alarmieren
 Verb

ανησυχώ Verb
(0)
ειδοποιώ Verb
(0)
καλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich musste Sophie alarmieren, sonst wären wir 13.Αναγκάστηκα να καλέσω τη Σόφι την τελευταία στιγμή, αλλιώς θα ήμασταν 13.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sollten die polizei alarmieren.Πρέπει να ενημερώσετε την Αστυνομία.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn man etwas ungewöhnliches auf der Straße findet soll man es auf keinen Fall anfassen, sondern sofort die Polizei alarmieren."... μην πανικοβληθείτε, ενημερώστε το αστυνομικό σας τμήμα."

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn die Zeit knapp wird können wir die Leute über Funk und Fernsehen alarmieren.Αν ο χρόνος μας τελειώσει, μπορείς να τους δώσεις οδηγίες, από την τηλεόραση, ή το ραδιόφωνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Man muss die Feuerwehr alarmieren.Στο σπίτι των Πιπλέ!

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανησυχώανησυχούμε
ανησυχείςανησυχείτε
ανησυχείανησυχούν(ε)
Imper
fekt
ανησυχούσαανησυχούσαμε
ανησυχούσεςανησυχούσατε
ανησυχούσεανησυχούσαν(ε)
Aoristανησύχησαανησυχήσαμε
ανησύχησεςανησυχήσατε
ανησύχησεανησύχησαν, ανησυχήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ανησυχήσειέχουμε ανησυχήσει
έχεις ανησυχήσειέχετε ανησυχήσει
έχει ανησυχήσειέχουν ανησυχήσει
Plu
perf
ekt
είχα ανησυχήσειείχαμε ανησυχήσει
είχες ανησυχήσειείχατε ανησυχήσει
είχε ανησυχήσειείχαν ανησυχήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανησυχώθα ανησυχούμε
θα ανησυχείςθα ανησυχείτε
θα ανησυχείθα ανησυχούν(ε)
Fut
ur
θα ανησυχήσωθα ανησυχήσουμε
θα ανησυχήσειςθα ανησυχήσετε
θα ανησυχήσειθα ανησυχήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανησυχήσειθα έχουμε ανησυχήσει
θα έχεις ανησυχήσειθα έχετε ανησυχήσει
θα έχει ανησυχήσειθα έχουν ανησυχήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανησυχώνα ανησυχούμε
να ανησυχείςνα ανησυχείτε
να ανησυχείνα ανησυχούν(ε)
Aoristνα ανησυχήσωνα ανησυχήσουμε, να ανησυχήσομε
να ανησυχήσειςνα ανησυχήσετε
να ανησυχήσεινα ανησυχήσουν(ε)
Perfνα έχω ανησυχήσεινα έχουμε ανησυχήσει
να έχεις ανησυχήσεινα έχετε ανησυχήσει
να έχει ανησυχήσεινα έχουν ανησυχήσει
Imper
ativ
Presανησυχείτε
Aoristανησύχησεανησυχήστε, ανησυχήσετε
Part
izip
Presανησυχώντας
Perfέχοντας ανησυχήσει
InfinAoristανησυχήσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ειδοποιώειδοποιούμεειδοποιούμαιειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε
ειδοποιείςειδοποιείτεειδοποιείσαιειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε
ειδοποιείειδοποιούν(ε)ειδοποιείταιειδοποιούνται
Imper
fekt
ειδοποιούσαειδοποιούσαμεειδοποιούμουν
ειδοπιόμουν(α)
ειδοποιούμαστε
ειδοποιόμαστε, ειδοποιόμασταν
ειδοποιούσεςειδοποιούσατεειδοποιόσουν(α)ειδοποιόσαστε, ειδοποιόσασταν
ειδοποιούσεειδοποιούσαν(ε)ειδοποιούνταν, ειδοποιείτο
ειδοποιόταν(ε)
ειδοποιούνταν, ειδοποιούντο
ειδοποιόνταν(ε), ειδοποιόντουσαν
Aoristειδοποίησαειδοποιήσαμεειδοποιήθηκαειδοποιηθήκαμε
ειδοποίησεςειδοποιήσατεειδοποιήθηκεςειδοποιηθήκατε
ειδοποίησεειδοποίησαν, ειδοποιήσαν(ε)ειδοποιήθηκεειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ειδοποιήσει
έχω ειδοποιημένο
έχουμε ειδοποιήσει
έχουμε ειδοποιημένο
έχω ειδοποιηθεί
είμαι ειδοποιημένος, -η
έχουμε ειδοποιηθεί
είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
έχεις ειδοποιήσει
έχεις ειδοποιημένο
έχετε ειδοποιήσει
έχετε ειδοποιημένο
έχεις ειδοποιηθεί
είσαι ειδοποιημένος, -η
έχετε ειδοποιηθεί
είστε ειδοποιημένοι, -ες
έχει ειδοποιήσει
έχει ειδοποιημένο
έχουν ειδοποιήσει
έχουν ειδοποιημένο
έχει ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
έχουν ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ειδοποιήσει
είχα ειδοποιημένο
είχαμε ειδοποιήσει
είχαμε ειδοποιημένο
είχα ειδοποιηθεί
ήμουν ειδοποιημένος, -η
είχαμε ειδοποιηθεί
ήμαστε ειδοποιημένοι, -ες
είχες ειδοποιήσει
είχες ειδοποιημένο
είχατε ειδοποιήσει
είχατε ειδοποιημένο
είχες ειδοποιηθεί
ήσουν ειδοποιημένος, -η
είχατε ειδοποιηθεί
ήσαστε ειδοποιημένοι, -ες
είχε ειδοποιήσει
είχε ειδοποιημένο
είχαν ειδοποιήσει
είχαν ειδοποιημένο
είχε ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένος, -η, -ο
είχαν ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ειδοποιώθα ειδοποιούμεθα ειδοποιούμαιθα ειδοποιούμαστε, θα ειδοποιόμαστε
θα ειδοποιείςθα ειδοποιείτεθα ειδοποιείσαιθα ειδοποιείστε, θα ειδοποιόσαστε
θα ειδοποιείθα ειδοποιούν(ε)θα ειδοποιείταιθα ειδοποιούνται
Fut
ur
θα ειδοποιήσωθα ειδοποιήσουμεθα ειδοποιηθώθα ειδοποιηθούμε
θα ειδοποιήσειςθα ειδοποιήσετεθα ειδοποιηθείςθα ειδοποιηθείτε
θα ειδοποιήσειθα ειδοποιήσουν(ε)θα ειδοποιηθείθα ειδοποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ειδοποιήσει
θα έχω ειδοποιημένο
θα έχουμε ειδοποιήσει
θα έχουμε ειδοποιημένο
θα έχω ειδοποιηθεί
θα είμαι ειδοποιημένος, -η
θα έχουμε ειδοποιηθεί
θα είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
θα έχεις ειδοποιήσει
θα έχεις ειδοποιημένο
θα έχετε ειδοποιήσει
θα έχετε ειδοποιημένο
θα έχεις ειδοποιηθεί
θα είσαι ειδοποιημένος, -η
θα έχετε ειδοποιηθεί
θα είστε ειδοποιημένοι, -η
θα έχει ειδοποιήσει
θα έχει ειδοποιημένο
θα έχουν ειδοποιήσει
θα έχουν ειδοποιημένο
θα έχει ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
θα έχουν ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ειδοποιώνα ειδοποιούμενα ειδοποιούμαινα ειδοποιούμαστε, να ειδοποιόμαστε
να ειδοποιείςνα ειδοποιείτενα ειδοποιείσαινα ειδοποιείστε, να ειδοποιόσαστε
να ειδοποιείνα ειδοποιούν(ε)να ειδοποιείταινα ειδοποιούνται
Aoristνα ειδοποιήσωνα ειδοποιήσουμε, να ειδοποιήσομενα ειδοποιηθώνα ειδοποιηθούμε
να ειδοποιήσειςνα ειδοποιήσετενα ειδοποιηθείςνα ειδοποιηθείτε
να ειδοποιήσεινα ειδοποιήσουν(ε)να ειδοποιηθείνα ειδοποιηθούν(ε)
Perfνα έχω ειδοποιήσει
να έχω ειδοποιημένο
να έχουμε ειδοποιήσει
να έχουμε ειδοποιημένο
να έχω ειδοποιηθεί
να είμαι ειδοποιημένος, -η
να έχουμε ειδοποιηθεί
να είμαστε ειδοποιημένοι, -ες
να έχεις ειδοποιήσει
να έχεις ειδοποιημένο
να έχετε ειδοποιήσει
να έχετε ειδοποιημένο
να έχεις ειδοποιηθεί
να είσαι ειδοποιημένος, -η
να έχετε ειδοποιηθεί
να είστε ειδοποιημένοι, -ες
να έχει ειδοποιήσει
να έχει ειδοποιημένο
να έχουν ειδοποιήσει
να έχουν ειδοποιημένο
να έχει ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένος, -η, -ο
να έχουν ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presειδοποιείτεειδοποιείστε
Aoristειδοποίησεειδοποιήστε, ειδοποιήσετεειδοποιήσουειδοποιηθείτε
Part
izip
Presειδοποιώντας
Perfέχοντας ειδοποιήσει, έχοντας ειδοποιημένοειδοποιημένος, -η, -οειδοποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristειδοποιήσειειδοποιηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλώκαλούμεκαλούμαικαλούμαστε
καλείςκαλείτεκαλείσαικαλείστε
καλείκαλούν(ε)καλείταικαλούνται
Imper
fekt
καλούσακαλούσαμεκαλούμουνκαλούμαστε
καλούσεςκαλούσατε
καλούσεκαλούσαν(ε)καλούνταν, εκαλείτοκαλούνταν, εκαλούντο
Aoristκάλεσακαλέσαμεκαλέστηκα, κλήθηκακαλεστήκαμε, κληθήκαμε
κάλεσεςκαλέσατεκαλέστηκες, κλήθηκεςκαλεστήκατε, κληθήκατε
κάλεσεκάλεσαν, καλέσαν(ε)καλέστηκε, κλήθηκεκαλέστηκαν, καλεστήκαν(ε)
κλήθηκαν, κληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω καλέσει
έχω καλεσμένο
έχουμε καλέσει
έχουμε καλεσμένο
έχω καλεστεί/κληθεί
είμαι καλεσμένος, -η
έχουμε καλεστεί/κληθεί
είμαστε καλεσμένοι, -ες
έχεις καλέσει
έχεις καλεσμένο
έχετε καλέσει
έχετε καλεσμένο
έχεις καλεστεί/κληθεί
είσαι καλεσμένος, -η
έχετε καλεστεί/κληθεί
είστε καλεσμένοι, -ες
έχει καλέσει
έχει καλεσμένο
έχουν καλέσει
έχουν καλεσμένο
έχει καλεστεί/κληθεί
είναι καλεσμένος, -η, -ο
έχουν καλεστεί/κληθεί
είναι καλεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα καλέσει
είχα καλεσμένο
είχαμε καλέσει
είχαμε καλεσμενο
είχα καλεστεί/κληθεί
ήμουν καλεσμένος, -η
είχαμε καλεστεί/κληθεί
ήμαστε καλεσμένοι, -ες
είχες καλέσει
είχες καλεσμένο
είχατε καλέσει
είχατε καλεσμένο
είχες καλεστεί/κληθεί
έσουν καλεσμένος, -η
είχατε καλεστεί/κληθεί
έσαστε καλεσμένοι, -ες
είχε καλέσει
είχε καλεσμένο
είχαν καλέσει
είχαν καλεσμένο
είχε καλεστεί/κληθεί
ήταν καλεσμένος, -η, -ο
είχαν καλεστεί/κληθεί
ήταν καλεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλώθα καλούμεθα καλούμαιθα καλούμαστε
θα καλείςθα καλείτεθα καλείσαιθα καλείστε
θα καλείθα καλούν(ε)θα καλείταιθα καλούνται
Fut
ur
θα καλέσωθα καλέσουμε, θα καλέσομεθα καλεστώ, θα κληθώθα καλεστούμε, θα κληθούμε
θα καλέσειςθα καλέσετεθα καλεστείς, θα κληθείςθα καλεστείτε, θα κληθείτε
θα καλέσειθα καλέσουν(ε)θα καλεστεί, θα κληθείθα καλεστούν(ε), θα κληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλέσει
θα έχω καλεσμένο
θα έχουμε καλέσει
θα έχουμε καλεσμένο
θα έχω καλεστεί/κληθεί
θα είμαι καλεσμένος, -η
θα έχουμε καλεστεί/κληθεί
θα είμαστε καλεσμένοι, -ες
θα έχεις καλέσει
θα έχεις καλεσμένο
θα έχετε καλέσει
θα έχετε καλεσμένο
θα έχεις καλεστεί/κληθεί
θα είσαι καλεσμένος, -η
θα έχετε καλεστεί/κληθεί
θα είστε καλεσμένοι, -η
θα έχει καλέσει
θα έχει καλεσμένο
θα έχουν καλέσει
θα έχουν καλεσμένο
θα έχει καλεστεί/κληθεί
θα είναι καλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν καλεστεί/κληθεί
θα είναι καλεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλώνα καλούμενα καλούμαινα καλούμαστε
να καλείςνα καλείτενα καλείσαινα καλείστε
να καλείνα καλούν(ε)να καλείταινα καλούνται
Aoristνα καλέσωνα καλέσουμε, να καλέσομενα καλεστώ, να κληθώνα καλεστούμε, να κληθούμε
να καλέσειςνα καλέσετενα καλεστείς, να κληθείςνα καλεστείτε, να κληθείτε
να καλέσεινα καλέσουν(ε)να καλεστεί, να κληθείνα καλεστούν(ε), να κληθούν(ε)
Perfνα έχω καλέσει
να έχω καλεσμένο
να έχουμε καλέσει
να έχουμε καλεσμένο
να έχω καλεστεί/κληθεί
να είμαι καλεσμένος, -η
να έχουμε καλεστεί/κληθεί
να είμαστε καλεσμενοι, -ες
να έχεις καλέσει
να έχεις καλεσμένο
να έχετε καλέσει
να έχετε καλεσμένο
να έχεις καλεστεί/κληθεί
να είσαι καλεσμένος, -η
να έχετε καλεστεί/κληθεί
να είστε καλεσμένοι, -ες
να έχει καλέσει
να έχει καλεσμένο
να έχουν καλέσει
να έχουν καλεσμένο
να έχει καλεστεί/κληθεί
να είναι καλεσμένος, -η, -ο
να έχουν καλεστεί/κληθεί
να είναι καλεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαλείτεκαλείστε
Aoristκάλεσεκαλέστε, καλέσετεκαλέσουκαλεστείτε, κληθείτε
Part
izip
Presκαλώνταςκαλούμενος
Perfέχοντας καλέσει, έχοντας καλεσμένοκαλεσμένος, -η, -οκαλεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλέσεικαλεστεί/κληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback