instruieren
 Verb

ενημερώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Lebel versteht sich darauf, seine Rekruten zu instruieren.Βλέπω ότι ο Λεμπέλ εκπαιδεύει καλά τους νέους εργαζόμενος του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde sie anrufen und instruieren.Θα της τηλεφωνήσω απόψε και τις δώσω οδηγίες.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber du musst mich etwas instruieren: Was sagt er denn?Πές μου όμως καλύτερα, τί άκριβώς σού λέει;

Übersetzung nicht bestätigt

Leutnant, instruieren Sie die Gruppe.Ενημέρωσε την ομάδα, υπολοχαγέ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde Sie ausrüsten und instruieren.Θα σας εκπαιδεύσω και θα σας εξοπλίσω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενημερώνωενημερώνουμε, ενημερώνομεενημερώνομαιενημερωνόμαστε
ενημερώνειςενημερώνετεενημερώνεσαιενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε
ενημερώνειενημερώνουν(ε)ενημερώνεταιενημερώνονται
Imper
fekt
ενημέρωναενημερώναμεενημερωνόμουν(α)ενημερωνόμαστε, ενημερωνόμασταν
ενημέρωνεςενημερώνατεενημερωνόσουν(α)ενημερωνόσαστε, ενημερωνόσασταν
ενημέρωνεενημέρωναν, ενημερώναν(ε)ενημερωνόταν(ε)ενημερώνονταν, ενημερωνόντανε, ενημερωνόντουσαν
Aoristενημέρωσαενημερώσαμεενημερώθηκαενημερωθήκαμε
ενημέρωσεςενημερώσατεενημερώθηκεςενημερωθήκατε
ενημέρωσεενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε)ενημερώθηκεενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ενημερώσει
έχω ενημερωμένο
έχουμε ενημερώσει
έχουμε ενημερωμένο
έχω ενημερωθεί
είμαι ενημερωμένος, -η
έχουμε ενημερωθεί
είμαστε ενημερωμένοι, -ες
έχεις ενημερώσει
έχεις ενημερωμένο
έχετε ενημερώσει
έχετε ενημερωμένο
έχεις ενημερωθεί
είσαι ενημερωμένος, -η
έχετε ενημερωθεί
είστε ενημερωμένοι, -ες
έχει ενημερώσει
έχει ενημερωμένο
έχουν ενημερώσει
έχουν ενημερωμένο
έχει ενημερωθεί
είναι ενημερωμένος, -η, -ο
έχουν ενημερωθεί
είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ενημερώσει
είχα ενημερωμένο
είχαμε ενημερώσει
είχαμε ενημερωμένο
είχα ενημερωθεί
ήμουν ενημερωμένος, -η
είχαμε ενημερωθεί
ήμαστε ενημερωμένοι, -ες
είχες ενημερώσει
είχες ενημερωμένο
είχατε ενημερώσει
είχατε ενημερωμένο
είχες ενημερωθεί
ήσουν ενημερωμένος, -η
είχατε ενημερωθεί
ήσαστε ενημερωμένοι, -ες
είχε ενημερώσει
είχε ενημερωμένο
είχαν ενημερώσει
είχαν ενημερωμένο
είχε ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένος, -η, -ο
είχαν ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενημερώνωθα ενημερώνουμε, θα ενημερώνομεθα ενημερώνομαιθα ενημερωνόμαστε
θα ενημερώνειςθα ενημερώνετεθα ενημερώνεσαιθα ενημερώνεστε, θα ενημερωνόσαστε
θα ενημερώνειθα ενημερώνουν(ε)θα ενημερώνεταιθα ενημερώνονται
Fut
ur
θα ενημερώσωθα ενημερώσουμε, θα ενημερώσομεθα ενημερωθώθα ενημερωθούμε
θα ενημερώσειςθα ενημερώσετεθα ενημερωθείςθα ενημερωθείτε
θα ενημερώσειθα ενημερώσουνθα ενημερωθείθα ενημερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενημερώσει
θα έχω ενημερωμένο
θα έχουμε ενημερώσει
θα έχουμε ενημερωμένο
θα έχω ενημερωθεί
θα είμαι ενημερωμένος, -η
θα έχουμε ενημερωθεί
θα είμαστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχεις ενημερώσει
θα έχεις ενημερωμένο
θα έχετε ενημερώσει
θα έχετε ενημερωμένο
θα έχεις ενημερωθεί
θα είσαι ενημερωμένος, -η
θα έχετε ενημερωθεί
θα είστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχει ενημερώσει
θα έχει ενημερωμένο
θα έχουν ενημερώσει
θα έχουν ενημερωμένο
θα έχει ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενημερώνωνα ενημερώνουμε, να ενημερώνομενα ενημερώνομαινα ενημερωνόμαστε
να ενημερώνειςνα ενημερώνετενα ενημερώνεσαινα ενημερώνεστε, να ενημερωνόσαστε
να ενημερώνεινα ενημερώνουν(ε)να ενημερώνεταινα ενημερώνονται
Aoristνα ενημερώσωνα ενημερώσουμε, να ενημερώσομενα ενημερωθώνα ενημερωθούμε
να ενημερώσειςνα ενημερώσετενα ενημερωθείςνα ενημερωθείτε
να ενημερώσεινα ενημερώσουν(ε)να ενημερωθείνα ενημερωθούν(ε)
Perfνα έχω ενημερώσει
να έχω ενημερωμένο
να έχουμε ενημερώσει
να έχουμε ενημερωμένο
να έχω ενημερωθεί
να είμαι ενημερωμένος, -η
να έχουμε ενημερωθεί
να είμαστε ενημερωμένοι, -ες
να έχεις ενημερώσει
να έχεις ενημερωμένο
να έχετε ενημερώσει
να έχετε ενημερωμένο
να έχεις ενημερωθεί
να είσαι ενημερωμένος, -η
να έχετε ενημερωθεί
να είστε ενημερωμένοι, -ες
να έχει ενημερώσει
να έχει ενημερωμένο
να έχουν ενημερώσει
να έχουν ενημερωμένο
να έχει ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένος, -η, -ο
να έχουν ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενημέρωνεενημερώνετεενημερώνεστε
Aoristενημέρωσεενημερώστε, ενημερώσετεενημερώσουενημερωθείτε
Part
izip
Presενημερώνοντας
Perfέχοντας ενημερώσει, έχοντας ενημερωμένοενημερωμένος, -η, -οενημερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristενημερώσειενημερωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback