einschlagen
 Verb

ακολουθώ Verb
(2)
μπήγω Verb
(0)
σπάζω Verb
(0)
παίρνω Verb
(0)
τυλίγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Um Ihre Frage zu beantworten, nach Frühstück bei Tiffany will ich einen ganz anderen Pfad einschlagen. Indem ich eine ganz neue Art des Schreibens erfinde.Για να απαντήσω, μετά το Πρόγευμα στo Tίφανις... ακολουθώ άλλη πορεία κι επινόησα ένα νέο γράψιμο:

Übersetzung nicht bestätigt

Wie auch immer, also mein Vater war ein Physiker, ja, aber er ist durchgedreht,... Und als ich mich denselben Weg einschlagen sah, schmiss ich hin und bin aus Stanford raus.Ο πατέρας μου ήταν φυσικός, αλλά βάρεσε μπιέλα και όταν με είδα να ακολουθώ τα ίδια του τα βήματα τα παράτησα όλα κι έφυγα από το Στάνφορντ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακολουθάωακολουθάμε, ακολουθούμεακολουθιέμαιακολουθιόμαστε
ακολουθάςακολουθάτεακολουθιέσαιακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε
ακολουθάει, ακολουθάακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε)ακολουθιέταιακολουθιούνται, ακολουθιόνται
Imper
fekt
ακολουθούσα, ακολούθαγαακολουθούσαμε, ακολουθάγαμεακολουθιόμουν(α)ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν
ακολουθούσες, ακολούθαγεςακολουθούσατε, ακολουθάγατεακολουθιόσουν(α)ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν
ακολουθούσε, ακολούθαγεακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανεακολουθιόταν(ε)ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν
Aoristακολούθησαακολουθήσαμεακολουθήθηκαακολουθηθήκαμε
ακολούθησεςακολουθήσατεακολουθήθηκεςακολουθηθήκατε
ακολούθησεακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε)ακολουθήθηκεακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ακολουθήσειέχουμε ακολουθήσειέχω ακολουθηθείέχουμε ακολουθηθεί
έχεις ακολουθήσειέχετε ακολουθήσειέχεις ακολουθηθείέχετε ακολουθηθεί
έχει ακολουθήσειέχουν ακολουθήσειέχει ακολουθηθείέχουν ακολουθηθεί
Plu
perf
ekt
είχα ακολουθήσειείχαμε ακολουθήσειείχα ακολουθηθείείχαμε ακολουθηθεί
είχες ακολουθήσειείχατε ακολουθήσειείχες ακολουθηθείείχατε ακολουθηθεί
είχε ακολουθήσειείχαν ακολουθήσειείχε ακολουθηθείείχαν ακολουθηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακολουθάω, θα ακολουθώθα ακολουθάμε, θα ακολουθούμεθα ακολουθιέμαιθα ακολουθιόμαστε
θα ακολουθάςθα ακολουθάτεθα ακολουθιέσαιθα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε
θα ακολουθάει, θα ακολουθάθα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε)θα ακολουθιέταιθα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται
Fut
ur
θα ακολουθήσωθα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομεθα ακολουθηθώθα ακολουθηθούμε
θα ακολουθήσειςθα ακολουθήσετεθα ακολουθηθείςθα ακολουθηθείτε
θα ακολουθήσειθα ακολουθήσουν(ε)θα ακολουθηθείθα ακολουθηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακολουθήσειθα έχουμε ακολουθήσειθα έχω ακολουθηθείθα έχουμε ακολουθηθεί
θα έχεις ακολουθήσειθα έχετε ακολουθήσειθα έχεις ακολουθηθείθα έχετε ακολουθηθεί
θα έχει ακολουθήσειθα έχουν ακολουθήσειθα έχει ακολουθηθείθα έχουν ακολουθηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακολουθάω, να ακολουθώνα ακολουθάμε, να ακολουθούμενα ακολουθιέμαινα ακολουθιόμαστε
να ακολουθάςνα ακολουθάτενα ακολουθιέσαινα ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε
να ακολουθάει, να ακολουθάνα ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε)να ακολουθιέταινα ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται
Aoristνα ακολουθήσωνα ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομενα ακολουθηθώνα ακολουθηθούμε
να ακολουθήσειςνα ακολουθήσετενα ακολουθηθείςνα ακολουθηθείτε
να ακολουθήσεινα ακολουθήσουν(ε)να ακολουθηθείνα ακολουθηθούν(ε)
Perfνα έχω ακολουθήσεινα έχουμε ακολουθήσεινα έχω ακολουθηθείνα έχουμε ακολουθηθεί
να έχεις ακολουθήσεινα έχετε ακολουθήσεινα έχεις ακολουθηθείνα έχετε ακολουθηθεί
να έχει ακολουθήσεινα έχουν ακολουθήσεινα έχει ακολουθηθείνα έχουν ακολουθηθεί
Imper
ativ
Presακόλουθα, ακολούθαγεακολουθάτεακολουθιέστε
Aoristακολούθησε, ακολούθαακολουθήστεακολουθήσουακολουθηθείτε
Part
izip
Presακολουθώντας
Perfέχοντας ακολουθήσει
InfinAoristακολουθήσειακολουθηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπάζωσπάζουμε, σπάζομεσπάζομαισπαζόμαστε
σπάζειςσπάζετεσπάζεσαισπάζεστε, σπαζόσαστε
σπάζεισπάζουν(ε)σπάζεταισπάζονται
Imper
fekt
έσπαζασπάζαμεσπαζόμουν(α)σπαζόμαστε, σπαζόμασταν
έσπαζεςσπάζατεσπαζόσουν(α)σπαζόσαστε, σπαζόσασταν
έσπαζεέσπαζαν, σπάζαν(ε)σπαζόταν(ε)σπάζονταν, σπαζόντανε, σπαζόντουσαν
Aoristέσπασασπάσαμεσπάστηκασπαστήκαμε
έσπασεςσπάσατεσπάστηκεςσπαστήκατε
έσπασεέσπασαν, σπάσαν(ε)σπάστηκεσπάστηκαν, σπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σπάσει
έχω σπασμένο
έχουμε σπάσει
έχουμε σπασμένο
έχω σπαστεί
είμαι σπασμένος, -η
έχουμε σπαστεί
είμαστε σπασμένοι, -ες
έχεις σπάσει
έχεις σπασμένο
έχετε σπάσει
έχετε σπασμένο
έχεις σπαστεί
είσαι σπασμένος, -η
έχετε σπαστεί
είστε σπασμένοι, -ες
έχει σπάσει
έχει σπασμένο
έχουν σπάσει
έχουν σπασμένο
έχει σπαστεί
είναι σπασμένος, -η, -ο
έχουν σπαστεί
είναι σπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σπάσει
είχα σπασμένο
είχαμε σπάσει
είχαμε αγορσμένο
είχα σπαστεί
ήμουν σπασμένος, -η
είχαμε σπαστεί
ήμαστε σπασμένοι, -ες
είχες σπάσει
είχες σπασμένο
είχατε σπάσει
είχατε σπασμένο
είχες σπαστεί
ήσουν σπασμένος, -η
είχατε σπαστεί
ήσαστε σπασμένοι, -ες
είχε σπάσει
είχε σπασμένο
είχαν σπάσει
είχαν σπασμένο
είχε σπαστεί
ήταν σπασμένος, -η, -ο
είχαν σπαστεί
ήταν σπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπάζωθα σπάζουμε, θα σπάζομεθα σπάζομαιθα σπαζόμαστε
θα σπάζειςθα σπάζετεθα σπάζεσαιθα σπάζεστε, θα σπαζόσαστε
θα σπάζειθα σπάζουν(ε)θα σπάζεταιθα σπάζονται
Fut
ur
θα σπάσωθα σπάσουμε, θα σπάζομεθα σπαστώθα σπαστούμε
θα σπάσειςθα σπάσετεθα σπαστείςθα σπαστείτε
θα σπάσειθα σπάσουν(ε)θα σπαστείθα σπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπάσει
θα έχω σπασμένο
θα έχουμε σπάσει
θα έχουμε σπασμένο
θα έχω σπαστεί
θα είμαι σπασμένος, -η
θα έχουμε σπαστεί
θα είμαστε σπασμένοι, -ες
θα έχεις σπάσει
θα έχεις σπασμένο
θα έχετε σπάσει
θα έχετε σπασμένο
θα έχεις σπαστεί
θα είσαι σπασμένος, -η
θα έχετε σπαστεί
θα είστε σπασμένοι, -ες
θα έχει σπάσει
θα έχει σπασμένο
θα έχουν σπάσει
θα έχουν σπασμένο
θα έχει σπαστεί
θα είναι σπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαστεί
θα είναι σπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπάζωνα σπάζουμε, να σπάζομενα σπάζομαινα σπαζόμαστε
να σπάζειςνα σπάζετενα σπάζεσαινα σπάζεστε, να σπαζόσαστε
να σπάζεινα σπάζουν(ε)να σπάζεταινα σπάζονται
Aoristνα σπάσωνα σπάσουμε, να σπάσομενα σπαστώνα σπαστούμε
να σπάσειςνα σπάσετενα σπαστείςνα σπαστείτε
να σπάσεινα σπάσουν(ε)να σπαστείνα σπαστούν(ε)
Perfνα έχω σπάσει
να έχω σπασμένο
να έχουμε σπάσει
να έχουμε σπασμένο
να έχω σπαστεί
να είμαι σπασμένος, -η
να έχουμε σπαστεί
να είμαστε σπασμένοι, -ες
να έχεις σπάσει
να έχεις σπασμένο
να έχετε σπάσει
να έχετε σπασμένο
να έχεις σπαστεί
να είσαι σπασμένος, -η
να έχετε σπαστεί
να είστε σπασμένοι, -ες
να έχει σπάσει
να έχει σπασμένο
να έχουν σπάσει
να έχουν σπασμένο
να έχει σπαστεί
να είναι σπασμένος, -η, -ο
να έχουν σπαστεί
να είναι σπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπάζεσπάζετεσπάζεστε
Aoristσπάσεσπάστεσπάσουσπαστείτε
Part
izip
Presσπάζονταςσπαζόμενος
Perfέχοντας σπάσει, έχοντας σπασμένοσπασμένος, -η, -οσπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσπάσεισπαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παίρνωπαίρνουμε, παίρνομεπαίρνομαιπαιρνόμαστε
παίρνειςπαίρνετεπαίρνεσαιπαίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνειπαίρνουν(ε)παίρνεταιπαίρνονται
Imper
fekt
έπαιρναπαίρναμεπαιρνόμουν(α)παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
έπαιρνεςπαίρνατεπαιρνόσουν(α)παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
έπαιρνεέπαιρναν, παίρναν(ε)παιρνόταν(ε)παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aoristπήραπήραμεπάρθηκαπαρθήκαμε
πήρεςπήρατεπάρθηκεςπαρθήκατε
πήρεπήραν(ε)πάρθηκεπάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάρειέχουμε πάρειέχω παρθεί
είμαι παρμένος, -η
έχουμε παρθεί
είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις πάρειέχετε πάρειέχεις παρθεί
είσαι παρμένος, -η
έχετε παρθεί
είστε παρμένοι, -ες
έχει πάρειέχουν πάρειέχει παρθεί
είναι παρμένος, -η, -ο
έχουν παρθεί
είναι παρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πάρειείχαμε πάρειείχα παρθεί
ήμουν παρμένος, -η
είχαμε παρθεί
ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες πάρειείχατε πάρειείχες παρθεί
ήσουν παρμένος, -η
είχατε παρθεί
ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε πάρειείχαν πάρειείχε παρθεί
ήταν παρμένος, -η, -ο
είχαν παρθεί
ήταν παρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παίρνωθα παίρνουμε, θα παίρνομεθα παίρνομαιθα παιρνόμαστε
θα παίρνειςθα παίρνετεθα παίρνεσαιθα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνειθα παίρνουν(ε)θα παίρνεταιθα παίρνονται
Fut
ur
θα πάρωθα πάρουμε, θα πάρομεθα παρθώθα παρθούμε
θα πάρειςθα πάρετεθα παρθείςθα παρθείτε
θα πάρειθα πάρουν(ε)θα παρθείθα παρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάρειθα έχουμε πάρειθα έχω παρθεί
θα είμαι παρμένος, -η
θα έχουμε παρθεί
θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις πάρειθα έχετε πάρειθα έχεις παρθεί
θα είσαι παρμένος, -η
θα έχετε παρθεί
θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει πάρειθα έχουν πάρειθα έχει παρθεί
θα είναι παρμένος, -η, -ο
θα έχουν παρθεί
θα είναι παρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παίρνωνα παίρνουμε, να παίρνομενα παίρνομαινα παιρνόμαστε
να παίρνειςνα παίρνετενα παίρνεσαινα παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνεινα παίρνουν(ε)να παίρνεταινα παίρνονται
Aoristνα πάρωνα πάρουμε, να παρομενα παρθώνα παρθούμε
να πάρειςνα πάρετενα παρθείςνα παρθείτε
να πάρεινα πάρουν(ε)να παρθείνα παρθούν(ε)
Perfνα έχω πάρεινα έχουμε πάρεινα έχω παρθεί
να είμαι παρμένος, -η
να έχουμε παρθεί
να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις πάρεινα έχετε πάρεινα έχεις παρθεί
να είσαι παρμένος, -η
να έχετε παρθεί
να είστε παρμένοι, -ες
να έχει πάρεινα έχουν πάρεινα έχει παρθεί
να είναι παρμένος, -η, -ο
να έχουν παρθεί
να είναι παρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαίρνεπαίρνετεπαίρνεστε
Aoristπάρεπάρτεπάρουπαρθείτε
Part
izip
Presπαίρνοντας
Perfέχοντας πάρειπαρμένος, -η, -οπαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristπάρειπαρθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τυλίγωτυλίγουμε, τυλίγομετυλίγομαιτυλιγόμαστε
τυλίγειςτυλίγετετυλίγεσαιτυλίγεστε, τυλιγόσαστε
τυλίγειτυλίγουν(ε)τυλίγεταιτυλίγονται
Imper
fekt
τύλιγατυλίγαμετυλιγόμουν(α)τυλιγόμαστε, τυλιγόμασταν
τύλιγεςτυλίγατετυλιγόσουν(α)τυλιγόσαστε, τυλιγόσασταν
τύλιγετύλιγαν, τυλίγαν(ε)τυλιγόταν(ε)τυλίγονταν, τυλιγόντανε, τυλιγόντουσαν
Aoristτύλιξατυλίξαμετυλίχτηκατυλιχτήκαμε
τύλιξεςτυλίξατετυλίχτηκεςτυλιχτήκατε
τύλιξετύλιξαν, τυλίξαν(ε)τυλίχτηκετυλίχτηκαν, τυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τυλίξει
έχω τυλιγμένο
έχουμε τυλίξει
έχουμε τυλιγμένο
έχω τυλιχτεί
είμαι τυλιγμένος, -η
έχουμε τυλιχτεί
είμαστε τυλιγμένοι, -ες
έχεις τυλίξει
έχεις τυλιγμένο
έχετε τυλίξει
έχετε τυλιγμένο
έχεις τυλιχτεί
είσαι τυλιγμένος, -η
έχετε τυλιχτεί
είστε τυλιγμένοι, -ες
έχει τυλίξει
έχει τυλιγμένο
έχουν τυλίξει
έχουν τυλιγμένο
έχει τυλιχτεί
είναι τυλιγμένος, -η, -ο
έχουν τυλιχτεί
είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τυλίξει
είχα τυλιγμένο
είχαμε τυλίξει
είχαμε τυλιγμένο
είχα τυλιχτεί
ήμουν τυλιγμένος, -η
είχαμε τυλιχτεί
ήμαστε τυλιγμένοι, -ες
είχες τυλίξει
είχες τυλιγμένο
είχατε τυλίξει
είχατε τυλιγμένο
είχες τυλιχτεί
ήσουν τυλιγμένος, -η
είχατε τυλιχτεί
ήσαστε τυλιγμένοι, -ες
είχε τυλίξει
είχε τυλιγμένο
είχαν τυλίξει
είχαν τυλιγμένο
είχε τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένος, -η, -ο
είχαν τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τυλίγωθα τυλίγουμε, θα τυλίγομεθα τυλίγομαιθα τυλιγόμαστε
θα τυλίγειςθα τυλίγετεθα τυλίγεσαιθα τυλίγεστε, θα τυλιγόσαστε
θα τυλίγειθα τυλίγουν(ε)θα τυλίγεταιθα τυλίγονται
Fut
ur
θα τυλίξωθα τυλίξουμε, θα τυλίξομεθα τυλιχτώθα τυλιχτούμε
θα τυλίξειςθα τυλίξετεθα τυλιχτείςθα τυλιχτείτε
θα τυλίξειθα τυλίξουν(ε)θα τυλιχτείθα τυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τυλίξει
θα έχω τυλιγμένο
θα έχουμε τυλίξει
θα έχουμε τυλιγμένο
θα έχω τυλιχτεί
θα είμαι τυλιγμένος, -η
θα έχουμε τυλιχτεί
θα είμαστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχεις τυλίξει
θα έχεις τυλιγμένο
θα έχετε τυλίξει
θα έχετε τυλιγμένο
θα έχεις τυλιχτεί
θα είσαι τυλιγμένος, -η
θα έχετε τυλιχτεί
θα είστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχει τυλίξει
θα έχει τυλιγμένο
θα έχουν τυλίξει
θα έχουν τυλιγμένο
θα έχει τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τυλίγωνα τυλίγουμε, να τυλίγομενα τυλίγομαινα τυλιγόμαστε
να τυλίγειςνα τυλίγετενα τυλίγεσαινα τυλίγεστε, να τυλιγόσαστε
να τυλίγεινα τυλίγουν(ε)να τυλίγεταινα τυλίγονται
Aoristνα τυλίξωνα τυλίξουμε, να τυλίξομενα τυλιχτώνα τυλιχτούμε
να τυλίξειςνα τυλίξετενα τυλιχτείςνα τυλιχτείτε
να τυλίξεινα τυλίξουν(ε)να τυλιχτείνα τυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω τυλίξει
να έχω τυλιγμένο
να έχουμε τυλίξει
να έχουμε τυλιγμένο
να έχω τυλιχτεί
να είμαι τυλιγμένος, -η
να έχουμε τυλιχτεί
να είμαστε τυλιγμένοι, -ες
να έχεις τυλίξει
να έχεις τυλιγμένο
να έχετε τυλίξει
να έχετε τυλιγμένο
να έχεις τυλιχτεί
να είσαι τυλιγμένος, -η
να έχετε τυλιχτεί
να είστε τυλιγμένοι, -ες
να έχει τυλίξει
να έχει τυλιγμένο
να έχουν τυλίξει
να έχουν τυλιγμένο
να έχει τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτύλιγετυλίγετετυλίγεστε
Aoristτύλιξετυλίξτε, τυλίχτετυλίξουτυλιχτείτε
Part
izip
Presτυλίγοντας
Perfέχοντας τυλίξει, έχοντας τυλιγμένοτυλιγμένος, -η, -οτυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτυλίξειτυλιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback