ausstechen
 Verb

βγάζω Verb
(1)
σκάβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich könnte ihr ein Auge ausstechen!Της βγάζω το μάτι αυτή τη στιγμή.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βγάζωβγάζουμε, βγάζομεβγάζομαιβγαζόμαστε
βγάζειςβγάζετεβγάζεσαιβγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζειβγάζουν(ε)βγάζεταιβγάζονται
Imper
fekt
έβγαζαβγάζαμεβγαζόμουν(α)βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζεςβγάζατεβγαζόσουν(α)βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζεέβγαζαν, βγάζαν(ε)βγαζόταν(ε)βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aoristέβγαλαβγάλαμεβγάλθηκαβγαλθήκαμε
έβγαλεςβγάλατεβγάλθηκεςβγαλθήκατε
έβγαλεέβγαλαν, βγάλαν(ε)βγάλθηκεβγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βγάζωθα βγάζουμε, θα βγάζομεθα βγάζομαιθα βγαζόμαστε
θα βγάζειςθα βγάζετεθα βγάζεσαιθα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζειθα βγάζουνεθα βγάζεταιθα βγάζονται
Fut
ur
θα βγάλωθα βγάλουμε, θα βγάλομεθα βγαλθώθα βγαλθούμε
θα βγάλειςθα βγάλετεθα βγαλθείςθα βγαλθείτε
θα βγάλειθα βγάλουνεθα βγαλθείθα βγαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βγάζωνα βγάζουμε, να βγάζομενα βγάζομαινα βγαζόμαστε
να βγάζειςνα βγάζετενα βγάζεσαινα βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζεινα βγάζουνενα βγάζεταινα βγάζονται
Aoristνα βγάλωνα βγάλουμε, να βγάλομενα βγαλθώνα βγαλθούμε
να βγάλειςνα βγάλετενα βγαλθείςνα βγαλθείτε
να βγάλεινα βγάλουν(ε)να βγαλθείνα βγαλθούν(ε)
Perfνα έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβγάζεβγάζετεβγάζεστε
Aoristβγάλεβγάλτεβγαλθείτε
Part
izip
Presβγάζοντας
Perfέχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένοβγαλμένος, -η, -οβγαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβγάλειβγαλθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκάβωσκάβουμε, σκάβομεσκάβομαισκαβόμαστε
σκάβειςσκάβετεσκάβεσαισκάβεστε, σκαβόσαστε
σκάβεισκάβουν(ε)σκάβεταισκάβονται
Imper
fekt
έσκαβασκάβαμεσκαβόμουν(α)σκαβόμαστε, σκαβόμασταν
έσκαβεςσκάβατεσκαβόσουν(α)σκαβόσαστε, σκαβόσασταν
έσκαβεέσκαβαν, σκάβαν(ε)σκαβόταν(ε)σκάβονταν, σκαβόντανε, σκαβόντουσαν
Aoristέσκαψασκάψαμεσκάφτηκασκαφτήκαμε
έσκαψεςσκάψατεσκάφτηκεςσκαφτήκατε
έσκαψεέσκαψαν, σκάψαν(ε)σκάφτηκεσκάφτηκαν, σκαφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκάψει
έχω σκαμμένο
έχουμε σκάψει
έχουμε σκαμμένο
έχω σκαφτεί
είμαι σκαμμένος, -η
έχουμε σκαφτεί
είμαστε σκαμμένοι, -ες
έχεις σκάψει
έχεις σκαμμένο
έχετε σκάψει
έχετε σκαμμένο
έχεις σκαφτεί
είσαι σκαμμένος, -η
έχετε σκαφτεί
είστε σκαμμένοι, -ες
έχει σκάψει
έχει σκαμμένο
έχουν σκάψει
έχουν σκαμμένο
έχει σκαφτεί
είναι σκαμμένος, -η, -ο
έχουν σκαφτεί
είναι σκαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκάψει
είχα σκαμμένο
είχαμε σκάψει
είχαμε σκαμμένο
είχα σκαφτεί
ήμουν σκαμμένος, -η
είχαμε σκαφτεί
ήμαστε σκαμμένοι, -ες
είχες σκάψει
είχες σκαμμένο
είχατε σκάψει
είχατε σκαμμένο
είχες σκαφτεί
ήσουν σκαμμένος, -η
είχατε σκαφτεί
ήσαστε σκαμμένοι, -ες
είχε σκάψει
είχε σκαμμένο
είχαν σκάψει
είχαν σκαμμένο
είχε σκαφτεί
ήταν σκαμμένος, -η, -ο
είχαν σκαφτεί
ήταν σκαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκάβωθα σκάβουμε, θα σκάβομεθα σκάβομαιθα σκαβόμαστε
θα σκάβειςθα σκάβετεθα σκάβεσαιθα σκάβεστε, θα σκαβόσαστε
θα σκάβειθα σκάβουν(ε)θα σκάβεταιθα σκάβονται
Fut
ur
θα σκάψωθα σκάψουμε, θα σκάψομεθα σκαφτώθα σκαφτούμε
θα σκάψειςθα σκάψετεθα σκαφτείςθα σκαφτείτε
θα σκάψειθα σκάψουν(ε)θα σκαφτείθα σκαφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκάψει
θα έχω σκαμμένο
θα έχουμε σκάψει
θα έχουμε σκαμμένο
θα έχω σκαφτεί
θα είμαι σκαμμένος, -η
θα έχουμε σκαφτεί
θα είμαστε σκαμμένοι, -ες
θα έχεις σκάψει
θα έχεις σκαμμένο
θα έχετε σκάψει
θα έχετε σκαμμένο
θα έχεις σκαφτεί
θα είσαι σκαμμένος, -η
θα έχετε σκαφτεί
θα είστε σκαμμένοι, -ες
θα έχει σκάψει
θα έχει σκαμμένο
θα έχουν σκάψει
θα έχουν σκαμμένο
θα έχει σκαφτεί
θα είναι σκαμμένος, -η, -ο
θα έχουν σκαφτεί
θα είναι σκαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκάβωνα σκάβουμε, να σκάβομενα σκάβομαινα σκαβόμαστε
να σκάβειςνα σκάβετενα σκάβεσαινα σκάβεστε, να σκαβόσαστε
να σκάβεινα σκάβουν(ε)να σκάβεταινα σκάβονται
Aoristνα σκάψωνα σκάψουμε, να σκάψομενα σκαφτώνα σκαφτούμε
να σκάψειςνα σκάψετενα σκαφτείςνα σκαφτείτε
να σκάψεινα σκάψουν(ε)να σκαφτείνα σκαφτούν(ε)
Perfνα έχω σκάψει
να έχω σκαμμένο
να έχουμε σκάψει
να έχουμε σκαμμένο
να έχω σκαφτεί
να είμαι σκαμμένος, -η
να έχουμε σκαφτεί
να είμαστε σκαμμένοι, -ες
να έχεις σκάψει
να έχεις σκαμμένο
να έχετε σκάψει
να έχετε σκαμμένο
να έχεις σκαφτεί
να είσαι σκαμμένος, -η
να έχετε σκαφτεί
να είστε σκαμμένοι, -ες
να έχει σκάψει
να έχει σκαμμένο
να έχουν σκάψει
να έχουν σκαμμένο
να έχει σκαφτεί
να είναι σκαμμένος, -η, -ο
να έχουν σκαφτεί
να είναι σκαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκάβεσκάβετεσκάβεστε
Aoristσκάψεσκάψτε, σκάφτεσκάψουσκαφτείτε
Part
izip
Presσκάβοντας
Perfέχοντας σκάψει, έχοντας σκαμμένοσκαμμένος, -η, -οσκαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκάψεισκαφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback