χάρη altgriechisch χάρις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Λόγω των στερεοτύπων, την αντιμετωπίζει ως βοηθό στην οποία κάνει χάρη δίνοντάς της κάποιες ώρες εργασίας. | Aufgrund von Stereotypen sehen sie sie als eine Aushilfe, der sie einen Gefallen tun, indem sie ihr einige Stunden Arbeit anbieten. Übersetzung bestätigt |
Γιατί δεν θέλει να κάνει τη χάρη στους εκλογείς να βάλει όλα τα έγγραφα στο Διαδίκτυο ώστε να μπορούν να διαβάζονται στο Κάρουπ και την Πράγα, στο Μπόγενσε και τη Βουδαπέστη; | Warum tun wir den Wählern nicht den Gefallen und veröffentlichen sämtliche Dokumente im Internet, damit man sie in Karup und Prag, in Bogense und in Budapest lesen kann? Übersetzung bestätigt |
Παρόλα αυτά, υπάρχει ακόμη μια νοοτροπία ότι κάνουμε χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους με το να τους επιτρέπουμε να εισέλθουν στην ΕΕ για να στηρίξουν την οικονομία μας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισής μας. | Dennoch hält sich die Meinung, dass wir diesen Menschen einen Gefallen tun, indem wir sie zur Unterstützung unserer Wirtschaft und unseres Sozialsystems in die EU einreisen lassen. Übersetzung bestätigt |
Θέλαμε να κάνουμε μια χάρη στην Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων αφήνοντας στην άκρη περισσότερους πόρους για την ισότητα των φύλων, θέλαμε δε να αφήσουμε στην άκρη και πόρους για τις συνθήκες εργασίας. | Wir wollten dem Ausschuss für die Rechte der Frau und die Gleichstellung der Geschlechter einen Gefallen tun, indem wir mehr Mittel für die Gleichstellung der Geschlechter bereitgestellt haben, und außerdem waren wir bestrebt, einige Mittel für die Arbeitsbedingungen zur Verfügung zu stellen. Übersetzung bestätigt |
Αυτή η ισραηλινή κυβέρνηση, που έχει ποσοστό αποδοχής περίπου 3%, κάνει στη Χαμάς τη χάρη να προσπαθήσει να εξοντώσει την πηγή των επιθέσεων με στρατιωτικά μέσα. | Diese israelische Regierung, die Zustimmungsraten von um die 3% erzielt, tut der Hamas den Gefallen und versucht, die Quelle der Angriffe militärisch auszuschalten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu χάρη.
χάρη η [xári] Ο30α : I1α.(για έμψ. και άψ.) ομορφιά και απλότητα στην εξωτερική εμφάνιση ή στις εκδηλώσεις, που προκαλεί ευχαρίστηση: Γυναικεία χάρη και κομψότητα. Mια κοπέλα όλο χάρη κι ομορφιά. Περπατάει / κινείται με χάρη. Tο Ερέχθειο έχει τη χάρη του ιωνικού ρυθμού. β. (συνήθ. πληθ.) ψυχική ή πνευματική ικανότητα· χάρισμα: Aυτό το παιδί έχει πολλές χάρες. Έχει τη χάρη να μιλάει ωραία. || Άλλη χάρη έχει η θάλασσα το καλοκαίρι, υπερτερεί σε σχέση π.χ. με το βουνό. || (έκφρ.) άλλος έχει το όνο μα* κι άλλος (έχει) τη χάρη. ΠAΡ Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η αλεπού* τη χάρη. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.