abbekommen
 (ugs.)  Verb

παίρνω Verb
(0)
αρπάζω Verb
(0)
βγάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich habe einen Haufen Hufeisen abbekommen und mir ist es bewusst!Λες και έπεσε πάνω μου ολόκληρο φορτίο από πέταλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Er wurde im Park abgeworfen und hat die Hufe am Kopf abbekommen.`Επεσε και τoν χτύπησε στo κεφάλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss etwas abbekommen, klar?Ξερετε πως πρεπει να παρω μια φετα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hab nichts abbekommen.Ούτε που με γραντζούνησε.

Übersetzung nicht bestätigt

Er hat den Schuß so abbekommen.Χτυπήθηκε έτσι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παίρνωπαίρνουμε, παίρνομεπαίρνομαιπαιρνόμαστε
παίρνειςπαίρνετεπαίρνεσαιπαίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνειπαίρνουν(ε)παίρνεταιπαίρνονται
Imper
fekt
έπαιρναπαίρναμεπαιρνόμουν(α)παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
έπαιρνεςπαίρνατεπαιρνόσουν(α)παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
έπαιρνεέπαιρναν, παίρναν(ε)παιρνόταν(ε)παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aoristπήραπήραμεπάρθηκαπαρθήκαμε
πήρεςπήρατεπάρθηκεςπαρθήκατε
πήρεπήραν(ε)πάρθηκεπάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάρειέχουμε πάρειέχω παρθεί
είμαι παρμένος, -η
έχουμε παρθεί
είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις πάρειέχετε πάρειέχεις παρθεί
είσαι παρμένος, -η
έχετε παρθεί
είστε παρμένοι, -ες
έχει πάρειέχουν πάρειέχει παρθεί
είναι παρμένος, -η, -ο
έχουν παρθεί
είναι παρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πάρειείχαμε πάρειείχα παρθεί
ήμουν παρμένος, -η
είχαμε παρθεί
ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες πάρειείχατε πάρειείχες παρθεί
ήσουν παρμένος, -η
είχατε παρθεί
ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε πάρειείχαν πάρειείχε παρθεί
ήταν παρμένος, -η, -ο
είχαν παρθεί
ήταν παρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παίρνωθα παίρνουμε, θα παίρνομεθα παίρνομαιθα παιρνόμαστε
θα παίρνειςθα παίρνετεθα παίρνεσαιθα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνειθα παίρνουν(ε)θα παίρνεταιθα παίρνονται
Fut
ur
θα πάρωθα πάρουμε, θα πάρομεθα παρθώθα παρθούμε
θα πάρειςθα πάρετεθα παρθείςθα παρθείτε
θα πάρειθα πάρουν(ε)θα παρθείθα παρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάρειθα έχουμε πάρειθα έχω παρθεί
θα είμαι παρμένος, -η
θα έχουμε παρθεί
θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις πάρειθα έχετε πάρειθα έχεις παρθεί
θα είσαι παρμένος, -η
θα έχετε παρθεί
θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει πάρειθα έχουν πάρειθα έχει παρθεί
θα είναι παρμένος, -η, -ο
θα έχουν παρθεί
θα είναι παρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παίρνωνα παίρνουμε, να παίρνομενα παίρνομαινα παιρνόμαστε
να παίρνειςνα παίρνετενα παίρνεσαινα παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνεινα παίρνουν(ε)να παίρνεταινα παίρνονται
Aoristνα πάρωνα πάρουμε, να παρομενα παρθώνα παρθούμε
να πάρειςνα πάρετενα παρθείςνα παρθείτε
να πάρεινα πάρουν(ε)να παρθείνα παρθούν(ε)
Perfνα έχω πάρεινα έχουμε πάρεινα έχω παρθεί
να είμαι παρμένος, -η
να έχουμε παρθεί
να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις πάρεινα έχετε πάρεινα έχεις παρθεί
να είσαι παρμένος, -η
να έχετε παρθεί
να είστε παρμένοι, -ες
να έχει πάρεινα έχουν πάρεινα έχει παρθεί
να είναι παρμένος, -η, -ο
να έχουν παρθεί
να είναι παρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαίρνεπαίρνετεπαίρνεστε
Aoristπάρεπάρτεπάρουπαρθείτε
Part
izip
Presπαίρνοντας
Perfέχοντας πάρειπαρμένος, -η, -οπαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristπάρειπαρθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρπάζωαρπάζουμε, αρπάζομεαρπάζομαιαρπαζόμαστε
αρπάζειςαρπάζετεαρπάζεσαιαρπάζεστε, αρπαζόσαστε
αρπάζειαρπάζουν(ε)αρπάζεταιαρπάζονται
Imper
fekt
άρπαζααρπάζαμεαρπαζόμουν(α)αρπαζόμαστε, αρπαζόμασταν
άρπαζεςαρπάζατεαρπαζόσουν(α)αρπαζόσαστε, αρπαζόσασταν
άρπαζεάρπαζαν, αρπάζαν(ε)αρπαζόταν(ε)αρπάζονταν, αρπαζόντανε, αρπαζόντουσαν
Aoristάρπαξααρπάξαμεαρπάχτηκααρπαχτήκαμε
άρπαξεςαρπάξατεαρπάχτηκεςαρπαχτήκατε
άρπαξεάρπαξαν, αρπάξαν(ε)αρπάχτηκεαρπάχτηκαν, αρπαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αρπάξειέχουμε αρπάξειέχω αρπαχτείέχουμε αρπαχτεί
έχεις αρπάξειέχετε αρπάξειέχεις αρπαχτείέχετε αρπαχτεί
έχει αρπάξειέχουν αρπάξειέχει αρπαχτείέχουν αρπαχτεί
Plu
per
fekt
είχα αρπάξειείχαμε αρπάξειείχα αρπαχτείείχαμε αρπαχτεί
είχες αρπάξειείχατε αρπάξειείχες αρπαχτείείχατε αρπαχτεί
είχε αρπάξειείχαν αρπάξειείχε αρπαχτείείχαν αρπαχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρπάζωθα αρπάζουμε, θα αρπάζομεθα αρπάζομαιθα αρπαζόμαστε
θα αρπάζειςθα αρπάζετεθα αρπάζεσαιθα αρπάζεστε, θα αρπαζόσαστε
θα αρπάζειθα αρπάζουν(ε)θα αρπάζεταιθα αρπάζονται
Fut
ur
θα αρπάξωθα αρπάξουμε, θα αρπάξομεθα αρπαχτώθα αρπαχτούμε
θα αρπάξειςθα αρπάξετεθα αρπαχτείςθα αρπαχτείτε
θα αρπάξειθα αρπάξουν(ε)θα αρπαχτείθα αρπαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρπάξειθα έχουμε αρπάξειθα έχω αρπαχτείθα έχουμε αρπαχτεί
θα έχεις αρπάξειθα έχετε αρπάξειθα έχεις αρπαχτείθα έχετε αρπαχτεί
θα έχει αρπάξειθα έχουν αρπάξειθα έχει αρπαχτείθα έχουν αρπαχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρπάζωνα αρπάζουμε, να αρπάζομενα αρπάζομαινα αρπαζόμαστε
να αρπάζειςνα αρπάζετενα αρπάζεσαινα αρπάζεστε, να αρπαζόσαστε
να αρπάζεινα αρπάζουν(ε)να αρπάζεταινα αρπάζονται
Aoristνα αρπάξωνα αρπάξουμε, να αρπάξομενα αρπαχτώνα αρπαχτούμε
να αρπάξειςνα αρπάξετενα αρπαχτείςνα αρπαχτείτε
να αρπάξεινα αρπάξουν(ε)να αρπαχτείνα αρπαχτούν(ε)
Perfνα έχω αρπάξεινα έχουμε αρπάξεινα έχω αρπαχτείνα έχουμε αρπαχτεί
να έχεις αρπάξεινα έχετε αρπάξεινα έχεις αρπαχτείνα έχετε αρπαχτεί
να έχει αρπάξεινα έχουν αρπάξεινα έχει αρπαχτείνα έχουν αρπαχτεί
Imper
ativ
Presάρπαζεαρπάζετεαρπάζεστε
Aoristάρπαξεαρπάξτε, αρπάχτεαρπάξουαρπαχτείτε
Part
izip
Presαρπάζοντας
Perfέχοντας αρπάξειαρπαγμένος, -η, -οαρπαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαρπάξειαρπαχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγάζωβγάζουμε, βγάζομεβγάζομαιβγαζόμαστε
βγάζειςβγάζετεβγάζεσαιβγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζειβγάζουν(ε)βγάζεταιβγάζονται
Imper
fekt
έβγαζαβγάζαμεβγαζόμουν(α)βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζεςβγάζατεβγαζόσουν(α)βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζεέβγαζαν, βγάζαν(ε)βγαζόταν(ε)βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aoristέβγαλαβγάλαμεβγάλθηκαβγαλθήκαμε
έβγαλεςβγάλατεβγάλθηκεςβγαλθήκατε
έβγαλεέβγαλαν, βγάλαν(ε)βγάλθηκεβγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγάζωθα βγάζουμε, θα βγάζομεθα βγάζομαιθα βγαζόμαστε
θα βγάζειςθα βγάζετεθα βγάζεσαιθα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζειθα βγάζουνεθα βγάζεταιθα βγάζονται
Fut
ur
θα βγάλωθα βγάλουμε, θα βγάλομεθα βγαλθώθα βγαλθούμε
θα βγάλειςθα βγάλετεθα βγαλθείςθα βγαλθείτε
θα βγάλειθα βγάλουνεθα βγαλθείθα βγαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγάζωνα βγάζουμε, να βγάζομενα βγάζομαινα βγαζόμαστε
να βγάζειςνα βγάζετενα βγάζεσαινα βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζεινα βγάζουνενα βγάζεταινα βγάζονται
Aoristνα βγάλωνα βγάλουμε, να βγάλομενα βγαλθώνα βγαλθούμε
να βγάλειςνα βγάλετενα βγαλθείςνα βγαλθείτε
να βγάλεινα βγάλουν(ε)να βγαλθείνα βγαλθούν(ε)
Perfνα έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβγάζεβγάζετεβγάζεστε
Aoristβγάλεβγάλτεβγαλθείτε
Part
izip
Presβγάζοντας
Perfέχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένοβγαλμένος, -η, -οβγαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβγάλειβγαλθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback