benachrichtigen
 Verb

ειδοποιώ Verb
(1)
πληροφορώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Prima, ich werde die Levines benachrichtigen.Ωραία, ειδοποιώ τους Λεβίν.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ειδοποιώειδοποιούμεειδοποιούμαιειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε
ειδοποιείςειδοποιείτεειδοποιείσαιειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε
ειδοποιείειδοποιούν(ε)ειδοποιείταιειδοποιούνται
Imper
fekt
ειδοποιούσαειδοποιούσαμεειδοποιούμουν
ειδοπιόμουν(α)
ειδοποιούμαστε
ειδοποιόμαστε, ειδοποιόμασταν
ειδοποιούσεςειδοποιούσατεειδοποιόσουν(α)ειδοποιόσαστε, ειδοποιόσασταν
ειδοποιούσεειδοποιούσαν(ε)ειδοποιούνταν, ειδοποιείτο
ειδοποιόταν(ε)
ειδοποιούνταν, ειδοποιούντο
ειδοποιόνταν(ε), ειδοποιόντουσαν
Aoristειδοποίησαειδοποιήσαμεειδοποιήθηκαειδοποιηθήκαμε
ειδοποίησεςειδοποιήσατεειδοποιήθηκεςειδοποιηθήκατε
ειδοποίησεειδοποίησαν, ειδοποιήσαν(ε)ειδοποιήθηκεειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ειδοποιήσει
έχω ειδοποιημένο
έχουμε ειδοποιήσει
έχουμε ειδοποιημένο
έχω ειδοποιηθεί
είμαι ειδοποιημένος, -η
έχουμε ειδοποιηθεί
είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
έχεις ειδοποιήσει
έχεις ειδοποιημένο
έχετε ειδοποιήσει
έχετε ειδοποιημένο
έχεις ειδοποιηθεί
είσαι ειδοποιημένος, -η
έχετε ειδοποιηθεί
είστε ειδοποιημένοι, -ες
έχει ειδοποιήσει
έχει ειδοποιημένο
έχουν ειδοποιήσει
έχουν ειδοποιημένο
έχει ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
έχουν ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ειδοποιήσει
είχα ειδοποιημένο
είχαμε ειδοποιήσει
είχαμε ειδοποιημένο
είχα ειδοποιηθεί
ήμουν ειδοποιημένος, -η
είχαμε ειδοποιηθεί
ήμαστε ειδοποιημένοι, -ες
είχες ειδοποιήσει
είχες ειδοποιημένο
είχατε ειδοποιήσει
είχατε ειδοποιημένο
είχες ειδοποιηθεί
ήσουν ειδοποιημένος, -η
είχατε ειδοποιηθεί
ήσαστε ειδοποιημένοι, -ες
είχε ειδοποιήσει
είχε ειδοποιημένο
είχαν ειδοποιήσει
είχαν ειδοποιημένο
είχε ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένος, -η, -ο
είχαν ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ειδοποιώθα ειδοποιούμεθα ειδοποιούμαιθα ειδοποιούμαστε, θα ειδοποιόμαστε
θα ειδοποιείςθα ειδοποιείτεθα ειδοποιείσαιθα ειδοποιείστε, θα ειδοποιόσαστε
θα ειδοποιείθα ειδοποιούν(ε)θα ειδοποιείταιθα ειδοποιούνται
Fut
ur
θα ειδοποιήσωθα ειδοποιήσουμεθα ειδοποιηθώθα ειδοποιηθούμε
θα ειδοποιήσειςθα ειδοποιήσετεθα ειδοποιηθείςθα ειδοποιηθείτε
θα ειδοποιήσειθα ειδοποιήσουν(ε)θα ειδοποιηθείθα ειδοποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ειδοποιήσει
θα έχω ειδοποιημένο
θα έχουμε ειδοποιήσει
θα έχουμε ειδοποιημένο
θα έχω ειδοποιηθεί
θα είμαι ειδοποιημένος, -η
θα έχουμε ειδοποιηθεί
θα είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
θα έχεις ειδοποιήσει
θα έχεις ειδοποιημένο
θα έχετε ειδοποιήσει
θα έχετε ειδοποιημένο
θα έχεις ειδοποιηθεί
θα είσαι ειδοποιημένος, -η
θα έχετε ειδοποιηθεί
θα είστε ειδοποιημένοι, -η
θα έχει ειδοποιήσει
θα έχει ειδοποιημένο
θα έχουν ειδοποιήσει
θα έχουν ειδοποιημένο
θα έχει ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
θα έχουν ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ειδοποιώνα ειδοποιούμενα ειδοποιούμαινα ειδοποιούμαστε, να ειδοποιόμαστε
να ειδοποιείςνα ειδοποιείτενα ειδοποιείσαινα ειδοποιείστε, να ειδοποιόσαστε
να ειδοποιείνα ειδοποιούν(ε)να ειδοποιείταινα ειδοποιούνται
Aoristνα ειδοποιήσωνα ειδοποιήσουμε, να ειδοποιήσομενα ειδοποιηθώνα ειδοποιηθούμε
να ειδοποιήσειςνα ειδοποιήσετενα ειδοποιηθείςνα ειδοποιηθείτε
να ειδοποιήσεινα ειδοποιήσουν(ε)να ειδοποιηθείνα ειδοποιηθούν(ε)
Perfνα έχω ειδοποιήσει
να έχω ειδοποιημένο
να έχουμε ειδοποιήσει
να έχουμε ειδοποιημένο
να έχω ειδοποιηθεί
να είμαι ειδοποιημένος, -η
να έχουμε ειδοποιηθεί
να είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
να έχεις ειδοποιήσει
να έχεις ειδοποιημένο
να έχετε ειδοποιήσει
να έχετε ειδοποιημένο
να έχεις ειδοποιηθεί
να είσαι ειδοποιημένος, -η
να έχετε ειδοποιηθεί
να είστε ειδοποιημένοι, -ες
να έχει ειδοποιήσει
να έχει ειδοποιημένο
να έχουν ειδοποιήσει
να έχουν ειδοποιημένο
να έχει ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
να έχουν ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presειδοποιείτεειδοποιείστε
Aoristειδοποίησεειδοποιήστε, ειδοποιήσετεειδοποιήσουειδοποιηθείτε
Part
izip
Presειδοποιώντας
Perfέχοντας ειδοποιήσει, έχοντας ειδοποιημένοειδοποιημένος, -η, -οειδοποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristειδοποιήσειειδοποιηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληροφορώπληροφορούμεπληροφορούμαιπληροφορούμαστε
πληροφορείςπληροφορείτεπληροφορείσαιπληροφορείστε
πληροφορείπληροφορούν(ε)πληροφορείταιπληροφορούνται
Imper
fekt
πληροφορούσαπληροφορούσαμεπληροφορούμουνπληροφορούμαστε
πληροφορούσεςπληροφορούσατε
πληροφορούσεπληροφορούσαν(ε)πληροφορούνταν, πληροφορείτοπληροφορούνταν, πληροφορούντο
Aoristπληροφόρησαπληροφορήσαμεπληροφορήθηκαπληροφορηθήκαμε
πληροφόρησεςπληροφορήσατεπληροφορήθηκεςπληροφορηθήκατε
πληροφόρησεπληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε)πληροφορήθηκεπληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πληροφορήσει
έχω πληροφορημένο
έχουμε πληροφορήσει
έχουμε πληροφορημένο
έχω πληροφορηθεί
είμαι πληροφορημένος, -η
έχουμε πληροφορηθεί
είμαστε πληροφορημένοι, -ες
έχεις πληροφορήσει
έχεις πληροφορημένο
έχετε πληροφορήσει
έχετε πληροφορημένο
έχεις πληροφορηθεί
είσαι πληροφορημένος, -η
έχετε πληροφορηθεί
είστε πληροφορημένοι, -ες
έχει πληροφορήσει
έχει πληροφορημένο
έχουν πληροφορήσει
έχουν πληροφορημένο
έχει πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένος, -η, -ο
έχουν πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα πληροφορήσει
είχα πληροφορημένο
είχαμε πληροφορήσει
είχαμε πληροφορημένο
είχα πληροφορηθεί
ήμουν πληροφορημένος, -η
είχαμε πληροφορηθεί
ήμαστε πληροφορημένοι, -ες
είχες πληροφορήσει
είχες πληροφορημένο
είχατε πληροφορήσει
είχατε πληροφορημένο
είχες πληροφορηθεί
ήσουν πληροφορημένος, -η
είχατε πληροφορηθεί
ήσαστε πληροφορημένοι, -ες
είχε πληροφορήσει
είχε πληροφορημένο
είχαν πληροφορήσει
είχαν πληροφορημένο
είχε πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένος, -η, -ο
είχαν πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληροφορώθα πληροφορούμεθα πληροφορούμαιθα πληροφορούμαστε
θα πληροφορείςθα πληροφορείτεθα πληροφορείσαιθα πληροφορείστε
θα πληροφορείθα πληροφορούν(ε)θα πληροφορείταιθα πληροφορούνται
Fut
ur
θα πληροφορήσωθα πληροφορήσουμεθα πληροφορηθώθα πληροφορηθούμε
θα πληροφορήσειςθα πληροφορήσετεθα πληροφορηθείςθα πληροφορηθείτε
θα πληροφορήσειθα πληροφορήσουν(ε)θα πληροφορηθείθα πληροφορηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληροφορήσει
θα έχω πληροφορημένο
θα έχουμε πληροφορήσει
θα έχουμε πληροφορημένο
θα έχω πληροφορηθεί
θα είμαι πληροφορημένος, -η
θα έχουμε πληροφορηθεί
θα είμαστε πληροφορημένοι, -ες
θα έχεις πληροφορήσει
θα έχεις πληροφορημένο
θα έχετε πληροφορήσει
θα έχετε πληροφορημένο
θα έχεις πληροφορηθεί
θα είσαι πληροφορημένος, -η
θα έχετε πληροφορηθεί
θα είστε πληροφορημένοι, -η
θα έχει πληροφορήσει
θα έχει πληροφορημένο
θα έχουν πληροφορήσει
θα έχουν πληροφορημένο
θα έχει πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένος, -η, -ο
θα έχουν πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληροφορώνα πληροφορούμενα πληροφορούμαινα πληροφορούμαστε
να πληροφορείςνα πληροφορείτενα πληροφορείσαινα πληροφορείστε
να πληροφορείνα πληροφορούν(ε)να πληροφορείταινα πληροφορούνται
Aoristνα πληροφορήσωνα πληροφορήσουμε, να πληροφορήσομενα πληροφορηθώνα πληροφορηθούμε
να πληροφορήσειςνα πληροφορήσετενα πληροφορηθείςνα πληροφορηθείτε
να πληροφορήσεινα πληροφορήσουν(ε)να πληροφορηθείνα πληροφορηθούν(ε)
Perfνα έχω πληροφορήσει
να έχω πληροφορημένο
να έχουμε πληροφορήσει
να έχουμε πληροφορημένο
να έχω πληροφορηθεί
να είμαι πληροφορημένος, -η
να έχουμε πληροφορηθεί
να είμαστε πληροφορημένοι, -ες
να έχεις πληροφορήσει
να έχεις πληροφορημένο
να έχετε πληροφορήσει
να έχετε πληροφορημένο
να έχεις πληροφορηθεί
να είσαι πληροφορημένος, -η
να έχετε πληροφορηθεί
να είστε πληροφορημένοι, -ες
να έχει πληροφορήσει
να έχει πληροφορημένο
να έχουν πληροφορήσει
να έχουν πληροφορημένο
να έχει πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένος, -η, -ο
να έχουν πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπληροφορείτεπληροφορείστε
Aoristπληροφόρησεπληροφορήστε, πληροφορήσετεπληροφορήσουπληροφορηθείτε
Part
izip
Presπληροφορώντας
Perfέχοντας πληροφορήσει, έχοντας πληροφορημένοπληροφορημένος, -η, -οπληροφορημένοι, -ες, -α
InfinAoristπληροφορήσειπληροφορηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback