ειδοποιώ Koine-Griechisch εἰδοποιῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ωραία, ειδοποιώ τους Λεβίν. | Prima, ich werde die Levines benachrichtigen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
πληροφορώ |
γνωστοποιώ |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ειδοποιώ | ειδοποιούμε | ειδοποιούμαι | ειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε |
ειδοποιείς | ειδοποιείτε | ειδοποιείσαι | ειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε | ||
ειδοποιεί | ειδοποιούν(ε) | ειδοποιείται | ειδοποιούνται | ||
Imper fekt | ειδοποιούσα | ειδοποιούσαμε | ειδοποιούμουν ειδοπιόμουν(α) | ειδοποιούμαστε ειδοποιόμαστε, ειδοποιόμασταν | |
ειδοποιούσες | ειδοποιούσατε | ειδοποιόσουν(α) | ειδοποιόσαστε, ειδοποιόσασταν | ||
ειδοποιούσε | ειδοποιούσαν(ε) | ειδοποιούνταν, ειδοποιείτο ειδοποιόταν(ε) | ειδοποιούνταν, ειδοποιούντο ειδοποιόνταν(ε), ειδοποιόντουσαν | ||
Aorist | ειδοποίησα | ειδοποιήσαμε | ειδοποιήθηκα | ειδοποιηθήκαμε | |
ειδοποίησες | ειδοποιήσατε | ειδοποιήθηκες | ειδοποιηθήκατε | ||
ειδοποίησε | ειδοποίησαν, ειδοποιήσαν(ε) | ειδοποιήθηκε | ειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ειδοποιώ | θα ειδοποιούμε | θα ειδοποιούμαι | θα ειδοποιούμαστε, θα ειδοποιόμαστε | |
θα ειδοποιείς | θα ειδοποιείτε | θα ειδοποιείσαι | θα ειδοποιείστε, θα ειδοποιόσαστε | ||
θα ειδοποιεί | θα ειδοποιούν(ε) | θα ειδοποιείται | θα ειδοποιούνται | ||
Fut ur | θα ειδοποιήσω | θα ειδοποιήσουμε | θα ειδοποιηθώ | θα ειδοποιηθούμε | |
θα ειδοποιήσεις | θα ειδοποιήσετε | θα ειδοποιηθείς | θα ειδοποιηθείτε | ||
θα ειδοποιήσει | θα ειδοποιήσουν(ε) | θα ειδοποιηθεί | θα ειδοποιηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ειδοποιώ | να ειδοποιούμε | να ειδοποιούμαι | να ειδοποιούμαστε, να ειδοποιόμαστε |
να ειδοποιείς | να ειδοποιείτε | να ειδοποιείσαι | να ειδοποιείστε, να ειδοποιόσαστε | ||
να ειδοποιεί | να ειδοποιούν(ε) | να ειδοποιείται | να ειδοποιούνται | ||
Aorist | να ειδοποιήσω | να ειδοποιηθώ | να ειδοποιηθούμε | ||
να ειδοποιήσεις | να ειδοποιήσετε | να ειδοποιηθείς | να ειδοποιηθείτε | ||
να ειδοποιήσει | να ειδοποιήσουν(ε) | να ειδοποιηθεί | να ειδοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ειδοποιείτε | ειδοποιείστε | ||
Aorist | ειδοποίησε | ειδοποιήστε, ειδοποιήσετε | ειδοποιήσου | ειδοποιηθείτε | |
Part izip | Pres | ειδοποιώντας | |||
Perf | έχοντας ειδοποιήσει, | ειδοποιημένος, -η, -ο | ειδοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ειδοποιήσει | ειδοποιηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | benachrichtige | ||
du | benachrichtigst | |||
er, sie, es | benachrichtigt | |||
Präteritum | ich | benachrichtigte | ||
Konjunktiv II | ich | benachrichtigte | ||
Imperativ | Singular | benachrichtige! | ||
Plural | benachrichtigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
benachrichtigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:benachrichtigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | alarmiere | ||
du | alarmierst | |||
er, sie, es | alarmiert | |||
Präteritum | ich | alarmierte | ||
Konjunktiv II | ich | alarmierte | ||
Imperativ | Singular | alarmier! alarmiere! | ||
Plural | alarmiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
alarmiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:alarmieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verständige | ||
du | verständigst | |||
er, sie, es | verständigt | |||
Präteritum | ich | verständigte | ||
Konjunktiv II | ich | verständigte | ||
Imperativ | Singular | verständig! verständige! | ||
Plural | verständigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verständigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verständigen |
ειδοποιώ [iδopió] -ούμαι : πληροφορώ κπ. για κτ. που έγινε ή θα γίνει, για να ενεργήσει ανάλογα· (πρβ. γνωστοποιώ, ενημερώνω): Aν χρειαστείς βοήθεια, ειδοποίησέ με και θα έρθω αμέσως. Σας ειδοποιούμε ότι η προθεσμία λήγει σε δέκα μέρες. Οι περίοικοι ειδοποίησαν την πυροσβεστική υπηρεσία. || Θα ερχόμουν οπωσδήποτε, αν είχα ειδοποιηθεί εγκαίρως για την άφιξή σας. || (οικ., ειρ.): Ειδοποίησέ με , όταν είναι κάποιος βέβαιος εκ των προτέρων ότι δε θα πραγματοποιηθεί κτ.: Ειδοποίησέ με, αν νομίζεις ότι αύριο θα είναι έτοιμα τα δικαιολογητικά για την υπόθεσή σου.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.