εργαστήριο altgriechisch ἐργαστήριον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κάθε πληροφορία σχετικά με μια εγκατάσταση ή εργαστήριο (π.χ. αναστολή, ανάκληση … κ.λπ.) που τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση των λοιπών κρατών μελών και του κοινού παρατίθεται στη στήλη «παρατηρήσεις». | Alle Informationen über eine Einrichtung oder ein Labor (z. B. Aussetzung oder Widerruf), die ein Mitgliedstaat den übrigen Mitgliedstaaten und der Öffentlichkeit zugänglich macht, werden in die Spalte „Anmerkungen“ aufgenommen. Übersetzung bestätigt |
Όλα τα πειράματα (τόσο σε ζώα όσο και στο εργαστήριο) θα διενεργηθούν τηρώντας αυστηρά του όρους βιοασφάλειας και βιολογικού περιορισμού που εφαρμόζονται ήδη από το ΚΕΑ για τη γρίπη των πτηνών. | Sämtliche Untersuchungen (sowohl an Tieren als auch im Labor) werden unter strenger Einhaltung der Bedingungen für die biologische Sicherheit und das Containment durchgeführt, die das Referenzlaboratorium bereits zur Untersuchung der aviären Influenza anwendet. Übersetzung bestätigt |
Όλα τα οροθετικά ευρήματα επιβεβαιώνονται από τα εθνικά εργαστήρια με δοκιμασία αναστολής της αιμοσυγκόλλησης, με τη χρησιμοποίηση προσδιορισμένων στελεχών τα οποία προμηθεύει το ΚΕΑ: | Alle positiven serologischen Befunde werden vom nationalen Labor durch einen Hämagglutinations-Hemmtest bestätigt; dabei sind folgende vom GRL bereitgestellte Stämme zu verwenden: Übersetzung bestätigt |
άτομο που εργάζεται σε εργαστήριο στο οποίο δοκιμάζονται δείγματα του νέου ιού της γρίπης A(H1N1). | eine Person, die in einem Labor arbeitet, in dem Proben des neuartigen Influenza-Virus des Typs A(H1N1) getestet werden. Übersetzung bestätigt |
Οι δοκιμές πραγματοποιούνται σε διαπιστευμένο εργαστήριο σύμφωνα με την εγκεκριμένη μέθοδο ανίχνευσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης. | Die Untersuchung wird in einem ordnungsgemäß akkreditierten Labor und gemäß der validierten Nachweismethode laut dem Anhang der vorliegenden Entscheidung durchgeführt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
εργαστήριον |
εργαστήριο υδραυλικού |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Laboratorium | die Laboratorien |
Genitiv | des Laboratoriums | der Laboratorien |
Dativ | dem Laboratorium | den Laboratorien |
Akkusativ | das Laboratorium | die Laboratorien |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Werkstatt | die Werkstätten |
Genitiv | der Werkstatt | der Werkstätten |
Dativ | der Werkstatt | den Werkstätten |
Akkusativ | die Werkstatt | die Werkstätten |
εργαστήριο το [erγastírio] : κλειστός χώρος εφοδιασμένος με εργαλεία, όργανα κτλ. αναγκαία για την άσκηση ορισμένης πρακτικής δραστηριότητας, ιδίως: α. τεχνικής ή κατασκευαστικής: Tο εργαστήριο ενός τεχνίτη, όπου αυτός εργάζεται μόνος ή με βοηθούς. Ξυλουργικό / ηλεκτρολογικό εργαστήριο. Tο εργαστήριο του φωτογράφου / του οδοντοτεχνίτη. Ένα εργαστήριο ραπτικής / ζαχαροπλαστικής. β. καλλιτεχνικής (ιδ. για εικαστικές τέχνες): Tο εργαστήριο του γλύπτη / του ζωγράφου. γ. επιστημονικής ή τεχνολογικής: Επιστημονικό εργαστήριο. Tο εργαστήριο φυσικής / χημείας / ανατομίας / ψυχολογίας. Mικροβιολογικό εργαστήριο. Πανεπιστημιακά εργαστήρια, για έρευνα ή για πρακτική άσκηση των φοιτητών: Διευθυντής / επιμελητής / βοηθός εργαστηρίου. || εργαστηριακό μάθημα: Aποκλείστηκε από τις πτυχιακές εξετάσεις, γιατί δεν είχε τελειώσει τα εργαστήρια.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.