στεγνώνω Verb  [stegnono, sternono, stegnwnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στεγνώνω

στεγνώνω στεγνός + -ώνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στεγνώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στεγνώνωστεγνώνουμε, στεγνώνομε
στεγνώνειςστεγνώνετε
στεγνώνειστεγνώνουν(ε)
Imper
fekt
στέγνωναστεγνώναμε
στέγνωνεςστεγνώνατε
στέγνωνεστέγνωναν, στεγνώναν(ε)
Aoristστέγνωσαστεγνώσαμε
στέγνωσεςστεγνώσατε
στέγνωσεστέγνωσαν, στεγνώσαν(ε)
Per
fekt
έχω στεγνώσει
έχω στεγνωμένο
έχουμε στεγνώσει
έχουμε στεγνωμένο
έχεις στεγνώσει
έχεις στεγνωμένο
έχετε στεγνώσει
έχετε στεγνωμένο
έχει στεγνώσει
έχει στεγνωμένο
έχουν στεγνώσει
έχουν στεγνωμένο
Plu
per
fekt
είχα στεγνώσει
είχα στεγνωμένο
είχαμε στεγνώσει
είχαμε στεγνωμένο
είχες στεγνώσει
είχες στεγνωμένο
είχατε στεγνώσει
είχατε στεγνωμένο
είχε στεγνώσει
είχε στεγνωμένο
είχαν στεγνώσει
είχαν στεγνωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στεγνώνωθα στεγνώνουμε, θα στεγνώνομε
θα στεγνώνειςθα στεγνώνετε
θα στεγνώνειθα στεγνώνουν(ε)
Fut
ur
θα στεγνώσωθα στεγνώσουμε, θα στεγνώσομε
θα στεγνώσειςθα στεγνώσετε
θα στεγνώσειθα στεγνώσουν
Fut
ur II
θα έχω στεγνώσει
θα έχω στεγνωμένο
θα έχουμε στεγνώσει
θα έχουμε στεγνωμένο
θα έχεις στεγνώσει
θα έχεις στεγνωμένο
θα έχετε στεγνώσει
θα έχετε στεγνωμένο
θα έχει στεγνώσει
θα έχει στεγνωμένο
θα έχουν στεγνώσει
θα έχουν στεγνωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στεγνώνωνα στεγνώνουμε, να στεγνώνομε
να στεγνώνειςνα στεγνώνετε
να στεγνώνεινα στεγνώνουν(ε)
Aoristνα στεγνώσωνα στεγνώσουμε, να στεγνώσομε
να στεγνώσειςνα στεγνώσετε
να στεγνώσεινα στεγνώσουν(ε)
Perfνα έχω στεγνώσει
να έχω στεγνωμένο
να έχουμε στεγνώσει
να έχουμε στεγνωμένο
να έχεις στεγνώσει
να έχεις στεγνωμένο
να έχετε στεγνώσει
να έχετε στεγνωμένο
να έχει στεγνώσει
να έχει στεγνωμένο
να έχουν στεγνώσει
να έχουν στεγνωμένο
Imper
ativ
Presστέγνωνεστεγνώνετε
Aoristστέγνωσεστεγνώστε, στεγνώσετε
Part
izip
Presστεγνώνοντας
Perfέχοντας στεγνώσει, έχοντας στεγνωμένο
InfinAoristστεγνώσει







Griechische Definition zu στεγνώνω

στεγνώνω [steγnóno] Ρ1α μππ. στεγνωμένος : 1. (για κτ. βρεγμένο) α. το κάνω στεγνό αφαιρώντας του το νερό, την υγρασία: Nα στεγνώνετε τα μαλλιά σας μετά το λούσιμο. β. γίνομαι στεγνός: Aπλώνει τα πλυμένα ρούχα για να στεγνώσουν. || Πρόσεχε, γιατί η λαδομπογιά στον τοίχο δε στέγνωσε ακόμα. Στέγνωσαν τα μάτια, δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα. || ξηραίνομαι, λόγω απουσίας νερού: Στέγνωσε το πηγάδι / το ποτάμι, δεν έχει καθόλου νερό. || ξηραίνομαι, λόγω απουσίας των φυσιολογικών υγρών του οργανισμού: Στέγνωσε το στόμα / τα χείλη / ο λαιμός μου, από δίψα ή άλλη αιτία. Στέγνωσε το σάλιο μου. || Στεγνώνει ένα φυτό, ξηραίνεται, φεύγουν οι χυμοί του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback