entnehmen
 Verb

συμπεραίνω Verb
(4)
βγάζω Verb
(1)
παίρνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Herr Präsident, werte Kollegen! Dem Jahresbericht des Bürgerbeauftragten kann ich entnehmen, daß der wichtigste Grund für die Beschwerden der Bürger wir haben das ja jetzt gehört das Fehlen ausreichender Transparenz ist.Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι συνάδελφοι, από την ετήσια έκθεση του Διαμεσολαβητή συμπεραίνω ότι η σημαντικότερη αιτία για τις καταγγελίες των πολιτών το ακούσαμε μόλις είναι η έλλειψη επαρκούς διαφάνειας.

Übersetzung bestätigt

Ich meine, Ihren Worten entnehmen zu können, dass es nicht notwendig ist, einen mündlichen Änderungsantrag zu stellen.Από όσα είπατε, συμπεραίνω ότι δεν είναι αναγκαία η παρουσίαση προφορικής τροπολογίας.

Übersetzung bestätigt

Ich danke den verehrten Abgeordneten für ihre Wortmeldungen, denen ich eindeutig entnehmen kann, daß ein Nahrungsmittelprogramm für Rußland breite Unterstützung findet.μέλος της Επιτροπής. (NL) Ευχαριστώ τα αξιότιμα μέλη του Σώματος για τις παρατηρήσεις τους, από τις οποίες συμπεραίνω ότι η πλειοψηφία υποστηρίζει την κατάρτιση ενός επισιτιστικού προγράμματος για τη Ρωσία.

Übersetzung bestätigt

Zuallererst danke ich für die äußerst konstruktiven Beiträge dieses Hauses, denen ich entnehmen kann, daß das Parlament im großen und ganzen auch die Schlußfolgerungen des Berichts sowie den Inhalt, die Analysen, doch unterstützt.Κατ' αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη του Κοινοβουλίου για τις ιδιαιτέρως εποικοδομητικές παρεμβάσεις τους, από τις οποίες συμπεραίνω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει τα συμπεράσματα, το περιεχόμενο και τις αναλύσεις της έκθεσης.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμπεραίνωσυμπεραίνουμε, συμπεραίνομε
συμπεραίνειςσυμπεραίνετε
συμπεραίνεισυμπεραίνουν(ε)
Imper
fekt
συμπέραινασυμπεραίναμε
συμπέραινεςσυμπεραίνατε
συμπέραινεσυμπέραιναν, συμπεραίναν(ε)
Aoristσυμπέρανασυμπεράναμε
συμπέρανεςσυμπεράνατε
συμπέρανεσυμπέραναν, συμπεράναν(ε)
Per
fekt
έχω συμπεράνειέχουμε συμπεράνει
έχεις συμπεράνειέχετε συμπεράνει
έχει συμπεράνειέχουν συμπεράνει
Plu
per
fekt
είχα συμπεράνειείχαμε συμπεράνει
είχες συμπεράνειείχατε συμπεράνει
είχε συμπεράνειείχαν συμπεράνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμπεραίνωθα συμπεραίνουμε, θα συμπεραίνομε
θα συμπεραίνειςθα συμπεραίνετε
θα συμπεραίνειθα συμπεραίνουν(ε)
Fut
ur
θα συμπεράνωθα συμπεράνουμε, θα συμπεράνομε
θα συμπεράνειςθα συμπεράνετε
θα συμπεράνειθα συμπεράνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμπεράνειθα έχουμε συμπεράνει
θα έχεις συμπεράνειθα έχετε συμπεράνει
θα έχει συμπεράνειθα έχουν συμπεράνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμπεραίνωνα συμπεραίνουμε, να συμπεραίνομε
να συμπεραίνειςνα συμπεραίνετε
να συμπεραίνεινα συμπεραίνουν(ε)
Aoristνα συμπεράνωνα συμπεράνουμε, να συμπεράνομε
να συμπεράνειςνα συμπεράνετε
να συμπεράνεινα συμπεράνουν(ε)
Perfνα έχω συμπεράνεινα έχουμε συμπεράνει
να έχεις συμπεράνεινα έχετε συμπεράνει
να έχει συμπεράνεινα έχουν συμπεράνει
Imper
ativ
Presσυμπέραινεσυμπεραίνετε
Aoristσυμπέρανεσυμπεράνετε
Part
izip
Presσυμπεραίνοντας
Perfέχοντας συμπεράνει
InfinAoristσυμπεράνει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγάζωβγάζουμε, βγάζομεβγάζομαιβγαζόμαστε
βγάζειςβγάζετεβγάζεσαιβγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζειβγάζουν(ε)βγάζεταιβγάζονται
Imper
fekt
έβγαζαβγάζαμεβγαζόμουν(α)βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζεςβγάζατεβγαζόσουν(α)βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζεέβγαζαν, βγάζαν(ε)βγαζόταν(ε)βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aoristέβγαλαβγάλαμεβγάλθηκαβγαλθήκαμε
έβγαλεςβγάλατεβγάλθηκεςβγαλθήκατε
έβγαλεέβγαλαν, βγάλαν(ε)βγάλθηκεβγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγάζωθα βγάζουμε, θα βγάζομεθα βγάζομαιθα βγαζόμαστε
θα βγάζειςθα βγάζετεθα βγάζεσαιθα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζειθα βγάζουνεθα βγάζεταιθα βγάζονται
Fut
ur
θα βγάλωθα βγάλουμε, θα βγάλομεθα βγαλθώθα βγαλθούμε
θα βγάλειςθα βγάλετεθα βγαλθείςθα βγαλθείτε
θα βγάλειθα βγάλουνεθα βγαλθείθα βγαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγάζωνα βγάζουμε, να βγάζομενα βγάζομαινα βγαζόμαστε
να βγάζειςνα βγάζετενα βγάζεσαινα βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζεινα βγάζουνενα βγάζεταινα βγάζονται
Aoristνα βγάλωνα βγάλουμε, να βγάλομενα βγαλθώνα βγαλθούμε
να βγάλειςνα βγάλετενα βγαλθείςνα βγαλθείτε
να βγάλεινα βγάλουν(ε)να βγαλθείνα βγαλθούν(ε)
Perfνα έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβγάζεβγάζετεβγάζεστε
Aoristβγάλεβγάλτεβγαλθείτε
Part
izip
Presβγάζοντας
Perfέχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένοβγαλμένος, -η, -οβγαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβγάλειβγαλθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παίρνωπαίρνουμε, παίρνομεπαίρνομαιπαιρνόμαστε
παίρνειςπαίρνετεπαίρνεσαιπαίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνειπαίρνουν(ε)παίρνεταιπαίρνονται
Imper
fekt
έπαιρναπαίρναμεπαιρνόμουν(α)παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
έπαιρνεςπαίρνατεπαιρνόσουν(α)παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
έπαιρνεέπαιρναν, παίρναν(ε)παιρνόταν(ε)παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aoristπήραπήραμεπάρθηκαπαρθήκαμε
πήρεςπήρατεπάρθηκεςπαρθήκατε
πήρεπήραν(ε)πάρθηκεπάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάρειέχουμε πάρειέχω παρθεί
είμαι παρμένος, -η
έχουμε παρθεί
είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις πάρειέχετε πάρειέχεις παρθεί
είσαι παρμένος, -η
έχετε παρθεί
είστε παρμένοι, -ες
έχει πάρειέχουν πάρειέχει παρθεί
είναι παρμένος, -η, -ο
έχουν παρθεί
είναι παρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πάρειείχαμε πάρειείχα παρθεί
ήμουν παρμένος, -η
είχαμε παρθεί
ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες πάρειείχατε πάρειείχες παρθεί
ήσουν παρμένος, -η
είχατε παρθεί
ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε πάρειείχαν πάρειείχε παρθεί
ήταν παρμένος, -η, -ο
είχαν παρθεί
ήταν παρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παίρνωθα παίρνουμε, θα παίρνομεθα παίρνομαιθα παιρνόμαστε
θα παίρνειςθα παίρνετεθα παίρνεσαιθα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνειθα παίρνουν(ε)θα παίρνεταιθα παίρνονται
Fut
ur
θα πάρωθα πάρουμε, θα πάρομεθα παρθώθα παρθούμε
θα πάρειςθα πάρετεθα παρθείςθα παρθείτε
θα πάρειθα πάρουν(ε)θα παρθείθα παρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάρειθα έχουμε πάρειθα έχω παρθεί
θα είμαι παρμένος, -η
θα έχουμε παρθεί
θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις πάρειθα έχετε πάρειθα έχεις παρθεί
θα είσαι παρμένος, -η
θα έχετε παρθεί
θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει πάρειθα έχουν πάρειθα έχει παρθεί
θα είναι παρμένος, -η, -ο
θα έχουν παρθεί
θα είναι παρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παίρνωνα παίρνουμε, να παίρνομενα παίρνομαινα παιρνόμαστε
να παίρνειςνα παίρνετενα παίρνεσαινα παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνεινα παίρνουν(ε)να παίρνεταινα παίρνονται
Aoristνα πάρωνα πάρουμε, να παρομενα παρθώνα παρθούμε
να πάρειςνα πάρετενα παρθείςνα παρθείτε
να πάρεινα πάρουν(ε)να παρθείνα παρθούν(ε)
Perfνα έχω πάρεινα έχουμε πάρεινα έχω παρθεί
να είμαι παρμένος, -η
να έχουμε παρθεί
να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις πάρεινα έχετε πάρεινα έχεις παρθεί
να είσαι παρμένος, -η
να έχετε παρθεί
να είστε παρμένοι, -ες
να έχει πάρεινα έχουν πάρεινα έχει παρθεί
να είναι παρμένος, -η, -ο
να έχουν παρθεί
να είναι παρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαίρνεπαίρνετεπαίρνεστε
Aoristπάρεπάρτεπάρουπαρθείτε
Part
izip
Presπαίρνοντας
Perfέχοντας πάρειπαρμένος, -η, -οπαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristπάρειπαρθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback