ενημερώνω ενήμερος + -ώνω εν + ημέρα altgriechisch ἡμέρα ἦμαρ (ημέρα) proto-indogermanisch *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κυρία Πρόεδρε, με χαρά μου ενημερώνω το Σώμα ότι από κοινού με τους άλλους δύο ισπανούς Αντιπροέδρους αυτού του Κοινοβουλίου είχα την τιμή και το προνόμιο να συνοδεύσω την κυρία Fontaine στην επίσκεψή της στην Ισπανία και ένοιωσα μεγάλη συγκίνηση που υπήρξα μάρτυρας της ηρωικής, σταθερής, παραδειγματικής δέσμευσής της για τη δημοκρατία και τις αξίες που αυτό το Σώμα υπερασπίζεται. | Frau Präsidentin! Ich möchte das Parlament darüber informieren, dass ich gemeinsam mit den anderen beiden spanischen Vizepräsidenten dieses Parlaments die Ehre und das Privileg hatte, Frau Fontaine auf ihrer Spanien-Reise zu begleiten und auf bewegende Weise Zeuge eines mutigen, festen und für die Demokratie und die Werte, für die dieses Parlament eintritt, beispielhaften Bekenntnisses zu sein. Übersetzung bestätigt |
Καταλαβαίνετε επομένως, αξιότιμοι βουλευτές, ότι δεν είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για αυτό το θέμα και ότι θα έρχομαι τακτικά εδώ για να σας ενημερώνω με κάθε λεπτομέρεια για τις νέες εξελίξεις που όλοι ευχόμαστε να είναι θετικές. | Sie sehen also, dass wir dieses Thema nicht zum letzten Mal erörtern und ich in Zukunft regelmäßig vor Ihnen sprechen werde, um Sie genau über die neusten Entwicklungen zu informieren, die, wie wir alle hoffen, positiv sein werden. Übersetzung bestätigt |
Είναι και θα συνεχίσει να είναι πάγια θέση μου να ενημερώνω τακτικά το Κοινοβούλιο για την εξέλιξη της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. | Ich habe stets Wert darauf gelegt, das Parlament regelmäßig über die Ausführung des Haushaltsplans zu informieren und werde dies auch in Zukunft so halten. Übersetzung bestätigt |
Κυρία βουλευτή, με λύπη μου σας ενημερώνω ότι η ενταξιακή εταιρική σχέση με την Τουρκία δεν ήταν σήμερα αντικείμενο των διαβουλεύσεων. | Frau Abgeordnete! Es tut mir Leid, Sie darüber informieren zu müssen, dass die Beitrittspartnerschaft mit der Türkei heute nicht Gegenstand der Beratungen war. Übersetzung bestätigt |
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με χαρά μου σας ενημερώνω ότι, στο πλαίσιο των διακοινοβουλευτικών σχέσεων, σήμερα και για τις επόμενες ημέρες πραγματοποιεί επίσκεψη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιπροσωπεία της Κνεσέτ, με επικεφαλής την κ. Amira Dotan, Πρόεδρο της επιτροπής που είναι αρμόδια για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. | Werte Kolleginnen und Kollegen! Ich habe die Freude, Sie zu informieren, dass im Rahmen der interparlamentarischen Beziehungen die Delegation der Knesset unter Leitung von Frau Amira Dotan, Vorsitzende der Delegation für die Beziehungen zum Europäischen Parlament, unserem Haus in diesen Tagen einen Besuch abstattet. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ενημερώνω | ενημερώνουμε, ενημερώνομε | ενημερώνομαι | ενημερωνόμαστε |
ενημερώνεις | ενημερώνετε | ενημερώνεσαι | ενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε | ||
ενημερώνει | ενημερώνουν(ε) | ενημερώνεται | ενημερώνονται | ||
Imper fekt | ενημέρωνα | ενημερώναμε | ενημερωνόμουν(α) | ενημερωνόμαστε, ενημερωνόμασταν | |
ενημέρωνες | ενημερώνατε | ενημερωνόσουν(α) | ενημερωνόσαστε, ενημερωνόσασταν | ||
ενημέρωνε | ενημέρωναν, ενημερώναν(ε) | ενημερωνόταν(ε) | ενημερώνονταν, ενημερωνόντανε, ενημερωνόντουσαν | ||
Aorist | ενημέρωσα | ενημερώσαμε | ενημερώθηκα | ενημερωθήκαμε | |
ενημέρωσες | ενημερώσατε | ενημερώθηκες | ενημερωθήκατε | ||
ενημέρωσε | ενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε) | ενημερώθηκε | ενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ενημερώνω | θα ενημερώνουμε, | θα ενημερώνομαι | θα ενημερωνόμαστε | |
θα ενημερώνεις | θα ενημερώνετε | θα ενημερώνεσαι | θα ενημερώνεστε, | ||
θα ενημερώνει | θα ενημερώνουν(ε) | θα ενημερώνεται | θα ενημερώνονται | ||
Fut ur | θα ενημερώσω | θα ενημερώσουμε, | θα ενημερωθώ | θα ενημερωθούμε | |
θα ενημερώσεις | θα ενημερώσετε | θα ενημερωθείς | θα ενημερωθείτε | ||
θα ενημερώσει | θα ενημερώσουν | θα ενημερωθεί | θα ενημερωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ενημερώνω | να ενημερώνουμε, | να ενημερώνομαι | να ενημερωνόμαστε |
να ενημερώνεις | να ενημερώνετε | να ενημερώνεσαι | να ενημερώνεστε, | ||
να ενημερώνει | να ενημερώνουν(ε) | να ενημερώνεται | να ενημερώνονται | ||
Aorist | να ενημερώσω | να ενημερώσουμε, | να ενημερωθώ | να ενημερωθούμε | |
να ενημερώσεις | να ενημερώσετε | να ενημερωθείς | να ενημερωθείτε | ||
να ενημερώσει | να ενημερώσουν(ε) | να ενημερωθεί | να ενημερωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ενημερώσει να έχεις ενημερωμένο | να έχετε ενημερώσει να έχετε ενημερωμένο | να έχεις ενημερωθεί να είσαι ενημερωμένος, -η | να έχετε ενημερωθεί να είστε ενημερωμένοι, -ες | ||
να έχει ενημερώσει να έχει ενημερωμένο | να έχουν ενημερώσει να έχουν ενημερωμένο | να έχει ενημερωθεί | να έχουν ενημερωθεί | ||
Imper ativ | Pres | ενημέρωνε | ενημερώνετε | ενημερώνεστε | |
Aorist | ενημέρωσε | ενημερώστε, ενημερώσετε | ενημερώσου | ενημερωθείτε | |
Part izip | Pres | ενημερώνοντας | |||
Perf | έχοντας ενημερώσει, | ενημερωμένος, -η, -ο | ενημερωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ενημερώσει | ενημερωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | informiere | ||
du | informierst | |||
er, sie, es | informiert | |||
Präteritum | ich | informierte | ||
Konjunktiv II | ich | informierte | ||
Imperativ | Singular | informiere! informier! | ||
Plural | informiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
informiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:informieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | aktualisiere | ||
du | aktualisierst | |||
er, sie, es | aktualisiert | |||
Präteritum | ich | aktualisierte | ||
Konjunktiv II | ich | aktualisierte | ||
Imperativ | Singular | aktualisiere! aktualisier! | ||
Plural | aktualisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aktualisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aktualisieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | instruiere | ||
du | instruierst | |||
er, sie, es | instruiert | |||
Präteritum | ich | instruierte | ||
Konjunktiv II | ich | instruierte | ||
Imperativ | Singular | instruiere! instruier! | ||
Plural | instruiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
instruiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:instruieren |
ενημερώνω [enimeróno] -ομαι : καθιστώ κπ. ή κτ. ενήμερο. 1. (για πρόσ.) πληροφορώ κπ. για ένα πρόσφατο γεγονός, συμβάν, μεταβολή, εξέλιξη· (πρβ. πληροφορώ): Θα σας ενημερώσω λεπτομερώς. Tου ζήτησα να μας ενημερώσει για το συμβάν. Παρακαλώ να με ενημερώσετε έγκαιρα για οποιαδήποτε αλλαγή. || καθιστώ κπ. ενήμερο σε βάθος· (πρβ. κατατοπίζω): Δεν έχω ακόμα ενημερωθεί για την υπόθεση. Ενημερωμένος πολίτης. Ενημέρωσε τη Γενική Συνέλευση για τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.