ανακοινώνω Verb (45) |
πληροφορώ Verb (30) |
γνωστοποιώ Verb (1) |
διακοινώνω Verb (0) |
διαμηνύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Und ich freue mich mitteilen zu können, dass sowohl das Europäische Parlament als auch die Mitgliedstaaten in ihren Verhandlungen zu „Erasmus für alle“ diesen neuen, verbesserten Status der Sprachen voll und ganz unterstützen. | Και με χαρά σας ανακοινώνω ότι στις διαπραγματεύσεις τους σχετικά με το «Erasmus για όλους», τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και τα κράτη μέλη υποστήριξαν απόλυτα τη νέα, ενισχυμένη θέση που προβλέπεται για τις γλώσσες. Übersetzung bestätigt |
Ehe ich dem Kommissionspräsidenten nochmals das Wort gebe, möchte ich Ihnen mitteilen, daß ich nach Artikel 37 sieben Entschließungsanträge zum Abschluß der Aussprache erhalten habe. | Πριν δώσω και πάλι τον λόγο στον Πρόεδρο της Επιτροπής, σας ανακοινώνω πως έλαβα, σύμφωνα με το άρθρο 37, επτά προτάσεις ψηφίσματος για λήξη της συζήτησης. Übersetzung bestätigt |
Gleich folgen, wie ich Ihnen noch mitteilen werde, Abstimmungen, und wir werden sehen, was dann geschieht. | Αμέσως, και αυτό το ανακοινώνω, ακολουθεί ψηφοφορία και θα δούμε τι πρόκειται να συμβεί. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte Ihnen mitteilen obwohl Sie es schon wissen -, daß die Präsidentin selbst mit ihrem Kabinett die Reihenfolge der Anfragen festlegt. | Σας ανακοινώνω -παρόλο που το γνωρίζετε ήδη ότι η ίδια η Πρόεδρος, με το γραφείο της, καθορίζει τη σειρά των ερωτήσεων. Übersetzung bestätigt |
Ich freue mich, Ihnen mitteilen zu können, daß die Kommission den Empfehlungen in den folgenden Änderungsanträgen zustimmt: 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 13, 14, 16, 18 und 20. Manche Änderungsanträge, insbesondere die Ziffern 10, 11, 21, 22 und 23, stehen gleichwohl nicht voll und ganz in Einklang mit den im Kontext mit der Geschmacksmusterrichtlinie von 1998 getroffenen Vereinbarungen und sind deshalb für die Kommission leider nicht akzeptabel. | Με ευχαρίστηση σας ανακοινώνω ότι η Επιτροπή συμφωνεί με τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στις εξής τροπολογίες: 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 13, 14, 16, 18 και 20. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Auskunft geben |
verständigen |
unterweisen |
informieren |
mitteilen |
ins Bild setzen |
orientieren |
benachrichtigen |
belehren |
in Kenntnis setzen |
ins Vertrauen ziehen |
briefen |
einweihen |
instruieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | teile mit | ||
du | teilst mit | |||
er, sie, es | teilt mit | |||
Präteritum | ich | teilte mit | ||
Konjunktiv II | ich | teilte mit | ||
Imperativ | Singular | teil mit! teile mit! | ||
Plural | teilt mit! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
mitgeteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mitteilen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληροφορώ | πληροφορούμε | πληροφορούμαι | πληροφορούμαστε |
πληροφορείς | πληροφορείτε | πληροφορείσαι | πληροφορείστε | ||
πληροφορεί | πληροφορούν(ε) | πληροφορείται | πληροφορούνται | ||
Imper fekt | πληροφορούσα | πληροφορούσαμε | πληροφορούμουν | πληροφορούμαστε | |
πληροφορούσες | πληροφορούσατε | ||||
πληροφορούσε | πληροφορούσαν(ε) | πληροφορούνταν, πληροφορείτο | πληροφορούνταν, πληροφορούντο | ||
Aorist | πληροφόρησα | πληροφορήσαμε | πληροφορήθηκα | πληροφορηθήκαμε | |
πληροφόρησες | πληροφορήσατε | πληροφορήθηκες | πληροφορηθήκατε | ||
πληροφόρησε | πληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε) | πληροφορήθηκε | πληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληροφορώ | θα πληροφορούμε | θα πληροφορούμαι | θα πληροφορούμαστε | |
θα πληροφορείς | θα πληροφορείτε | θα πληροφορείσαι | θα πληροφορείστε | ||
θα πληροφορεί | θα πληροφορούν(ε) | θα πληροφορείται | θα πληροφορούνται | ||
Fut ur | θα πληροφορήσω | θα πληροφορήσουμε | θα πληροφορηθώ | θα πληροφορηθούμε | |
θα πληροφορήσεις | θα πληροφορήσετε | θα πληροφορηθείς | θα πληροφορηθείτε | ||
θα πληροφορήσει | θα πληροφορήσουν(ε) | θα πληροφορηθεί | θα πληροφορηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πληροφορώ | να πληροφορούμε | να πληροφορούμαι | να πληροφορούμαστε |
να πληροφορείς | να πληροφορείτε | να πληροφορείσαι | να πληροφορείστε | ||
να πληροφορεί | να πληροφορούν(ε) | να πληροφορείται | να πληροφορούνται | ||
Aorist | να πληροφορήσω | να πληροφορηθώ | να πληροφορηθούμε | ||
να πληροφορήσεις | να πληροφορήσετε | να πληροφορηθείς | να πληροφορηθείτε | ||
να πληροφορήσει | να πληροφορήσουν(ε) | να πληροφορηθεί | να πληροφορηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | πληροφορείτε | πληροφορείστε | ||
Aorist | πληροφόρησε | πληροφορήστε, πληροφορήσετε | πληροφορήσου | πληροφορηθείτε | |
Part izip | Pres | πληροφορώντας | |||
Perf | έχοντας πληροφορήσει, | πληροφορημένος, -η, -ο | πληροφορημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληροφορήσει | πληροφορηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.