abreiben
 Verb

στεγνώνω Verb
(0)
βγάζω Verb
(0)
τρίβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Vorsichtig abreiben.'Aσ'τα να ηρεμήσουν σιγά-σιγά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde dich später richtig abreiben.Θα σε τρίψω κανονικά αργότερα, αν με τρίψεις κι εσύ.

Übersetzung nicht bestätigt

Soll ich dich nicht abreiben?Δε θέλεις να σε τρίψω?

Übersetzung nicht bestätigt

Richtig Futter geben und gut abreiben.Βούρτσισέ το καθώς θα τρώει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde die Wunde abreiben müssen.Θα πρέπει να τα ξύσω, για να βγουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στεγνώνωστεγνώνουμε, στεγνώνομε
στεγνώνειςστεγνώνετε
στεγνώνειστεγνώνουν(ε)
Imper
fekt
στέγνωναστεγνώναμε
στέγνωνεςστεγνώνατε
στέγνωνεστέγνωναν, στεγνώναν(ε)
Aoristστέγνωσαστεγνώσαμε
στέγνωσεςστεγνώσατε
στέγνωσεστέγνωσαν, στεγνώσαν(ε)
Per
fekt
έχω στεγνώσει
έχω στεγνωμένο
έχουμε στεγνώσει
έχουμε στεγνωμένο
έχεις στεγνώσει
έχεις στεγνωμένο
έχετε στεγνώσει
έχετε στεγνωμένο
έχει στεγνώσει
έχει στεγνωμένο
έχουν στεγνώσει
έχουν στεγνωμένο
Plu
per
fekt
είχα στεγνώσει
είχα στεγνωμένο
είχαμε στεγνώσει
είχαμε στεγνωμένο
είχες στεγνώσει
είχες στεγνωμένο
είχατε στεγνώσει
είχατε στεγνωμένο
είχε στεγνώσει
είχε στεγνωμένο
είχαν στεγνώσει
είχαν στεγνωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στεγνώνωθα στεγνώνουμε, θα στεγνώνομε
θα στεγνώνειςθα στεγνώνετε
θα στεγνώνειθα στεγνώνουν(ε)
Fut
ur
θα στεγνώσωθα στεγνώσουμε, θα στεγνώσομε
θα στεγνώσειςθα στεγνώσετε
θα στεγνώσειθα στεγνώσουν
Fut
ur II
θα έχω στεγνώσει
θα έχω στεγνωμένο
θα έχουμε στεγνώσει
θα έχουμε στεγνωμένο
θα έχεις στεγνώσει
θα έχεις στεγνωμένο
θα έχετε στεγνώσει
θα έχετε στεγνωμένο
θα έχει στεγνώσει
θα έχει στεγνωμένο
θα έχουν στεγνώσει
θα έχουν στεγνωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στεγνώνωνα στεγνώνουμε, να στεγνώνομε
να στεγνώνειςνα στεγνώνετε
να στεγνώνεινα στεγνώνουν(ε)
Aoristνα στεγνώσωνα στεγνώσουμε, να στεγνώσομε
να στεγνώσειςνα στεγνώσετε
να στεγνώσεινα στεγνώσουν(ε)
Perfνα έχω στεγνώσει
να έχω στεγνωμένο
να έχουμε στεγνώσει
να έχουμε στεγνωμένο
να έχεις στεγνώσει
να έχεις στεγνωμένο
να έχετε στεγνώσει
να έχετε στεγνωμένο
να έχει στεγνώσει
να έχει στεγνωμένο
να έχουν στεγνώσει
να έχουν στεγνωμένο
Imper
ativ
Presστέγνωνεστεγνώνετε
Aoristστέγνωσεστεγνώστε, στεγνώσετε
Part
izip
Presστεγνώνοντας
Perfέχοντας στεγνώσει, έχοντας στεγνωμένο
InfinAoristστεγνώσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγάζωβγάζουμε, βγάζομεβγάζομαιβγαζόμαστε
βγάζειςβγάζετεβγάζεσαιβγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζειβγάζουν(ε)βγάζεταιβγάζονται
Imper
fekt
έβγαζαβγάζαμεβγαζόμουν(α)βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζεςβγάζατεβγαζόσουν(α)βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζεέβγαζαν, βγάζαν(ε)βγαζόταν(ε)βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aoristέβγαλαβγάλαμεβγάλθηκαβγαλθήκαμε
έβγαλεςβγάλατεβγάλθηκεςβγαλθήκατε
έβγαλεέβγαλαν, βγάλαν(ε)βγάλθηκεβγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγάζωθα βγάζουμε, θα βγάζομεθα βγάζομαιθα βγαζόμαστε
θα βγάζειςθα βγάζετεθα βγάζεσαιθα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζειθα βγάζουνεθα βγάζεταιθα βγάζονται
Fut
ur
θα βγάλωθα βγάλουμε, θα βγάλομεθα βγαλθώθα βγαλθούμε
θα βγάλειςθα βγάλετεθα βγαλθείςθα βγαλθείτε
θα βγάλειθα βγάλουνεθα βγαλθείθα βγαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγάζωνα βγάζουμε, να βγάζομενα βγάζομαινα βγαζόμαστε
να βγάζειςνα βγάζετενα βγάζεσαινα βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζεινα βγάζουνενα βγάζεταινα βγάζονται
Aoristνα βγάλωνα βγάλουμε, να βγάλομενα βγαλθώνα βγαλθούμε
να βγάλειςνα βγάλετενα βγαλθείςνα βγαλθείτε
να βγάλεινα βγάλουν(ε)να βγαλθείνα βγαλθούν(ε)
Perfνα έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβγάζεβγάζετεβγάζεστε
Aoristβγάλεβγάλτεβγαλθείτε
Part
izip
Presβγάζοντας
Perfέχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένοβγαλμένος, -η, -οβγαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβγάλειβγαλθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρίβωτρίβουμε, τρίβομετρίβομαιτριβόμαστε
τρίβειςτρίβετετρίβεσαιτρίβεστε, τριβόσαστε
τρίβειτρίβουν(ε)τρίβεταιτρίβονται
Imper
fekt
έτριβατρίβαμετριβόμουν(α)τριβόμαστε, τριβόμασταν
έτριβεςτρίβατετριβόσουν(α)τριβόσαστε, τριβόσασταν
έτριβεέτριβαν, τρίβαν(ε)τριβόταν(ε)τρίβονταν, τριβόντανε, τριβόντουσαν
Aoristέτριψατρίψαμετρίφτηκατριφτήκαμε
έτριψεςτρίψατετρίφτηκεςτριφτήκατε
έτριψεέτριψαν, τρίψαν(ε)τρίφτηκετρίφτηκαν, τριφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τρίψει
έχω τριμμένο
έχουμε τρίψει
έχουμε τριμμένο
έχω τριφτεί
είμαι τριμμένος, -η
έχουμε τριφτεί
είμαστε τριμμένοι, -ες
έχεις τρίψει
έχεις τριμμένο
έχετε τρίψει
έχεις τριμμένο
έχεις τριφτεί
είσαι τριμμένος, -η
έχετε τριφτεί
είστε τριμμένοι, -ες
έχει τρίψει
έχει τριμμένο
έχουν τρίψει
έχουν τριμμένο
έχει τριφτεί
είναι τριμμένος, -η, -ο
έχουν τριφτεί
είναι τριμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τρίψει
είχα τριμμένο
είχαμε τρίψει
είχαμε τριμμένο
είχα τριφτεί
ήμουν τριμμένος, -η
είχαμε τριφτεί
ήμαστε τριμμένοι, -ες
είχες τρίψει
είχες τριμμένο
είχατε τρίψει
είχατε τριμμένο
είχες τριφτεί
ήσουν τριμμένος, -η
είχατε τριφτεί
ήσαστε τριμμένοι, -ες
είχε τρίψει
είχε τριμμένο
είχαν τρίψει
είχαν τριμμένο
είχε τριφτεί
ήταν τριμμένος, -η, -ο
είχαν τριφτεί
ήταν τριμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρίβωθα τρίβουμε, θα τρίβομεθα τρίβομαιθα τριβόμαστε
θα τρίβειςθα τρίβετεθα τρίβεσαιθα τρίβεστε, θα τριβόσαστε
θα τρίβειθα τρίβουν(ε)θα τρίβεταιθα τρίβονται
Fut
ur
θα τρίψωθα τρίψουμε, θα τρίψομεθα τριφτώθα τριφτούμε
θα τρίψειςθα τρίψετεθα τριφτείςθα τριφτείτε
θα τρίψειθα τρίψουν(ε)θα τριφτείθα τριφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρίψει
θα έχω τριμμένο
θα έχουμε τρίψει
θα έχουμε τριμμένο
θα έχω τριφτεί
θα είμαι τριμμένος, -η
θα έχουμε τριφτεί
θα είμαστε τριμμένοι, -ες
θα έχεις τρίψει
θα έχεις τριμμένο
θα έχετε τρίψει
θα έχετε τριμμένο
θα έχεις τριφτεί
θα είσαι τριμμένος, -η
θα έχετε τριφτεί
θα είστε τριμμένοι, -ες
θα έχει τρίψει
θα έχει τριμμένο
θα έχουν τρίψει
θα έχουν τριμμένο
θα έχει τριφτεί
θα είναι τριμμένος, -η, -ο
θα έχουν τριφτεί
θα είναι τριμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρίβωνα τρίβουμε, να τρίβομενα τρίβομαινα τριβόμαστε
να τρίβειςνα τρίβετενα τρίβεσαινα τρίβεστε, να τριβόσαστε
να τρίβεινα τρίβουν(ε)να τρίβεταινα τρίβονται
Aoristνα τρίψωνα τρίψουμε, να τρίψομενα τριφτώνα τριφτούμε
να τρίψειςνα τρίψετενα τριφτείςνα τριφτείτε
να τρίψεινα τρίψουν(ε)να τριφτείνα τριφτούν(ε)
Perfνα έχω τρίψει
να έχω τριμμένο
να έχουμε τρίψει
να έχουμε τριμμένο
να έχω τριφτεί
να είμαι τριμμένος, -η
να έχουμε τριφτεί
να είμαστε τριμμένοι, -ες
να έχεις τρίψει
να έχεις τριμμένο
να έχετε τρίψει
να έχετε τριμμένο
να έχεις τριφτεί
να είσαι τριμμένος, -η
να έχετε τριφτεί
να είστε τριμμένοι, -ες
να έχει τρίψει
να έχει τριμμένο
να έχουν τρίψει
να έχουν τριμμένο
να έχει τριφτεί
να είναι τριμμένος, -η, -ο
να έχουν τριφτεί
να είναι τριμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρίβετρίβετετρίβεστε
Aoristτρίψετρίψτε, τρίφτετρίψουτριφτείτε
Part
izip
Presτρίβοντας
Perfέχοντας τρίψει, έχοντας τριμμένοτριμμένος, -η, -οτριμμένοι, -ες, -α
InfinAoristτρίψειτριφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback