ότι 25 Σκανδιναβοί βουλευτές και διερμηνείς χρειάστηκαν από 10 έως 20 ώρες για να φτάσουν στο Στρασβούργο.Ich darf mitteilen, daß 25 nordische Mitglieder und Dolmetscher zwischen 10 und 20 Stunden benötigt haben, um hierher nach Straßburg zu kommen.

Übersetzung bestätigt

Όλα αυτά είναι ζητήματα που θα αναλύσουμε στις συζητήσεις μας εν καιρώ και για τα οποία πληροφορώ περιχαρής την Επιτροπή έχω οριστεί εισηγητής του Κοινοβουλίου.Mit diesen Problemen werden wir uns im Rahmen der Aussprache zum gegebenen Zeitpunkt beschäftigen, und ich freue mich, der Kommission mitteilen zu können, dass ich zum Berichterstatter für das Parlament ernannt wurde.

Übersetzung bestätigt

Με λύπη μου πληροφορώ τον Υπουργό ότι δεν απάντησε πραγματικά στην ερώτησή μου.Ich muss dem Herrn Minister leider mitteilen, dass er meine Anfrage nicht beantwortet hat.

Übersetzung bestätigt

Με λύπη μου σας πληροφορώ ότι δεν υπήρξε καμία πρόοδος εκεί, συνεπώς η εικόνα δεν είναι πολύ ενθαρρυντική.Ich bedauere, Ihnen mitteilen zu müssen, dass dort keine Fortschritte erzielt wurden. Die Aussichten sind also nicht sehr ermutigend.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
γνωστοποιώ
ενημερώνω
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu πληροφορώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληροφορώπληροφορούμεπληροφορούμαιπληροφορούμαστε
πληροφορείςπληροφορείτεπληροφορείσαιπληροφορείστε
πληροφορείπληροφορούν(ε)πληροφορείταιπληροφορούνται
Imper
fekt
πληροφορούσαπληροφορούσαμεπληροφορούμουνπληροφορούμαστε
πληροφορούσεςπληροφορούσατε
πληροφορούσεπληροφορούσαν(ε)πληροφορούνταν, πληροφορείτοπληροφορούνταν, πληροφορούντο
Aoristπληροφόρησαπληροφορήσαμεπληροφορήθηκαπληροφορηθήκαμε
πληροφόρησεςπληροφορήσατεπληροφορήθηκεςπληροφορηθήκατε
πληροφόρησεπληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε)πληροφορήθηκεπληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πληροφορήσει
έχω πληροφορημένο
έχουμε πληροφορήσει
έχουμε πληροφορημένο
έχω πληροφορηθεί
είμαι πληροφορημένος, -η
έχουμε πληροφορηθεί
είμαστε πληροφορημένοι, -ες
έχεις πληροφορήσει
έχεις πληροφορημένο
έχετε πληροφορήσει
έχετε πληροφορημένο
έχεις πληροφορηθεί
είσαι πληροφορημένος, -η
έχετε πληροφορηθεί
είστε πληροφορημένοι, -ες
έχει πληροφορήσει
έχει πληροφορημένο
έχουν πληροφορήσει
έχουν πληροφορημένο
έχει πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένος, -η, -ο
έχουν πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα πληροφορήσει
είχα πληροφορημένο
είχαμε πληροφορήσει
είχαμε πληροφορημένο
είχα πληροφορηθεί
ήμουν πληροφορημένος, -η
είχαμε πληροφορηθεί
ήμαστε πληροφορημένοι, -ες
είχες πληροφορήσει
είχες πληροφορημένο
είχατε πληροφορήσει
είχατε πληροφορημένο
είχες πληροφορηθεί
ήσουν πληροφορημένος, -η
είχατε πληροφορηθεί
ήσαστε πληροφορημένοι, -ες
είχε πληροφορήσει
είχε πληροφορημένο
είχαν πληροφορήσει
είχαν πληροφορημένο
είχε πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένος, -η, -ο
είχαν πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληροφορώθα πληροφορούμεθα πληροφορούμαιθα πληροφορούμαστε
θα πληροφορείςθα πληροφορείτεθα πληροφορείσαιθα πληροφορείστε
θα πληροφορείθα πληροφορούν(ε)θα πληροφορείταιθα πληροφορούνται
Fut
ur
θα πληροφορήσωθα πληροφορήσουμεθα πληροφορηθώθα πληροφορηθούμε
θα πληροφορήσειςθα πληροφορήσετεθα πληροφορηθείςθα πληροφορηθείτε
θα πληροφορήσειθα πληροφορήσουν(ε)θα πληροφορηθείθα πληροφορηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληροφορήσει
θα έχω πληροφορημένο
θα έχουμε πληροφορήσει
θα έχουμε πληροφορημένο
θα έχω πληροφορηθεί
θα είμαι πληροφορημένος, -η
θα έχουμε πληροφορηθεί
θα είμαστε πληροφορημένοι, -ες
θα έχεις πληροφορήσει
θα έχεις πληροφορημένο
θα έχετε πληροφορήσει
θα έχετε πληροφορημένο
θα έχεις πληροφορηθεί
θα είσαι πληροφορημένος, -η
θα έχετε πληροφορηθεί
θα είστε πληροφορημένοι, -η
θα έχει πληροφορήσει
θα έχει πληροφορημένο
θα έχουν πληροφορήσει
θα έχουν πληροφορημένο
θα έχει πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένος, -η, -ο
θα έχουν πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληροφορώνα πληροφορούμενα πληροφορούμαινα πληροφορούμαστε
να πληροφορείςνα πληροφορείτενα πληροφορείσαινα πληροφορείστε
να πληροφορείνα πληροφορούν(ε)να πληροφορείταινα πληροφορούνται
Aoristνα πληροφορήσωνα πληροφορήσουμε, να πληροφορήσομενα πληροφορηθώνα πληροφορηθούμε
να πληροφορήσειςνα πληροφορήσετενα πληροφορηθείςνα πληροφορηθείτε
να πληροφορήσεινα πληροφορήσουν(ε)να πληροφορηθείνα πληροφορηθούν(ε)
Perfνα έχω πληροφορήσει
να έχω πληροφορημένο
να έχουμε πληροφορήσει
να έχουμε πληροφορημένο
να έχω πληροφορηθεί
να είμαι πληροφορημένος, -η
να έχουμε πληροφορηθεί
να είμαστε πληροφορημένοι, -ες
να έχεις πληροφορήσει
να έχεις πληροφορημένο
να έχετε πληροφορήσει
να έχετε πληροφορημένο
να έχεις πληροφορηθεί
να είσαι πληροφορημένος, -η
να έχετε πληροφορηθεί
να είστε πληροφορημένοι, -ες
να έχει πληροφορήσει
να έχει πληροφορημένο
να έχουν πληροφορήσει
να έχουν πληροφορημένο
να έχει πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένος, -η, -ο
να έχουν πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπληροφορείτεπληροφορείστε
Aoristπληροφόρησεπληροφορήστε, πληροφορήσετεπληροφορήσουπληροφορηθείτε
Part
izip
Presπληροφορώντας
Perfέχοντας πληροφορήσει, έχοντας πληροφορημένοπληροφορημένος, -η, -οπληροφορημένοι, -ες, -α
InfinAoristπληροφορήσειπληροφορηθεί









Griechische Definition zu πληροφορώ

πληροφορώ [pdivroforó] -ούμαι : παρέχω, μεταδίδω σε κπ. γνώσεις, στοιχεία, πληροφορίες, ειδήσεις, νέα για κτ.· ενημερώνω, γνωστοποιώ: πληροφορώ κπ. λεπτομερειακά / πλήρως / σε γενικές γραμμές. Mας πληροφορούν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση στην πτήση. Σας πληροφορώ ότι δε θα δοθεί άλλη παράταση. || (παθ.) λαμβάνω γνώση, μαθαίνω για κτ.: Πληροφορούμαι από τις εφημερίδες / από τα μέσα ενημέρωσης. Aπό καλά πληροφορημένες πηγές μάθαμε ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πολίτης πρέπει να είναι έγκαιρα και σωστά πληροφορημένος. Aπό πού το πληροφορήθηκες;

[λόγ. < ελνστ. πληροφορῶ `βεβαιώνω, εκπληρώνω΄ σημδ. γαλλ. renseigner, enseigner (δες στο πληροφορία)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback