ακολουθώ Katharevousa ἀκολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω-ῶ ἀκόλουθος α αθροιστικό + κέλευθος (οδός, πορεία)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ηγεσία δεν σημαίνει ακολουθώ δημοφιλείς ή λαϊκίστικες τάσεις. | Führungsfähigkeit heißt, nicht einfach populären oder populistischen Trends zu folgen. Übersetzung bestätigt |
Αν πιστεύετε ότι είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ τη γνώμη ενός και μόνον ινστιτούτου και να αγνοώ τις απόψεις όλων των υπολοίπων, τότε παρακαλώ να μου το πείτε και να με επιπλήξετε γι' αυτό. | Wenn Sie der Meinung sind, dass ich dazu verpflichtet gewesen wäre, der Meinung eines Einzelinstituts zu folgen und der Meinung aller anderen nicht, dann dürfen Sie mir das sagen und dann dürfen Sie mich dafür tadeln. Übersetzung bestätigt |
Οπότε, έμαθα να ακολουθώ τις προσταγές του ενστίκτου μου, παρόλο που δεν μπορείς κατ' ανάγκη να τις εξηγήσεις ή να ξέρεις τι έκβαση θα έχουν. | Ich lernte Intuitionen zu folgen, auch wenn man sie nicht unbedingt begründen kann oder weiß wohin sie führen werden. Übersetzung nicht bestätigt |
Έμαθα, όμως, να ακολουθώ τις επιταγές του ενστίκτου μου, χωρίς να κάνω υποθέσεις για την έκβαση που θα έχουν. | Aber ich habe gelernt, der Intuition zu folgen aber niemals Vermutungen über das "wohin" anzustellen. Übersetzung nicht bestätigt |
Και όταν ξανάρχισα να ακολουθώ αυτές τις οκτώ αρχές, το μαύρο σύννεφο πάνω απο το κεφάλι μου εξαφανίστηκε. | Und als ich wieder damit anfing, diesen acht Prinzipien zu folgen, verschwand die schwarze Wolke über mir. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
παίρνω από πίσω |
συνοδεύω |
παρακολουθώ |
πρεσβεύω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ακολούθως |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ακολουθάω | ακολουθάμε, ακολουθούμε | ακολουθιέμαι | ακολουθιόμαστε |
ακολουθάς | ακολουθάτε | ακολουθιέσαι | ακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε | ||
ακολουθάει, ακολουθά | ακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε) | ακολουθιέται | ακολουθιούνται, ακολουθιόνται | ||
Imper fekt | ακολουθούσα, ακολούθαγα | ακολουθούσαμε, ακολουθάγαμε | ακολουθιόμουν(α) | ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν | |
ακολουθούσες, ακολούθαγες | ακολουθούσατε, ακολουθάγατε | ακολουθιόσουν(α) | ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν | ||
ακολουθούσε, ακολούθαγε | ακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανε | ακολουθιόταν(ε) | ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν | ||
Aorist | ακολούθησα | ακολουθήσαμε | ακολουθήθηκα | ακολουθηθήκαμε | |
ακολούθησες | ακολουθήσατε | ακολουθήθηκες | ακολουθηθήκατε | ||
ακολούθησε | ακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε) | ακολουθήθηκε | ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ακολουθήσει | έχουμε ακολουθήσει | έχω ακολουθηθεί | έχουμε ακολουθηθεί | |
έχεις ακολουθήσει | έχετε ακολουθήσει | έχεις ακολουθηθεί | έχετε ακολουθηθεί | ||
έχει ακολουθήσει | έχουν ακολουθήσει | έχει ακολουθηθεί | έχουν ακολουθηθεί | ||
Plu perf ekt | είχα ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | είχα ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | |
είχες ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | είχες ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | ||
είχε ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | είχε ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ακολουθάω, θα ακολουθώ | θα ακολουθάμε, θα ακολουθούμε | θα ακολουθιέμαι | θα ακολουθιόμαστε | |
θα ακολουθάς | θα ακολουθάτε | θα ακολουθιέσαι | θα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε | ||
θα ακολουθάει, θα ακολουθά | θα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε) | θα ακολουθιέται | θα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται | ||
Fut ur | θα ακολουθήσω | θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομε | θα ακολουθηθώ | θα ακολουθηθούμε | |
θα ακολουθήσεις | θα ακολουθήσετε | θα ακολουθηθείς | θα ακολουθηθείτε | ||
θα ακολουθήσει | θα ακολουθήσουν(ε) | θα ακολουθηθεί | θα ακολουθηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | θα έχω ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | |
θα έχεις ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | ||
θα έχει ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | θα έχει ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ακολουθάω, να ακολουθώ | να ακολουθάμε, να ακολουθούμε | να ακολουθιέμαι | να ακολουθιόμαστε |
να ακολουθάς | να ακολουθάτε | να ακολουθιέσαι | να ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε | ||
να ακολουθάει, να ακολουθά | να ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε) | να ακολουθιέται | να ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται | ||
Aorist | να ακολουθήσω | να ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομε | να ακολουθηθώ | να ακολουθηθούμε | |
να ακολουθήσεις | να ακολουθήσετε | να ακολουθηθείς | να ακολουθηθείτε | ||
να ακολουθήσει | να ακολουθήσουν(ε) | να ακολουθηθεί | να ακολουθηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | να έχω ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | |
να έχεις ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | να έχεις ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | ||
να έχει ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει | να έχει ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί | ||
Imper ativ | Pres | ακόλουθα, ακολούθαγε | ακολουθάτε | ακολουθιέστε | |
Aorist | ακολούθησε, ακολούθα | ακολουθήστε | ακολουθήσου | ακολουθηθείτε | |
Part izip | Pres | ακολουθώντας | |||
Perf | έχοντας ακολουθήσει | ||||
Infin | Aorist | ακολουθήσει | ακολουθηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | folge | ||
du | folgst | |||
er, sie, es | folgt | |||
Präteritum | ich | folgte | ||
Konjunktiv II | ich | folgte | ||
Imperativ | Singular | folge! folg! | ||
Plural | folgt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefolgt | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:folgen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befolge | ||
du | befolgst | |||
er, sie, es | befolgt | |||
Präteritum | ich | befolgte | ||
Konjunktiv II | ich | befolgte | ||
Imperativ | Singular | befolg! befolge! | ||
Plural | befolgt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befolgt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befolgen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schlage ein | ||
du | schlägst ein | |||
er, sie, es | schlägt ein | |||
Präteritum | ich | schlug ein | ||
Konjunktiv II | ich | schlüge ein | ||
Imperativ | Singular | schlag ein! | ||
Plural | schlagt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingeschlagen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einschlagen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe nach | ||
du | gehst nach | |||
er, sie, es | geht nach | |||
Präteritum | ich | ging nach | ||
Konjunktiv II | ich | ginge nach | ||
Imperativ | Singular | geh nach! gehe nach! | ||
Plural | geht nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachgehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | — | ||
du | — | |||
es | erfolgt | |||
Präteritum | es | erfolgte | ||
Konjunktiv II | es | erfolgte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfolgt | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfolgen |
ακολουθώ [akoluθó] -ούμαι : 1α.για κπ. ή για κτ. που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κπ. ή από κτ. άλλο: Kάποιος άγνωστος / ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε. Πολύς κόσμος ακολούθησε τον Επιτάφιο. Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου. Ο σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. (έκφρ.) ακολουθώ κπ. με το βλέμμα μου, κατευθύνω το βλέμμα μου εκεί όπου κινείται κάποιος. ακολουθώ κπ. κατά βήμα* / πόδας*. || (μτφ.): Οι τύψεις τον ακολουθούσαν σε όλη τη ζωή του. β. πηγαίνω κάπου ύστερα από κπ. άλλο, με σχετικά μικρή χρονική διαφορά: Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του. Πήγαινε εσύ κι εγώ θα ακολουθήσω. γ. συνοδεύω κπ.: H γυναίκα του τον ακολουθεί σε όλα τα ταξίδια του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.