βγάζω Verb  [vgazo, vrazo, bgazw]

  Verb
(18)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
abbekommen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βγάζω

βγάζω mittelgriechisch βγάζω / ἐβγάζω altgriechisch ἐκβιβάζω ἐκ + βιβάζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu βγάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγάζωβγάζουμε, βγάζομεβγάζομαιβγαζόμαστε
βγάζειςβγάζετεβγάζεσαιβγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζειβγάζουν(ε)βγάζεταιβγάζονται
Imper
fekt
έβγαζαβγάζαμεβγαζόμουν(α)βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζεςβγάζατεβγαζόσουν(α)βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζεέβγαζαν, βγάζαν(ε)βγαζόταν(ε)βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aoristέβγαλαβγάλαμεβγάλθηκαβγαλθήκαμε
έβγαλεςβγάλατεβγάλθηκεςβγαλθήκατε
έβγαλεέβγαλαν, βγάλαν(ε)βγάλθηκεβγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγάζωθα βγάζουμε, θα βγάζομεθα βγάζομαιθα βγαζόμαστε
θα βγάζειςθα βγάζετεθα βγάζεσαιθα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζειθα βγάζουνεθα βγάζεταιθα βγάζονται
Fut
ur
θα βγάλωθα βγάλουμε, θα βγάλομεθα βγαλθώθα βγαλθούμε
θα βγάλειςθα βγάλετεθα βγαλθείςθα βγαλθείτε
θα βγάλειθα βγάλουνεθα βγαλθείθα βγαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγάζωνα βγάζουμε, να βγάζομενα βγάζομαινα βγαζόμαστε
να βγάζειςνα βγάζετενα βγάζεσαινα βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζεινα βγάζουνενα βγάζεταινα βγάζονται
Aoristνα βγάλωνα βγάλουμε, να βγάλομενα βγαλθώνα βγαλθούμε
να βγάλειςνα βγάλετενα βγαλθείςνα βγαλθείτε
να βγάλεινα βγάλουν(ε)να βγαλθείνα βγαλθούν(ε)
Perfνα έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβγάζεβγάζετεβγάζεστε
Aoristβγάλεβγάλτεβγαλθείτε
Part
izip
Presβγάζοντας
Perfέχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένοβγαλμένος, -η, -οβγαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβγάλειβγαλθεί

























Griechische Definition zu βγάζω

βγάζω [vγázo] Ρ αόρ. έβγαλα, απαρέμφ. βγάλει, παθ. αόρ. βγάλθηκα, απαρέμφ. βγαλθεί, μππ. βγαλμένος : I1α. μετακινώ κτ. από κλειστό, εσωτερικό χώρο σε ανοιχτό, εξωτερικό. ANT βάζω: Έβγαλα τα ρούχα απ΄ το μπαούλο. Bγάλε μια μπίρα απ΄ το ψυγείο. Έβγαλε ένα χιλιάρικο και του το ΄δωσε. βγάζω μαχαίρι / περίστροφο, τραβάω. βγάζω χόρτα / ραδίκια, ξεριζώνω. || Tου ΄βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά, για έκφραση κοροϊδίας που αποδίδει τον ανάλογο μορφασμό. Tον έπιασαν στα σύνορα, ενώ προσπαθούσε να βγάλει ξένο συνάλλαγμα, να το περάσει κρυφά. || Mας έβγαλαν νόστιμους μεζέδες, μας πρόσφεραν, παράθεσαν. Προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας έβγαλαν δίσκο, τον περιέφεραν και ως ΦΡ βγάζω δίσκο*. ΦΡ βγάζω στο σφυρί*. με βγάζει κάποιος (έξω) από τα ρούχα* μου. βγάζω το φίδι* απ΄ την τρύπα· ΣYN ΦΡ βγάζω τα κάστανα* απ΄ τη φωτιά. τα βγάζω, κάνω εμετό. βγάζω γλώσσα*. βγάζω από τη μύτη* κάποιου κτ. βγάζω σε κπ. κτ. ξινό*. || εκφράζω, εξωτερικεύω: Θύμωσε πολύ και έβγαλε όλη την αγανάκτηση που έκρυβε μέσα του. (έκφρ.) βγάζω το άχτι* / τα απωθημένα* μου. β. μετακινώ κτ. από μια θέση σε μια άλλη: Bγάλε το βάζο από δω και βάλ΄ το εκεί. γ. (για υγρά) αντλώ: Έβγαζαν νερό απ΄ το πηγάδι για να ποτίσουν τα ζώα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback