ξεχωρίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Und wenn ich beweisen kann, was ich dabei erfahren habe werden wir eine Menge Lehrbücher aussortieren müssen. | Και αν μπορέσω να αποδείξω πειστικά, τι έμαθα από αυτά... ίσως να σκίσουμε πολλά βιβλία. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich greife mir einfach alles und lasse es später aussortieren. | Οποτε είχα τέτοια δουλειά... Αρπαζα όλο το σωρό και άφηνα τον Ελεγχο να τα ξεχωρίσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Menschliche Verantwortung lässt sich nicht aussortieren! | Δεν μπορούμε να αγνοούμε τον ανθρώπινο παράγοντα! Übersetzung nicht bestätigt |
"Töte alle, Gott wird sie aussortieren." Zäher Typ. | "Σκότωσέ τους όλους κι άσε το Θεό να βγάλει άκρη." Übersetzung nicht bestätigt |
Wir werden es bald aussortieren | Σύντομα θα το ξεκαθαρίσουμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sortiere aus | ||
du | sortierst aus | |||
er, sie, es | sortiert aus | |||
Präteritum | ich | sortierte aus | ||
Konjunktiv II | ich | sortierte aus | ||
Imperativ | Singular | sortiere aus! sortier aus! | ||
Plural | sortiert aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aussortiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aussortieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεχωρίζω | ξεχωρίζουμε, ξεχωρίζομε | ξεχωρίζομαι | ξεχωριζόμαστε |
ξεχωρίζεις | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεσαι | ξεχωρίζεστε, ξεχωριζόσαστε | ||
ξεχωρίζει | ξεχωρίζουν(ε) | ξεχωρίζεται | ξεχωρίζονται | ||
Imper fekt | ξεχώριζα | ξεχωρίζαμε | ξεχωριζόμουν(α) | ξεχωριζόμαστε, ξεχωριζόμασταν | |
ξεχώριζες | ξεχωρίζατε | ξεχωριζόσουν(α) | ξεχωριζόσαστε, ξεχωριζόσασταν | ||
ξεχώριζε | ξεχώριζαν, ξεχωρίζαν(ε) | ξεχωριζόταν(ε) | ξεχωρίζονταν, ξεχωριζόντανε, ξεχωριζόντουσαν | ||
Aorist | ξεχώρισα | ξεχωρίσαμε | ξεχωρίστηκα | ξεχωριστήκαμε | |
ξεχώρισες | ξεχωρίσατε | ξεχωρίστηκες | ξεχωριστήκατε | ||
ξεχώρισε | ξεχώρισαν, ξεχωρίσαν(ε) | ξεχωρίστηκε | ξεχωρίστηκαν, ξεχωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ξεχωρίσει έχω ξεχωρισμένο | έχουμε ξεχωρίσει έχουμε ξεχωρισμένο | έχω ξεχωριστεί είμαι ξεχωρισμένος, -η | έχουμε ξεχωριστεί είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
έχεις ξεχωρίσει έχεις ξεχωρισμένο | έχετε ξεχωρίσει έχετε ξεχωρισμένο | έχεις ξεχωριστεί είσαι ξεχωρισμένος, -η | έχετε ξεχωριστεί είστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
έχει ξεχωρίσει έχει ξεχωρισμένο | έχουν ξεχωρίσει έχουν ξεχωρισμένο | έχει ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο | έχουν ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ξεχωρίσει είχα ξεχωρισμένο | είχαμε ξεχωρίσει είχαμε ξεχωρισμένο | είχα ξεχωριστεί ήμουν ξεχωρισμένος, -η | είχαμε ξεχωριστεί ήμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
είχες ξεχωρίσει είχες ξεχωρισμένο | είχατε ξεχωρίσει είχατε ξεχωρισμένο | είχες ξεχωριστεί ήσουν ξεχωρισμένος, -η | είχατε ξεχωριστεί ήσαστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
είχε ξεχωρίσει είχε ξεχωρισμένο | είχαν ξεχωρίσει είχαν ξεχωρισμένο | είχε ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένος, -η, -ο | είχαν ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξεχωρίζω | θα ξεχωρίζουμε, | θα ξεχωρίζομαι | θα ξεχωριζόμαστε | |
θα ξεχωρίζεις | θα ξεχωρίζετε | θα ξεχωρίζεσαι | θα ξεχωρίζεστε, | ||
θα ξεχωρίζει | θα ξεχωρίζουν(ε) | θα ξεχωρίζεται | θα ξεχωρίζονται | ||
Fut ur | θα ξεχωρίσω | θα ξεχωρίσουμε, | θα ξεχωριστώ | θα ξεχωριστούμε | |
θα ξεχωρίσεις | θα ξεχωρίσετε | θα ξεχωριστείς | θα ξεχωριστείτε | ||
θα ξεχωρίσει | θα ξεχωρίσουν(ε) | θα ξεχωριστεί | θα ξεχωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεχωρίζω | να ξεχωρίζουμε, | να ξεχωρίζομαι | να ξεχωριζόμαστε |
να ξεχωρίζεις | να ξεχωρίζετε | να ξεχωρίζεσαι | να ξεχωρίζεστε, | ||
να ξεχωρίζει | να ξεχωρίζουν(ε) | να ξεχωρίζεται | να ξεχωρίζονται | ||
Aorist | να ξεχωρίσω | να ξεχωρίσουμε, | να ξεχωριστώ | να ξεχωριστούμε | |
να ξεχωρίσεις | να ξεχωρίσετε | να ξεχωριστείς | να ξεχωριστείτε | ||
να ξεχωρίσει | να ξεχωρίσουν(ε) | να ξεχωριστεί | να ξεχωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ξεχωρίσει | να έχουμε ξεχωρίσει | να έχω ξεχωριστεί | να έχουμε ξεχωριστεί | |
να έχεις ξεχωρίσει | να έχετε ξεχωρίσει | να έχεις ξεχωριστεί | να έχετε ξεχωριστεί | ||
να έχει ξεχωρίσει | να έχουν ξεχωρίσει | να έχει ξεχωριστεί | να έχουν ξεχωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | ξεχώριζε | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεστε | |
Aorist | ξεχώρισε | ξεχωρίστε | ξεχωρίσου | ξεχωριστείτε | |
Part izip | Pres | ξεχωρίζοντας | ξεχωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας ξεχωρίσει, έχοντας ξεχωρισμένο | ξεχωρισμένος, -η, -ο | ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξεχωρίσει | ξεχωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.