informieren
 Verb

ενημερώνω Verb
(28)
πληροφορώ Verb
(10)
διαφωτίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Frau Präsidentin! Ich möchte das Parlament darüber informieren, dass ich gemeinsam mit den anderen beiden spanischen Vizepräsidenten dieses Parlaments die Ehre und das Privileg hatte, Frau Fontaine auf ihrer Spanien-Reise zu begleiten und auf bewegende Weise Zeuge eines mutigen, festen und für die Demokratie und die Werte, für die dieses Parlament eintritt, beispielhaften Bekenntnisses zu sein.Κυρία Πρόεδρε, με χαρά μου ενημερώνω το Σώμα ότι από κοινού με τους άλλους δύο ισπανούς Αντιπροέδρους αυτού του Κοινοβουλίου είχα την τιμή και το προνόμιο να συνοδεύσω την κυρία Fontaine στην επίσκεψή της στην Ισπανία και ένοιωσα μεγάλη συγκίνηση που υπήρξα μάρτυρας της ηρωικής, σταθερής, παραδειγματικής δέσμευσής της για τη δημοκρατία και τις αξίες που αυτό το Σώμα υπερασπίζεται.

Übersetzung bestätigt

Sie sehen also, dass wir dieses Thema nicht zum letzten Mal erörtern und ich in Zukunft regelmäßig vor Ihnen sprechen werde, um Sie genau über die neusten Entwicklungen zu informieren, die, wie wir alle hoffen, positiv sein werden.Καταλαβαίνετε επομένως, αξιότιμοι βουλευτές, ότι δεν είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για αυτό το θέμα και ότι θα έρχομαι τακτικά εδώ για να σας ενημερώνω με κάθε λεπτομέρεια για τις νέες εξελίξεις που όλοι ευχόμαστε να είναι θετικές.

Übersetzung bestätigt

Ich habe stets Wert darauf gelegt, das Parlament regelmäßig über die Ausführung des Haushaltsplans zu informieren und werde dies auch in Zukunft so halten.Είναι και θα συνεχίσει να είναι πάγια θέση μου να ενημερώνω τακτικά το Κοινοβούλιο για την εξέλιξη της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Übersetzung bestätigt

Frau Abgeordnete! Es tut mir Leid, Sie darüber informieren zu müssen, dass die Beitrittspartnerschaft mit der Türkei heute nicht Gegenstand der Beratungen war.Κυρία βουλευτή, με λύπη μου σας ενημερώνω ότι η ενταξιακή εταιρική σχέση με την Τουρκία δεν ήταν σήμερα αντικείμενο των διαβουλεύσεων.

Übersetzung bestätigt

Werte Kolleginnen und Kollegen! Ich habe die Freude, Sie zu informieren, dass im Rahmen der interparlamentarischen Beziehungen die Delegation der Knesset unter Leitung von Frau Amira Dotan, Vorsitzende der Delegation für die Beziehungen zum Europäischen Parlament, unserem Haus in diesen Tagen einen Besuch abstattet.Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με χαρά μου σας ενημερώνω ότι, στο πλαίσιο των διακοινοβουλευτικών σχέσεων, σήμερα και για τις επόμενες ημέρες πραγματοποιεί επίσκεψη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιπροσωπεία της Κνεσέτ, με επικεφαλής την κ. Amira Dotan, Πρόεδρο της επιτροπής που είναι αρμόδια για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενημερώνωενημερώνουμε, ενημερώνομεενημερώνομαιενημερωνόμαστε
ενημερώνειςενημερώνετεενημερώνεσαιενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε
ενημερώνειενημερώνουν(ε)ενημερώνεταιενημερώνονται
Imper
fekt
ενημέρωναενημερώναμεενημερωνόμουν(α)ενημερωνόμαστε, ενημερωνόμασταν
ενημέρωνεςενημερώνατεενημερωνόσουν(α)ενημερωνόσαστε, ενημερωνόσασταν
ενημέρωνεενημέρωναν, ενημερώναν(ε)ενημερωνόταν(ε)ενημερώνονταν, ενημερωνόντανε, ενημερωνόντουσαν
Aoristενημέρωσαενημερώσαμεενημερώθηκαενημερωθήκαμε
ενημέρωσεςενημερώσατεενημερώθηκεςενημερωθήκατε
ενημέρωσεενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε)ενημερώθηκεενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ενημερώσει
έχω ενημερωμένο
έχουμε ενημερώσει
έχουμε ενημερωμένο
έχω ενημερωθεί
είμαι ενημερωμένος, -η
έχουμε ενημερωθεί
είμαστε ενημερωμένοι, -ες
έχεις ενημερώσει
έχεις ενημερωμένο
έχετε ενημερώσει
έχετε ενημερωμένο
έχεις ενημερωθεί
είσαι ενημερωμένος, -η
έχετε ενημερωθεί
είστε ενημερωμένοι, -ες
έχει ενημερώσει
έχει ενημερωμένο
έχουν ενημερώσει
έχουν ενημερωμένο
έχει ενημερωθεί
είναι ενημερωμένος, -η, -ο
έχουν ενημερωθεί
είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ενημερώσει
είχα ενημερωμένο
είχαμε ενημερώσει
είχαμε ενημερωμένο
είχα ενημερωθεί
ήμουν ενημερωμένος, -η
είχαμε ενημερωθεί
ήμαστε ενημερωμένοι, -ες
είχες ενημερώσει
είχες ενημερωμένο
είχατε ενημερώσει
είχατε ενημερωμένο
είχες ενημερωθεί
ήσουν ενημερωμένος, -η
είχατε ενημερωθεί
ήσαστε ενημερωμένοι, -ες
είχε ενημερώσει
είχε ενημερωμένο
είχαν ενημερώσει
είχαν ενημερωμένο
είχε ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένος, -η, -ο
είχαν ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενημερώνωθα ενημερώνουμε, θα ενημερώνομεθα ενημερώνομαιθα ενημερωνόμαστε
θα ενημερώνειςθα ενημερώνετεθα ενημερώνεσαιθα ενημερώνεστε, θα ενημερωνόσαστε
θα ενημερώνειθα ενημερώνουν(ε)θα ενημερώνεταιθα ενημερώνονται
Fut
ur
θα ενημερώσωθα ενημερώσουμε, θα ενημερώσομεθα ενημερωθώθα ενημερωθούμε
θα ενημερώσειςθα ενημερώσετεθα ενημερωθείςθα ενημερωθείτε
θα ενημερώσειθα ενημερώσουνθα ενημερωθείθα ενημερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενημερώσει
θα έχω ενημερωμένο
θα έχουμε ενημερώσει
θα έχουμε ενημερωμένο
θα έχω ενημερωθεί
θα είμαι ενημερωμένος, -η
θα έχουμε ενημερωθεί
θα είμαστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχεις ενημερώσει
θα έχεις ενημερωμένο
θα έχετε ενημερώσει
θα έχετε ενημερωμένο
θα έχεις ενημερωθεί
θα είσαι ενημερωμένος, -η
θα έχετε ενημερωθεί
θα είστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχει ενημερώσει
θα έχει ενημερωμένο
θα έχουν ενημερώσει
θα έχουν ενημερωμένο
θα έχει ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενημερώνωνα ενημερώνουμε, να ενημερώνομενα ενημερώνομαινα ενημερωνόμαστε
να ενημερώνειςνα ενημερώνετενα ενημερώνεσαινα ενημερώνεστε, να ενημερωνόσαστε
να ενημερώνεινα ενημερώνουν(ε)να ενημερώνεταινα ενημερώνονται
Aoristνα ενημερώσωνα ενημερώσουμε, να ενημερώσομενα ενημερωθώνα ενημερωθούμε
να ενημερώσειςνα ενημερώσετενα ενημερωθείςνα ενημερωθείτε
να ενημερώσεινα ενημερώσουν(ε)να ενημερωθείνα ενημερωθούν(ε)
Perfνα έχω ενημερώσει
να έχω ενημερωμένο
να έχουμε ενημερώσει
να έχουμε ενημερωμένο
να έχω ενημερωθεί
να είμαι ενημερωμένος, -η
να έχουμε ενημερωθεί
να είμαστε ενημερωμένοι, -ες
να έχεις ενημερώσει
να έχεις ενημερωμένο
να έχετε ενημερώσει
να έχετε ενημερωμένο
να έχεις ενημερωθεί
να είσαι ενημερωμένος, -η
να έχετε ενημερωθεί
να είστε ενημερωμένοι, -ες
να έχει ενημερώσει
να έχει ενημερωμένο
να έχουν ενημερώσει
να έχουν ενημερωμένο
να έχει ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένος, -η, -ο
να έχουν ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενημέρωνεενημερώνετεενημερώνεστε
Aoristενημέρωσεενημερώστε, ενημερώσετεενημερώσουενημερωθείτε
Part
izip
Presενημερώνοντας
Perfέχοντας ενημερώσει, έχοντας ενημερωμένοενημερωμένος, -η, -οενημερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristενημερώσειενημερωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληροφορώπληροφορούμεπληροφορούμαιπληροφορούμαστε
πληροφορείςπληροφορείτεπληροφορείσαιπληροφορείστε
πληροφορείπληροφορούν(ε)πληροφορείταιπληροφορούνται
Imper
fekt
πληροφορούσαπληροφορούσαμεπληροφορούμουνπληροφορούμαστε
πληροφορούσεςπληροφορούσατε
πληροφορούσεπληροφορούσαν(ε)πληροφορούνταν, πληροφορείτοπληροφορούνταν, πληροφορούντο
Aoristπληροφόρησαπληροφορήσαμεπληροφορήθηκαπληροφορηθήκαμε
πληροφόρησεςπληροφορήσατεπληροφορήθηκεςπληροφορηθήκατε
πληροφόρησεπληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε)πληροφορήθηκεπληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πληροφορήσει
έχω πληροφορημένο
έχουμε πληροφορήσει
έχουμε πληροφορημένο
έχω πληροφορηθεί
είμαι πληροφορημένος, -η
έχουμε πληροφορηθεί
είμαστε πληροφορημένοι, -ες
έχεις πληροφορήσει
έχεις πληροφορημένο
έχετε πληροφορήσει
έχετε πληροφορημένο
έχεις πληροφορηθεί
είσαι πληροφορημένος, -η
έχετε πληροφορηθεί
είστε πληροφορημένοι, -ες
έχει πληροφορήσει
έχει πληροφορημένο
έχουν πληροφορήσει
έχουν πληροφορημένο
έχει πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένος, -η, -ο
έχουν πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα πληροφορήσει
είχα πληροφορημένο
είχαμε πληροφορήσει
είχαμε πληροφορημένο
είχα πληροφορηθεί
ήμουν πληροφορημένος, -η
είχαμε πληροφορηθεί
ήμαστε πληροφορημένοι, -ες
είχες πληροφορήσει
είχες πληροφορημένο
είχατε πληροφορήσει
είχατε πληροφορημένο
είχες πληροφορηθεί
ήσουν πληροφορημένος, -η
είχατε πληροφορηθεί
ήσαστε πληροφορημένοι, -ες
είχε πληροφορήσει
είχε πληροφορημένο
είχαν πληροφορήσει
είχαν πληροφορημένο
είχε πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένος, -η, -ο
είχαν πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληροφορώθα πληροφορούμεθα πληροφορούμαιθα πληροφορούμαστε
θα πληροφορείςθα πληροφορείτεθα πληροφορείσαιθα πληροφορείστε
θα πληροφορείθα πληροφορούν(ε)θα πληροφορείταιθα πληροφορούνται
Fut
ur
θα πληροφορήσωθα πληροφορήσουμεθα πληροφορηθώθα πληροφορηθούμε
θα πληροφορήσειςθα πληροφορήσετεθα πληροφορηθείςθα πληροφορηθείτε
θα πληροφορήσειθα πληροφορήσουν(ε)θα πληροφορηθείθα πληροφορηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληροφορήσει
θα έχω πληροφορημένο
θα έχουμε πληροφορήσει
θα έχουμε πληροφορημένο
θα έχω πληροφορηθεί
θα είμαι πληροφορημένος, -η
θα έχουμε πληροφορηθεί
θα είμαστε πληροφορημένοι, -ες
θα έχεις πληροφορήσει
θα έχεις πληροφορημένο
θα έχετε πληροφορήσει
θα έχετε πληροφορημένο
θα έχεις πληροφορηθεί
θα είσαι πληροφορημένος, -η
θα έχετε πληροφορηθεί
θα είστε πληροφορημένοι, -η
θα έχει πληροφορήσει
θα έχει πληροφορημένο
θα έχουν πληροφορήσει
θα έχουν πληροφορημένο
θα έχει πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένος, -η, -ο
θα έχουν πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληροφορώνα πληροφορούμενα πληροφορούμαινα πληροφορούμαστε
να πληροφορείςνα πληροφορείτενα πληροφορείσαινα πληροφορείστε
να πληροφορείνα πληροφορούν(ε)να πληροφορείταινα πληροφορούνται
Aoristνα πληροφορήσωνα πληροφορήσουμε, να πληροφορήσομενα πληροφορηθώνα πληροφορηθούμε
να πληροφορήσειςνα πληροφορήσετενα πληροφορηθείςνα πληροφορηθείτε
να πληροφορήσεινα πληροφορήσουν(ε)να πληροφορηθείνα πληροφορηθούν(ε)
Perfνα έχω πληροφορήσει
να έχω πληροφορημένο
να έχουμε πληροφορήσει
να έχουμε πληροφορημένο
να έχω πληροφορηθεί
να είμαι πληροφορημένος, -η
να έχουμε πληροφορηθεί
να είμαστε πληροφορημένοι, -ες
να έχεις πληροφορήσει
να έχεις πληροφορημένο
να έχετε πληροφορήσει
να έχετε πληροφορημένο
να έχεις πληροφορηθεί
να είσαι πληροφορημένος, -η
να έχετε πληροφορηθεί
να είστε πληροφορημένοι, -ες
να έχει πληροφορήσει
να έχει πληροφορημένο
να έχουν πληροφορήσει
να έχουν πληροφορημένο
να έχει πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένος, -η, -ο
να έχουν πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπληροφορείτεπληροφορείστε
Aoristπληροφόρησεπληροφορήστε, πληροφορήσετεπληροφορήσουπληροφορηθείτε
Part
izip
Presπληροφορώντας
Perfέχοντας πληροφορήσει, έχοντας πληροφορημένοπληροφορημένος, -η, -οπληροφορημένοι, -ες, -α
InfinAoristπληροφορήσειπληροφορηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback