παίρνω Verb  [perno, pairnw]

  Verb
(199)
  Verb
(74)
kriegen (ugs.)
  Verb
(22)
  Verb
(18)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
abbekommen (ugs.)
  Verb
(0)
zulangen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu παίρνω

παίρνω mittelgriechisch παίρνω επαίρνω altgriechisch ἐπαίρω ἐπί + αἴρω


GriechischDeutsch
Πώς χορηγείται το Filgrastim HEXAL και πόση ποσότητα πρέπει να παίρνω;Wie wird Filgrastim HEXAL angewendet, und wie viel soll ich nehmen?

Übersetzung bestätigt

Πώς χορηγείται το Zarzio και πόση ποσότητα πρέπει να παίρνω;Wie wird Zarzio angewendet, und wie viel soll ich nehmen?

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, παίρνω το λόγο για ένα ζήτημα που αφορά τη σημερινή συνάντηση του Σώματος των Επιτρόπων, βάσει των άρθρων 38 και 64 του Κανονισμού.Herr Präsident, ich möchte mich gemäß Artikel 38 und 64 der Geschäftsordnung zu Wort melden und zur heutigen Sitzung des Kollegiums der Kommissionsmitglieder Stellung nehmen.

Übersetzung bestätigt

Χωρίς να παίρνω θέση ως προς το εάν είναι η τύρφη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ή όχι, θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως καύσιμο στην παραγωγή ενέργειας, κατά προτίμηση στη συνδυασμένη παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και θερμότητας.Ohne dazu Stellung zu nehmen, ob Torf ein erneuerbarer Energieträger ist, soll Torf als Brennstoff in der Energieerzeugung zugelassen werden können, vorzugsweise bei der kombinierten Stromund Wärmeerzeugung.

Übersetzung bestätigt

Κυρία Πρόεδρε, παίρνω το λόγο για να σημειώσω για άλλη μια φορά -το έχω ξανακάνει, σας έχω απευθύνει επανειλημμένα επιστολέςτο γεγονός ότι στην Τουρκία από τις 20 Οκτωβρίου -μήνες τώραεκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι που ζουν σε άθλιες συνθήκες κάνουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου -ορισμένοι από αυτούς έχουν ήδη πεθάνειγια να μην εφαρμοσθεί η πρόθεση της κυβέρνησης της Τουρκίας να τους κλείσει στα απομονωτήρια λευκά κελιά για να σπάσει το ηθικό τους και την αντίστασή τους.Frau Präsidentin! Wie schon mehrere Male zuvor und in meinen mehrfachen Schreiben an Sie zum Ausdruck gebracht, möchte ich auch mit meiner heutigen Wortmeldung darauf hinweisen, dass in der Türkei seit dem 20. Oktober, also seit Monaten, Hunderte unter menschenunwürdigen Bedingungen lebende politische Gefangene in einem Hungerstreik stehen, wobei sie auch den Tod in Kauf nehmen einige von ihnen sind bereits gestorben -, damit die türkische Regierung ihr Vorhaben, sie in weiße Einzelzellen zu sperren und dadurch ihre Moral und ihren Widerstand zu brechen, nicht verwirklichen kann.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu παίρνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παίρνωπαίρνουμε, παίρνομεπαίρνομαιπαιρνόμαστε
παίρνειςπαίρνετεπαίρνεσαιπαίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνειπαίρνουν(ε)παίρνεταιπαίρνονται
Imper
fekt
έπαιρναπαίρναμεπαιρνόμουν(α)παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
έπαιρνεςπαίρνατεπαιρνόσουν(α)παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
έπαιρνεέπαιρναν, παίρναν(ε)παιρνόταν(ε)παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aoristπήραπήραμεπάρθηκαπαρθήκαμε
πήρεςπήρατεπάρθηκεςπαρθήκατε
πήρεπήραν(ε)πάρθηκεπάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάρειέχουμε πάρειέχω παρθεί
είμαι παρμένος, -η
έχουμε παρθεί
είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις πάρειέχετε πάρειέχεις παρθεί
είσαι παρμένος, -η
έχετε παρθεί
είστε παρμένοι, -ες
έχει πάρειέχουν πάρειέχει παρθεί
είναι παρμένος, -η, -ο
έχουν παρθεί
είναι παρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πάρειείχαμε πάρειείχα παρθεί
ήμουν παρμένος, -η
είχαμε παρθεί
ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες πάρειείχατε πάρειείχες παρθεί
ήσουν παρμένος, -η
είχατε παρθεί
ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε πάρειείχαν πάρειείχε παρθεί
ήταν παρμένος, -η, -ο
είχαν παρθεί
ήταν παρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παίρνωθα παίρνουμε, θα παίρνομεθα παίρνομαιθα παιρνόμαστε
θα παίρνειςθα παίρνετεθα παίρνεσαιθα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνειθα παίρνουν(ε)θα παίρνεταιθα παίρνονται
Fut
ur
θα πάρωθα πάρουμε, θα πάρομεθα παρθώθα παρθούμε
θα πάρειςθα πάρετεθα παρθείςθα παρθείτε
θα πάρειθα πάρουν(ε)θα παρθείθα παρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάρειθα έχουμε πάρειθα έχω παρθεί
θα είμαι παρμένος, -η
θα έχουμε παρθεί
θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις πάρειθα έχετε πάρειθα έχεις παρθεί
θα είσαι παρμένος, -η
θα έχετε παρθεί
θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει πάρειθα έχουν πάρειθα έχει παρθεί
θα είναι παρμένος, -η, -ο
θα έχουν παρθεί
θα είναι παρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παίρνωνα παίρνουμε, να παίρνομενα παίρνομαινα παιρνόμαστε
να παίρνειςνα παίρνετενα παίρνεσαινα παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνεινα παίρνουν(ε)να παίρνεταινα παίρνονται
Aoristνα πάρωνα πάρουμε, να παρομενα παρθώνα παρθούμε
να πάρειςνα πάρετενα παρθείςνα παρθείτε
να πάρεινα πάρουν(ε)να παρθείνα παρθούν(ε)
Perfνα έχω πάρεινα έχουμε πάρεινα έχω παρθεί
να είμαι παρμένος, -η
να έχουμε παρθεί
να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις πάρεινα έχετε πάρεινα έχεις παρθεί
να είσαι παρμένος, -η
να έχετε παρθεί
να είστε παρμένοι, -ες
να έχει πάρεινα έχουν πάρεινα έχει παρθεί
να είναι παρμένος, -η, -ο
να έχουν παρθεί
να είναι παρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαίρνεπαίρνετεπαίρνεστε
Aoristπάρεπάρτεπάρουπαρθείτε
Part
izip
Presπαίρνοντας
Perfέχοντας πάρειπαρμένος, -η, -οπαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristπάρειπαρθεί





Icon tools.svgDieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Hilf bitte mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung.

Folgendes ist zu überarbeiten: Bedeutungen 2–5 belegen; überprüfen, ob alle Synonyme passen
















Griechische Definition zu παίρνω

παίρνω [pérno] -ομαι Ρ αόρ. πήρα, απαρέμφ. πάρει, παθ. αόρ. πάρθηκα, απαρέμφ. παρθεί, μππ. παρμένος : I1.πιάνω κτ. με το χέρι / με τα χέρια μου: α. για να το χρησιμοποιήσω: παίρνω το στιλό / το μολύβι / το τετράδιο για να γράψω. παίρνω ένα βιβλίο για να διαβάσω. Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε μια φέτα ψωμί. Πήρε μια πέτρα και τον χτύπησε. Πάρε την αλοιφή από την τσάντα μου και βάλε λίγη στο πρόσωπό σου. β. για να το κρατήσω: παίρνω ένα μπαλόνι / μια λαμπάδα. || (για πρόσ.): Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. γ. για να το έχω και να το μεταφέρω μαζί μου: παίρνω τα κλειδιά μου / λεφτά από το συρτάρι / ένα καθρεφτάκι στην τσάντα μου. Σηκώθηκε, πήρε την ομπρέλα του κι έφυγε. Πήρε το γράμμα για να το ρίξει στο γραμματοκιβώτιο. Πήρες μαζί σου την ταυτότητά σου; || (για πρόσ.): Πήρε το παιδί από το χέρι, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. δ. για να το μετακινήσω από μια θέση σε μια άλλη: Πάρτε τη βαλίτσα από το διάδρο μο. Πήρε το κιβώτιο και το ανέβασε στο πατάρι. ε. για να το φάω ή να το πιω: Πάρτε ένα σοκολατάκι / ένα λικέρ. || (γενικότ.) τρώω ή πίνω: Πάρτε ένα μεζέ. Πάρε και λίγο ψητό. Tι θα πάρετε; καφέ ή αναψυκτικό; Πήρες πρωινό; || (για φάρμακα και άλλες ουσίες) εισάγω στον οργανισμό μου: Πάρε μια ασπιρίνη. παίρνω ναρκωτικά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback