Deutsch | Griechisch |
---|---|
Prima, ich werde die Levines benachrichtigen. | Ωραία, ειδοποιώ τους Λεβίν. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Auskunft geben |
verständigen |
unterweisen |
informieren |
mitteilen |
ins Bild setzen |
orientieren |
benachrichtigen |
belehren |
in Kenntnis setzen |
ins Vertrauen ziehen |
briefen |
einweihen |
instruieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | benachrichtige | ||
du | benachrichtigst | |||
er, sie, es | benachrichtigt | |||
Präteritum | ich | benachrichtigte | ||
Konjunktiv II | ich | benachrichtigte | ||
Imperativ | Singular | benachrichtige! | ||
Plural | benachrichtigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
benachrichtigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:benachrichtigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ειδοποιώ | ειδοποιούμε | ειδοποιούμαι | ειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε |
ειδοποιείς | ειδοποιείτε | ειδοποιείσαι | ειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε | ||
ειδοποιεί | ειδοποιούν(ε) | ειδοποιείται | ειδοποιούνται | ||
Imper fekt | ειδοποιούσα | ειδοποιούσαμε | ειδοποιούμουν ειδοπιόμουν(α) | ειδοποιούμαστε ειδοποιόμαστε, ειδοποιόμασταν | |
ειδοποιούσες | ειδοποιούσατε | ειδοποιόσουν(α) | ειδοποιόσαστε, ειδοποιόσασταν | ||
ειδοποιούσε | ειδοποιούσαν(ε) | ειδοποιούνταν, ειδοποιείτο ειδοποιόταν(ε) | ειδοποιούνταν, ειδοποιούντο ειδοποιόνταν(ε), ειδοποιόντουσαν | ||
Aorist | ειδοποίησα | ειδοποιήσαμε | ειδοποιήθηκα | ειδοποιηθήκαμε | |
ειδοποίησες | ειδοποιήσατε | ειδοποιήθηκες | ειδοποιηθήκατε | ||
ειδοποίησε | ειδοποίησαν, ειδοποιήσαν(ε) | ειδοποιήθηκε | ειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ειδοποιώ | θα ειδοποιούμε | θα ειδοποιούμαι | θα ειδοποιούμαστε, θα ειδοποιόμαστε | |
θα ειδοποιείς | θα ειδοποιείτε | θα ειδοποιείσαι | θα ειδοποιείστε, θα ειδοποιόσαστε | ||
θα ειδοποιεί | θα ειδοποιούν(ε) | θα ειδοποιείται | θα ειδοποιούνται | ||
Fut ur | θα ειδοποιήσω | θα ειδοποιήσουμε | θα ειδοποιηθώ | θα ειδοποιηθούμε | |
θα ειδοποιήσεις | θα ειδοποιήσετε | θα ειδοποιηθείς | θα ειδοποιηθείτε | ||
θα ειδοποιήσει | θα ειδοποιήσουν(ε) | θα ειδοποιηθεί | θα ειδοποιηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ειδοποιώ | να ειδοποιούμε | να ειδοποιούμαι | να ειδοποιούμαστε, να ειδοποιόμαστε |
να ειδοποιείς | να ειδοποιείτε | να ειδοποιείσαι | να ειδοποιείστε, να ειδοποιόσαστε | ||
να ειδοποιεί | να ειδοποιούν(ε) | να ειδοποιείται | να ειδοποιούνται | ||
Aorist | να ειδοποιήσω | να ειδοποιηθώ | να ειδοποιηθούμε | ||
να ειδοποιήσεις | να ειδοποιήσετε | να ειδοποιηθείς | να ειδοποιηθείτε | ||
να ειδοποιήσει | να ειδοποιήσουν(ε) | να ειδοποιηθεί | να ειδοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ειδοποιείτε | ειδοποιείστε | ||
Aorist | ειδοποίησε | ειδοποιήστε, ειδοποιήσετε | ειδοποιήσου | ειδοποιηθείτε | |
Part izip | Pres | ειδοποιώντας | |||
Perf | έχοντας ειδοποιήσει, | ειδοποιημένος, -η, -ο | ειδοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ειδοποιήσει | ειδοποιηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληροφορώ | πληροφορούμε | πληροφορούμαι | πληροφορούμαστε |
πληροφορείς | πληροφορείτε | πληροφορείσαι | πληροφορείστε | ||
πληροφορεί | πληροφορούν(ε) | πληροφορείται | πληροφορούνται | ||
Imper fekt | πληροφορούσα | πληροφορούσαμε | πληροφορούμουν | πληροφορούμαστε | |
πληροφορούσες | πληροφορούσατε | ||||
πληροφορούσε | πληροφορούσαν(ε) | πληροφορούνταν, πληροφορείτο | πληροφορούνταν, πληροφορούντο | ||
Aorist | πληροφόρησα | πληροφορήσαμε | πληροφορήθηκα | πληροφορηθήκαμε | |
πληροφόρησες | πληροφορήσατε | πληροφορήθηκες | πληροφορηθήκατε | ||
πληροφόρησε | πληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε) | πληροφορήθηκε | πληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληροφορώ | θα πληροφορούμε | θα πληροφορούμαι | θα πληροφορούμαστε | |
θα πληροφορείς | θα πληροφορείτε | θα πληροφορείσαι | θα πληροφορείστε | ||
θα πληροφορεί | θα πληροφορούν(ε) | θα πληροφορείται | θα πληροφορούνται | ||
Fut ur | θα πληροφορήσω | θα πληροφορήσουμε | θα πληροφορηθώ | θα πληροφορηθούμε | |
θα πληροφορήσεις | θα πληροφορήσετε | θα πληροφορηθείς | θα πληροφορηθείτε | ||
θα πληροφορήσει | θα πληροφορήσουν(ε) | θα πληροφορηθεί | θα πληροφορηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πληροφορώ | να πληροφορούμε | να πληροφορούμαι | να πληροφορούμαστε |
να πληροφορείς | να πληροφορείτε | να πληροφορείσαι | να πληροφορείστε | ||
να πληροφορεί | να πληροφορούν(ε) | να πληροφορείται | να πληροφορούνται | ||
Aorist | να πληροφορήσω | να πληροφορηθώ | να πληροφορηθούμε | ||
να πληροφορήσεις | να πληροφορήσετε | να πληροφορηθείς | να πληροφορηθείτε | ||
να πληροφορήσει | να πληροφορήσουν(ε) | να πληροφορηθεί | να πληροφορηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | πληροφορείτε | πληροφορείστε | ||
Aorist | πληροφόρησε | πληροφορήστε, πληροφορήσετε | πληροφορήσου | πληροφορηθείτε | |
Part izip | Pres | πληροφορώντας | |||
Perf | έχοντας πληροφορήσει, | πληροφορημένος, -η, -ο | πληροφορημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληροφορήσει | πληροφορηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.