{το}  εργαστήριο Subst.  [ergastirio, errastirio, ergasthrio]

{das}    Subst.
(4011)
{das}    Subst.
(453)
{der}    Subst.
(295)
{die}    Subst.
(163)

Etymologie zu εργαστήριο

εργαστήριο altgriechisch ἐργαστήριον


GriechischDeutsch
Κάθε πληροφορία σχετικά με μια εγκατάσταση ή εργαστήριο (π.χ. αναστολή, ανάκληση … κ.λπ.) που τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση των λοιπών κρατών μελών και του κοινού παρατίθεται στη στήλη «παρατηρήσεις».Alle Informationen über eine Einrichtung oder ein Labor (z. B. Aussetzung oder Widerruf), die ein Mitgliedstaat den übrigen Mitgliedstaaten und der Öffentlichkeit zugänglich macht, werden in die Spalte „Anmerkungen“ aufgenommen.

Übersetzung bestätigt

Όλα τα πειράματα (τόσο σε ζώα όσο και στο εργαστήριο) θα διενεργηθούν τηρώντας αυστηρά του όρους βιοασφάλειας και βιολογικού περιορισμού που εφαρμόζονται ήδη από το ΚΕΑ για τη γρίπη των πτηνών.Sämtliche Untersuchungen (sowohl an Tieren als auch im Labor) werden unter strenger Einhaltung der Bedingungen für die biologische Sicherheit und das Containment durchgeführt, die das Referenzlaboratorium bereits zur Untersuchung der aviären Influenza anwendet.

Übersetzung bestätigt

Όλα τα οροθετικά ευρήματα επιβεβαιώνονται από τα εθνικά εργαστήρια με δοκιμασία αναστολής της αιμοσυγκόλλησης, με τη χρησιμοποίηση προσδιορισμένων στελεχών τα οποία προμηθεύει το ΚΕΑ:Alle positiven serologischen Befunde werden vom nationalen Labor durch einen Hämagglutinations-Hemmtest bestätigt; dabei sind folgende vom GRL bereitgestellte Stämme zu verwenden:

Übersetzung bestätigt

άτομο που εργάζεται σε εργαστήριο στο οποίο δοκιμάζονται δείγματα του νέου ιού της γρίπης A(H1N1).eine Person, die in einem Labor arbeitet, in dem Proben des neuartigen Influenza-Virus des Typs A(H1N1) getestet werden.

Übersetzung bestätigt

Οι δοκιμές πραγματοποιούνται σε διαπιστευμένο εργαστήριο σύμφωνα με την εγκεκριμένη μέθοδο ανίχνευσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.Die Untersuchung wird in einem ordnungsgemäß akkreditierten Labor und gemäß der validierten Nachweismethode laut dem Anhang der vorliegenden Entscheidung durchgeführt.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu εργαστήριο

εργαστήριο το [erγastírio] : κλειστός χώρος εφοδιασμένος με εργαλεία, όργανα κτλ. αναγκαία για την άσκηση ορισμένης πρακτικής δραστηριότητας, ιδίως: α. τεχνικής ή κατασκευαστικής: Tο εργαστήριο ενός τεχνίτη, όπου αυτός εργάζεται μόνος ή με βοηθούς. Ξυλουργικό / ηλεκτρολογικό εργαστήριο. Tο εργαστήριο του φωτογράφου / του οδοντοτεχνίτη. Ένα εργαστήριο ραπτικής / ζαχαροπλαστικής. β. καλλιτεχνικής (ιδ. για εικαστικές τέχνες): Tο εργαστήριο του γλύπτη / του ζωγράφου. γ. επιστημονικής ή τεχνολογικής: Επιστημονικό εργαστήριο. Tο εργαστήριο φυσικής / χημείας / ανατομίας / ψυχολογίας. Mικροβιολογικό εργαστήριο. Πανεπιστημιακά εργαστήρια, για έρευνα ή για πρακτική άσκηση των φοιτητών: Διευθυντής / επιμελητής / βοηθός εργαστηρίου. || εργαστηριακό μάθημα: Aποκλείστηκε από τις πτυχιακές εξετάσεις, γιατί δεν είχε τελειώσει τα εργαστήρια.

[λόγ. < αρχ. ἐργαστήριον]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback