stechen
 Verb

αγκυλώνω Verb
(0)
κεντώ Verb
(0)
τσιμπώ Verb
(0)
κεντρίζω Verb
(0)
σουβλίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das nenne ich stechen!Γιατί δεν μπορούμε να το πάρουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Morgen Früh stechen wir wieder in See. Dann komm ich, um die Kleine mit den Goldlocken abzuholen.Θα το βάλουμε πάλι μπρος το πρωί και μετά θα πάω πίσω να πάρω τη μικρή χρυσομαλλούσα, ε;

Übersetzung nicht bestätigt

Und werden in See stechen. Ich habe noch nie das Meer gesehen.Δεν εχω δει ποτε μου τη θαλασσα.......

Übersetzung nicht bestätigt

Sieh dir diese Mücke an, die mich zu stechen versucht.Κοίτα αυτό το κουνούπι, που θέλει να με τσιμπήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie drauftreten, stechen sie so, als seien sie noch am Leben.Αν τις πατήσετε, τσιμπάνε όσο κι όταν ήταν ζωντανές.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κεντάω, κεντώκεντάμε, κεντούμεκεντιέμαικεντιόμαστε
κεντάςκεντάτεκεντιέσαικεντιέστε, κεντιόσαστε
κεντάει, κεντάκεντάν(ε), κεντούν(ε)κεντιέταικεντιούνται, κεντιόνται
Imper
fekt
κεντούσα, κένταγακεντούσαμε, κεντάγαμεκεντιόμουν(α)κεντιόμαστε, κεντιόμασταν
κεντούσες, κένταγεςκεντούσατε, κεντάγατεκεντιόσουν(α)κεντιόσαστε, κεντιόσασταν
κεντούσε, κένταγεκεντούσαν(ε), κένταγαν, κεντάγανεκεντιόταν(ε)κεντιόνταν(ε), κεντιούνταν, κεντιόντουσαν
Aoristκέντησακεντήσαμεκεντήθηκακεντηθήκαμε
κέντησεςκεντήσατεκεντήθηκεςκεντηθήκατε
κέντησεκέντησαν, κεντήσαν(ε)κεντήθηκεκεντήθηκαν, κεντηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κεντήσει
έχω κεντημένο
έχουμε κεντήσει
έχουμε κεντημένο
έχω κεντηθεί
είμαι κεντημένος, -η
έχουμε κεντηθεί
είμαστε κεντημένοι, -ες
έχεις κεντήσει
έχεις κεντημένο
έχετε κεντήσει
έχετε κεντημένο
έχεις κεντηθεί
είσαι κεντημένος, -η
έχετε κεντηθεί
είστε κεντημένοι, -ες
έχει κεντήσει
έχει κεντημένο
έχουν κεντήσει
έχουν κεντημένο
έχει κεντηθεί
είναι κεντημένος, -η, -ο
έχουν κεντηθεί
είναι κεντημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κεντήσει
είχα κεντημένο
είχαμε κεντήσει
είχαμε κεντημένο
είχα κεντηθεί
ήμουν κεντημένος, -η
είχαμε κεντηθεί
ήμαστε κεντημένοι, -ες
είχες κεντήσει
είχες κεντημένο
είχατε κεντήσει
είχατε κεντημένο
είχες κεντηθεί
ήσουν κεντημένος, -η
είχατε κεντηθεί
ήσαστε κεντημένοι, -ες
είχε κεντήσει
είχε κεντημένο
είχαν κεντήσει
είχαν κεντημένο
είχε κεντηθεί
ήταν κεντημένος, -η, -ο
είχαν κεντηθεί
ήταν κεντημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κεντάω, θα κεντώθα κεντάμε, θα κεντούμεθα κεντιέμαιθα κεντιόμαστε
θα κεντάςθα κεντάτεθα κεντιέσαιθα κεντιέστε, θα κεντιόσαστε
θα κεντάει, θα κεντάθα κεντάν(ε), θα κεντούν(ε)θα κεντιέταιθα κεντιούνται, θα κεντιόνται
Fut
ur
θα κεντήσωθα κεντήσουμε, θα κεντήσομεθα κεντηθώθα κεντηθούμε
θα κεντήσειςθα κεντήσετεθα κεντηθείςθα κεντηθείτε
θα κεντήσειθα κεντήσουν(ε)θα κεντηθείθα κεντηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κεντήσει
θα έχω κεντημένο
θα έχουμε κεντήσει
θα έχουμε κεντημένο
θα έχω κεντηθεί
θα είμαι κεντημένος, -η
θα έχουμε κεντηθεί
θα είμαστε κεντημένοι, -ες
θα έχεις κεντήσει
θα έχεις κεντημένο
θα έχετε κεντήσει
θα έχετε κεντημένο
θα έχεις κεντηθεί
θα είσαι κεντημένος, -η
θα έχετε κεντηθεί
θα είστε κεντημένοι, -ες
θα έχει κεντήσει
θα έχει κεντημένο
θα έχουν κεντήσει
θα έχουν κεντημένο
θα έχει κεντηθεί
θα είναι κεντημένος, -η, -ο
θα έχουν κεντηθεί
θα είναι κεντημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κεντάω, να κεντώνα κεντάμε, να κεντούμενα κεντιέμαινα κεντιόμαστε
να κεντάςνα κεντάτενα κεντιέσαινα κεντιέστε, να κεντιόσαστε
να κεντάει, να κεντάνα κεντάν(ε), να κεντούν(ε)να κεντιέταινα κεντιούνται, να κεντιόνται
Aoristνα κεντήσωνα κεντήσουμε, να κεντήσομενα κεντηθώνα κεντηθούμε
να κεντήσειςνα κεντήσετενα κεντηθείςνα κεντηθείτε
να κεντήσεινα κεντήσουν(ε)να κεντηθείνα κεντηθούν(ε)
Perfνα έχω κεντήσει
να έχω κεντημένο
να έχουμε κεντήσει
να έχουμε κεντημένο
να έχω κεντηθεί
να είμαι κεντημένος, -η
να έχουμε κεντηθεί
να είμαστε κεντημένοι, -ες
να έχεις κεντήσει
να έχεις κεντημένο
να έχετε κεντήσει
να έχετε κεντημένο
να έχεις κεντηθεί
να είσαι κεντημένος, -η
να έχετε κεντηθεί
να είστε κεντημένοι, -η
να έχει κεντήσει
να έχει κεντημένο
να έχουν κεντήσει
να έχουν κεντημένο
να έχει κεντηθεί
να είναι κεντημένος, -η, -ο
να έχουν κεντηθεί
να είναι κεντημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέντα, κένταγεκεντάτεκεντιέστε
Aoristκέντησε, κέντακεντήστεκεντήσουκεντηθείτε
Part
izip
Presκεντώντας
Perfέχοντας κεντήσει, έχοντας κεντημένοκεντημένος, -η, -οκεντημένοι, -ες, -α
InfinAoristκεντήσεικεντηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τσιμπάω, τσιμπώτσιμπάμε, τσιμπούμετσιμπιέμαιτσιμπιόμαστε
τσιμπάςτσιμπάτετσιμπιέσαιτσιμπιέστε, τσιμπιόσαστε
τσιμπάει, τσιμπάτσιμπάν(ε), τσιμπούν(ε)τσιμπιέταιτσιμπιούνται, τσιμπιόνται
Imper
fekt
τσιμπούσα, τσίμπαγατσιμπούσαμε, τσιμπάγαμετσιμπιόμουν(α)τσιμπιόμαστε, τσιμπιόμασταν
τσιμπούσες, τσίμπαγεςτσιμπούσατε, τσιμπάγατετσιμπιόσουν(α)τσιμπιόσαστε, τσιμπιόσασταν
τσιμπούσε, τσίμπαγετσιμπούσαν(ε), τσίμπαγαν, τσιμπάγανετσιμπιόταν(ε)τσιμπιόνταν(ε), τσιμπιούνταν, τσιμπιόντουσαν
Aoristτσίμπησατσιμπήσαμετσιμπήθηκατσιμπηθήκαμε
τσίμπησεςτσιμπήσατετσιμπήθηκεςτσιμπηθήκατε
τσίμπησετσίμπησαν, τσιμπήσαν(ε)τσιμπήθηκετσιμπήθηκαν, τσιμπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τσιμπήσει
έχω τσιμπημένο
έχουμε τσιμπήσει
έχουμε τσιμπημένο
έχω τσιμπηθεί
είμαι τσιμπημένος, -η
έχουμε τσιμπηθεί
είμαστε τσιμπημένοι, -ες
έχεις τσιμπήσει
έχεις τσιμπημένο
έχετε τσιμπήσει
έχετε τσιμπημένο
έχεις τσιμπηθεί
είσαι τσιμπημένος, -η
έχετε τσιμπηθεί
είστε τσιμπημένοι, -ες
έχει τσιμπήσει
έχει τσιμπημένο
έχουν τσιμπήσει
έχουν τσιμπημένο
έχει τσιμπηθεί
είναι τσιμπημένος, -η, -ο
έχουν τσιμπηθεί
είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τσιμπήσει
είχα τσιμπημένο
είχαμε τσιμπήσει
είχαμε τσιμπημένο
είχα τσιμπηθεί
ήμουν τσιμπημένος, -η
είχαμε τσιμπηθεί
ήμαστε τσιμπημένοι, -ες
είχες τσιμπήσει
είχες τσιμπημένο
είχατε τσιμπήσει
είχατε τσιμπημένο
είχες τσιμπηθεί
ήσουν τσιμπημένος, -η
είχατε τσιμπηθεί
ήσαστε τσιμπημένοι, -ες
είχε τσιμπήσει
είχε τσιμπημένο
είχαν τσιμπήσει
είχαν τσιμπημένο
είχε τσιμπηθεί
ήταν τσιμπημένος, -η, -ο
είχαν τσιμπηθεί
ήταν τσιμπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τσιμπάω, θα τσιμπώθα τσιμπάμε, θα τσιμπούμεθα τσιμπιέμαιθα τσιμπιόμαστε
θα τσιμπάςθα τσιμπάτεθα τσιμπιέσαιθα τσιμπιέστε, θα τσιμπιόσαστε
θα τσιμπάει, θα τσιμπάθα τσιμπάν(ε), θα τσιμπούν(ε)θα τσιμπιέταιθα τσιμπιούνται, θα τσιμπιόνται
Fut
ur
θα τσιμπήσωθα τσιμπήσουμε, θα τσιμπήσομεθα τσιμπηθώθα τσιμπηθούμε
θα τσιμπήσειςθα τσιμπήσετεθα τσιμπηθείςθα τσιμπηθείτε
θα τσιμπήσειθα τσιμπήσουν(ε)θα τσιμπηθείθα τσιμπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τσιμπήσει
θα έχω τσιμπημένο
θα έχουμε τσιμπήσει
θα έχουμε τσιμπημένο
θα έχω τσιμπηθεί
θα είμαι τσιμπημένος, -η
θα έχουμε τσιμπηθεί
θα είμαστε τσιμπημένοι, -ες
θα έχεις τσιμπήσει
θα έχεις τσιμπημένο
θα έχετε τσιμπήσει
θα έχετε τσιμπημένο
θα έχεις τσιμπηθεί
θα είσαι τσιμπημένος, -η
θα έχετε τσιμπηθεί
θα είστε τσιμπημένοι, -ες
θα έχει τσιμπήσει
θα έχει τσιμπημένο
θα έχουν τσιμπήσει
θα έχουν τσιμπημένο
θα έχει τσιμπηθεί
θα είναι τσιμπημένος, -η, -ο
θα έχουν τσιμπηθεί
θα είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τσιμπάω, να τσιμπώνα τσιμπάμε, να τσιμπούμενα τσιμπιέμαινα τσιμπιόμαστε
να τσιμπάςνα τσιμπάτενα τσιμπιέσαινα τσιμπιέστε, να τσιμπιόσαστε
να τσιμπάει, να τσιμπάνα τσιμπάν(ε), να τσιμπούν(ε)να τσιμπιέταινα τσιμπιούνται, να τσιμπιόνται
Aoristνα τσιμπήσωνα τσιμπήσουμε, να τσιμπήσομενα τσιμπηθώνα τσιμπηθούμε
να τσιμπήσειςνα τσιμπήσετενα τσιμπηθείςνα τσιμπηθείτε
να τσιμπήσεινα τσιμπήσουν(ε)να τσιμπηθείνα τσιμπηθούν(ε)
Perfνα έχω τσιμπήσει
να έχω τσιμπημένο
να έχουμε τσιμπήσει
να έχουμε τσιμπημένο
να έχω τσιμπηθεί
να είμαι τσιμπημένος, -η
να έχουμε τσιμπηθεί
να είμαστε τσιμπημένοι, -ες
να έχεις τσιμπήσει
να έχεις τσιμπημένο
να έχετε τσιμπήσει
να έχετε τσιμπημένο
να έχεις τσιμπηθεί
να είσαι τσιμπημένος, -η
να έχετε τσιμπηθεί
να είστε τσιμπημένοι, -η
να έχει τσιμπήσει
να έχει τσιμπημένο
να έχουν τσιμπήσει
να έχουν τσιμπημένο
να έχει τσιμπηθεί
να είναι τσιμπημένος, -η, -ο
να έχουν τσιμπηθεί
να είναι τσιμπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτσίμπα, τσίμπαγετσιμπάτετσιμπιέστε
Aoristτσίμπησε, τσίμπατσιμπήστετσιμπήσουτσιμπηθείτε
Part
izip
Presτσιμπώντας
Perfέχοντας τσιμπήσει, έχοντας τσιμπημένοτσιμπημένος, -η, -οτσιμπημένοι, -ες, -α
InfinAoristτσιμπήσειτσιμπηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback